του Κώστα Φουρίκου
αναδημοσίευση από: το Περιοδικό
Η ζωή και ο θάνατος δεν είναι απλή βιολογία, όπως λέει συχνά μια καλή φίλη. Και είναι αλήθεια πολλές οι στιγμές, που συνειδητά ή ασυνείδητα, γινόμαστε κοινωνοί αυτού που θέλει να πει η παραπάνω φράση.
Σαν σήμερα πριν 2 χρόνια, πέθανε η Μάργκαρετ Θάτσερ. Η «σιδηρά κυρία», όπως την αποκαλούσαν οι πολιτικοί της φίλοι, τα επιχειρηματικά λόμπι και τα φιλικά στους Τόρις μέσα ενημέρωσης, έδωσε το έναυσμα τότε για εκδηλώσεις χαράς. Χαράς; Ναι χαράς. Μέχρι και πάρτυ έλαβαν χώρα στη γηραιά Αλβιόνα δίνοντας την δυνατότητα σε πολλούς φίλους της Μάργκαρετ να μιλήσουν για εκφράσεις μισανθρωπισμού και βαρβαρότητας. Ήταν όμως πραγματικά έτσι;
Η κυρία Θάτσερ αποτέλεσε στην πραγματικότητα ένα εκθαμβωτικά αποκρουστικό παράδειγμα άσκησης νεοφιλελεύθερης πολιτικής στο εσωτερικό της Μ. Βρετανίας με τη συνδρομή αντιδραστικών, κατασταλτικών και συντηρητικών πολιτικών ενάντια σε όσους τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι. Προς τα έξω αποτύπωσε με πύγμη τη διάθεση ενδυνάμωσης του Ηνωμένου Βασιλείου στην κατεύθυνση ανασύστασης της πάλαι ποτέ παντοδύνακης αποικιοκρατικής αυτοκρατορίας.
Η απεργία των ανθρακωρύχων και το τσάκισμα της , η προσπάθεια πλήρους εξόντωσης του ΙRΑ και συνολικά των φωνών αμφισβήτησης της βρετανικής αυτοκρατορίας στη Β. Ιρλανδία, καθώς και η στυγνή πολεμική επίθεση στην Αργεντινή για τα περίφημα νησιά Φωκλαντ αποτελούν τα πιο ηχηρά παραδείγματα, τις κορυφές του παγόβουνου της αντιλαϊκής φρικαλεότητας που έμεινε γνωστή ως θατσερική διακυβέρνηση. To περίφημο δόγμα του There is No Alternative που έγινε και αρκτικόλεξο (T.I.N.A.) και συνόδευσε όλα τα παραπάνω κατά την διάρκεια αυτής της διακυβέρνησης, έμεινε μέχρι και τις μέρες μας ως όνομα και ως ουσία του τρόπου με τον οποίο τρομοκρατείς την θιγόμενη κοινωνική πλειοψηφία ώστε να μην αντιδράσει στην εκμεταλλευτική πολιτική που της ασκείς: επιβάλλοντας ότι δεν έχει καμία άλλη εναλλακτική από αυτή που εσύ της προσφέρεις…
Το δόγμα TINA και η αμείλικτη επικαιρότητά του…
Από την εποχή της διακυβέρνησης της Μάργκαρετ Θάτσερ και μετά, το δόγμα There is No Alternative αποτέλεσε κάτι παραπάνω από ένα πολιτικό σύνθημα που αφορούσε τη συγκεκριμένη περίοδο, την συγκεκριμένη χώρα και τη συγκεκριμένη πολιτικό που τo ανέδειξε.
Το TINA θα μπορούσαμε να πούμε κοιτώντας ρίχνοντας μια ματιά και στην πολύ πρόσφατη ιστορία, αποτέλεσε μία κεντρική μηχανική, ένα δόγμα ρητορείας και προπαγάνδας που συνόδεψε ένα μείγμα νεοφιλελεύθερης οικονομικά, αντεργατικής κοινωνικά και αυταρχικής πολιτικά διακυβέρνησης και το οποίο «άνθησε» ιδιαίτερα στην περίοδο των τελευταίων χρόνων στα πλαίσια των πολιτικών διαχείρισης της κρίσης.
Το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών στην Ελλάδα αποτέλεσε πλήγμα για αυτό το δόγμα, το οποίο όλες οι παραλλαγές των τελευταίων ελληνικών κυβερνήσεων είχαν χρησιμοποιήσει κατά κόρον. Η επόμενη μέρα όμως ξημέρωσε με ένα καίριο ερώτημα και έναν εξαιρετικό κίνδυνο.
Φυσικά το TINA , η λογική του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου, δεν ηττήθηκε ούτε 2 χρόνια πριν, όταν έφυγε η Θάτσερ, στην Αγγλία, ούτε δύο μήνες πριν, όταν άνοιξαν οι κάλπες των εθνικών εκλογών στην Ελλάδα.Παραμένει -ακόμη κι αν δέχεται πλήγματα- το βασικό εργαλείο και δόγμα σε μια εποχή που οι κυρίαρχοι δείχνουν να έχουν στερέψει πραγματικά από οποιαδήποτε πρόταση θετικού οράματος προς τους υπηκόους τους. Μας μιλάει σε πρώτο χρόνο από τα δελτία των ειδήσεων και από τα έδρανα της αντιπολίτευσης στην ελληνική Βουλή. Παραμονεύει όμως ίσως και κάπου αλλού…
Ο μεγάλος νικητής των εκλογών, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει εγκλωβισμένος στα πλαίσια της πολιτικής που ηγεμονεύει εντός της Ευρωζώνης, σε τέτοιο βαθμό που να μην μπορεί να υλοποιήσει το πρόγραμμα με το οποίο εκλέχθηκε. Οι αξιωματούχοι των Βρυξελλών πολλές φορές το έχουν δηλώσει ευθαρσώς: Οι προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν να υλοποιηθούν.
Είναι δυνατόν, σε αυτό το φόντο να βιώσουμε/αντιληφθούμε το There is No Alternative με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο από αυτόν με τον οποίο καθιερώθηκε στην σφαίρα της δημόσιας συζήτησης και της πολιτικής επιστήμης το προηγούμενο διάστημα;
Είναι δυνατόν ένα καινούριο ΤΙΝΑ (αυτή τη φορά όχι ως δεξιό δόγμα επιβολής και τρομοκράτησης των λαϊκών μαζών, αλλά ως μία αριστερή δήλωση αδυναμίας και παραδοχή υποχώρησης απέναντι στους «εχθρικούς» συσχετισμούς) να συνοδέψει στο άμεσο μέλλον τον τρόπο με τον οποίο «θα εξαναγκαστεί» να πολιτευτεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ; Ποιες θα είναι οι συνέπειες μίας τέτοιας προοπτικής και ποιες θα μπορούσαν να είναι οι προϋποθέσεις αποφυγής της;
Το ερώτημα αυτό φυσικά δεν μπορεί να απαντηθεί εδώ, αξίζει όμως να διατυπωθεί. Όπως αξίζει να σημειωθεί ότι η απάντηση δεν είναι εύκολο να δοθεί αν βγάλουμε έξω από το παιχνίδι τον ίδιο τον λαϊκό παράγοντα, τις αυτόνομες κινήσεις του , την ενεργοποίηση και την πολιτικοποίησή του, τα κινήματα που μπορεί να οργανώσει και τις πρωτοβουλίες που μπορεί να πάρει. Πόσο μάλλον αν θέλουμε να του δώσουμε μια απάντηση με θετικό πρόσημο όταν όλο το τελευταίο διάστημα το δίλημμα που τίθεται είναι αμείλικτο: θα γίνουν αποδεκτές οι απαιτήσεις των δανειστών ή θα προχωρήσουμε σε μονομερείς ενέργειες;
Δύο ηγέτες δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι
Για να ξαναγυρίσουμε όμως στην αγαπημένη μας Θάτσερ, μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι την αφεντιά της, κανένας καθώς πρέπει πολιτικός, αναλυτής, σχολιαστής, ειδήμων δε θα τολμούσε ποτέ να την αποκαλέσει δικτάτορα ή σφαγέα. Τουναντίον θα έφριττε στο ακούσμα ενός τέτοιου χαρακτηρισμού. Θα τον κατακεραύνωνε, θα τον χαρακτήριζε «άκρο», φασισμό, λαικισμό και τα λοιπά, θλιβερά, νεοφιλελεύθερα τετριμμένα. Ήταν, βλέπετε, εκλεγμένη πρωθυπουργός. Εκλεγμένη από όλο αυτό το σύστημα υφαρπαγής ψήφων, συνείδησης και αξιοπρέπειας, εντός του οποίου άπαξ και εκλεγείς μπορείς να γράφεις στα παλαιότερα των υποδημάτων σου κάθε έννοια λαϊκής βούλησης όσο καταφανέστατα κι αν εκφράζεται αυτή. Έτσι είναι οι σιδηρές κυρίες, έτσι φτιάχνονται οι ήρωες του καπιταλισμού και της κοινοβουλευτικής δήθεν δημοκρατίας που τον υπερασπίζει. Έτσι και έγινε. Ένα πέπλο αγιοσύνης κάλυπτε από το Λονδίνο μέχρι την Αθήνα δύο χρόνια πριν τα αφιερώματα της σιδηράς κυρίας σε πολλά από τα κραταιά μέσα ενημέρωσης. Έτσι ήταν λογικό αφού όπως εξηγήσαμε και παραπάνω η θατσερική διακυβέρνηση έγινε όχι παράλογα -ισμός. Και ειδικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αποτέλεσε πρότυπο και μοντέλο για τους απανταχού νεοφιλελεύθερους ταλιμπάν που θέλανε να τελειώνουν ακόμη και με τις αστικές θεωρίες ενσωμάτωσης του λαϊκού παράγοντα και ανάγκης ύπαρξης κοινωνικού κράτους: ο θατσερισμός.
Τη μέρα όμως, που ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο μάθαινε ότι η Μάργκαρετ δεν ζει πια ανάμεσά μας ήταν ακόμη νωπή η είδηση του θανάτου ενός άλλου ηγέτη της διεθνούς πολιτικής σκηνής. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που και ένας άλλος, γνωστός πολιτικός έφυγε από τη ζωή, δημιουργώντας επίσης μεγάλη αίσθηση και συζήτηση. Ο λόγος για τον Ούγκο Τσάβες. Αυτόν πάλι πολλοί από τους παραπάνω τον χαρακτήρισαν εύκολα δικτάτορα. Έίχε κινηθεί όντως στρατιωτικά εναντίον ενός άλλου εκλεγμένου προέδρου, (φίλου της Θάτσερ) ο οποίος είχε απαντήσει στις διαδηλώσεις του βενοζολάνικου λαού με καταστολή μέχρι του σημείου των δεκάδων δολοφονιών. Ο Τσάβες παρότι φυλακίστηκε γιι αυτή του την προσπάθεια και κέρδισε δεκάδες εκλογικές μάχες στη συνέχεια, παρέμεινε δικτάτορας για το Στέητ Ντιπάρτμεντ και την καθωσπρέπει συστημική πολιτική ακόμη και μετά το θάνατό του. Στην καλύτερη περίπτωση, οι πιο «ευγενικοί» εξέφρασαν τις σοβαρές επιφυλάξεις τους για την τυχοδιωκτική του πολιτική. Αν είναι δυνατόν δηλαδή να εθνικοποιείς τα εργοστάσια των αμερικάνικων πολυεθνικών, να φτιάχνεις προγράμματα σίτισης και μόρφωσης για τους εξαθλιωμένους στις φαβέλες, να μιλάς για εργατικό έλεγχο και σοσιαλισμό του 21ου αιώνα. Κάθε σοβαρός μανδραβέλης και παπαδημητρίου αυτού του κόσμου εξανίσταται και μόνο στο άκουσμα τέτοιων φοβερών σκέψεων.
Δύο ηγέτες, δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι. Στην είδηση του θανάτου του Τσάβες πέρα από την αίσθηση που δημιουργείται και τη συζήτηση που ξεσπάει, υπάρχει και κάτι άλλο: το στοιχείο της μαζικής συγκίνησης του λαού. Στο θάνατο του Τσάβες τους ύμνους τους γράφουν μαζικά οι απλοί άνθρωποι, εργαζόμενοι και νέοι που κατακλύζουν τους δρόμους, θρηνούν και ελπίζουν στη συνέχιση των καλύτερων ημέρων που η ζωή του εκλιπόντος σηματοδότησε. Για το θάνατο της Θάτσερ από την άλλη είχε ήδη γραφτεί -πριν καν αυτός υπάρξει- πρωτοφανής αριθμός τραγουδιών που τον υμνούν, τον περιμένουν, τον πανηγυρίζουν. Κι όσο κι αν φαντάζει σκληρή ή ακόμη και αντιαισθητική αυτή η πλευρά της αγγλικής (και όχι μόνο) μουσικής ιστορίας, πόσο εύκολα μπορεί κανείς να τη χαρακτηρίσει άδικη ή παράλογη; Ή να ισχυριστεί ότι αποτελεί ένδειξη μικροψυχίας;
Η άποψή μας είναι ότι σε επίπεδο αισθητικής ειδικά, η ειλικρινής έκφραση της άποψης και της διάθεσης κάποιου προς κάποιον είναι σίγουρα πάντοτε προτιμότερη από την αντουανέτεια αλαζονεία και υποκρισία.Από τα «φταίνε οι οπαδοί» στα πλαίσια της συγκάλυψης της τραγωδίας στο Χίλσμπορο, τα «δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως η κοινωνία» και «τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό» απέναντι στους απεργούς και λοιπούς διαμαρτυρόμενους, εμείς προτιμούμε την έκλληση του Morrissey για γκιλοτίνα και τη χρησιμοποίηση από τους Hefner του παιδικού «ντινγκ ντόνγκ η κακιά μάγισσα πέθανε». Από τους περισπούδαστους ύμνους στο κεφάλαιο του τύπου » κανείς δεν θα θυμόταν τον καλό σαμαρείτη αν είχε μόνο καλές προθέσεις και δε διέθετε και τα χρήματα» προτιμούμε τους θορυβώδεις, άσεμνους χαρακτηρισμούς των Exploited και τασσόμαστε στο πλευρό τους.
Η τέχνη γενικότερα και η μουσική ειδικότερα, είτε αναπαριστώντας την πραγματικότητα, είτε κριρικάροντάς την έτσι ώστε αυτή να αλλάξει, δε μπορούν εν τέλει να παρά να παίρνουν θέση στα πράγματα και να διαλέγουν πλευρά. Δόξα το Θεό, λοιπόν (που ζώζει τη Βασίλισσα και τις φίλες της), η πανκ, ροκ, σκα μουσική της νεολαίας και των εργαζόμενων στρωμάτων της Αγγλίας πήρε θέση, μη παρερμηνεύσιμη. Τη θέση αυτή θα την ακούμε και σήμερα δυναμώνοντας τα ηχεία και καλύπτοντας το βαρετά μπλα μπλα όλων αυτών που θα βρουν να πουν έναν καλό λόγο για τη Margaret Hilda Thatcher. Αυτών που -τι έκπληξη!- στη χώρα μας αποτελούν και αποτελούσαν τους πιο ιταμούς υποστηρικτές των μνημονίων, του Σαμαρά και του Σόιμπλε. ‘Όπως ο αγαπημένος Άδωνις Γεωργιάδης (κι άλλη έκπληξη) που 2 χρόνια πριν ζήτησε να δείχνουν στα σχολεία την ταινία που είχε κυκλοφορήσει για τη ζωή της Θάτσερ έτσι ώστε -όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο ίδιος- να σώθει η νεολαία. (Μία σχετικά ήρεμη και ισορροπημένη απάντηση σε μία τέτοια ιδέα μπορείτε να αναζητήσετε εδώ.)
Εν τέλει και ως κατακλείδα: Όταν είσαι ένας από τους πιο ισχυρούς πολιτικούς του κόσμου, όταν η ζωή σου συνειδητά συνυφαίνεται με την εξαθλίωση ή και την απώλεια δεκάδων, χιλιάδων ή και εκατομμυρίων άλλων ζωών, τότε το λιγότερο που μπορείς να περιμένεις όταν φύγεις από το μάταιο τούτο κόσμο είναι να σε θυμούνται όπως έζησες. Να σε διακωμωδούν και να οργίζονται με την κατάσταση που σηματοδότησες, σκαρώνοντας τραγουδάκια που σου ζητάνε να μας αδειάσεις τη γωνιά. (Όπως εκείνα τα συνθήματα που σκαρώναμε στην Ελλάδα ως καταληψίες φοιτητές και μαθητές προς τους δικούς μας πρωθυπουργούς και υπουργούς παιδείας: «(…) κάνε στον κόσμο ένα καλό, ανέβα στην Ακρόπολη και πέσε στο κενό»).
Και μην έχεις καμιά αμφιβολία. Αυτά τα παραδείγματα έκφρασης της λαικής οργής και αγανάκτησης είναι το άκρον άωτο της μεγαλοψυχίας μπροστά σε αυτά πιου έπραξες εσύ. Μπροστά στον τρόπο που διάλεξες να ζήσεις τη ζωή σου, επηρεάζοντας καταστροφικά τις ζωές άλλων ανθρώπων. Και μη τα θες όλα δικά σου. Δε θα σε θυμούνται με χαρά για αυτά που έζησες ή με θλίψη για αυτά που δε θα ζήσεις. Αλλά τουλάχιστον θα σε θυμούνται. Αρνητικά, με πειράγματα, βρισιές ή κατάρες,όμως θα σε θυμούνται. Τους πάσχους και τους πρετεντέρηδες ή τους άγγλους ομοίους τους μετά από λίγο, δε θα τους θυμάται κανείς. Είναι κάτι κι αυτό…
Χαιρετάμε λοιπόν τη σιδηρά κυρία ξανά και ξανά και αποτίοντας φόρο τιμής, παραθέτουμε αρκετά (είναι αδύνατον όλα) από τα κομμάτια που γράφτηκαν και τραγουδίστηκαν στο πλαίσιο της αντίθεσης, του μίσους και της αποδοκιμασίας αυτής και της πολιτικής της, μαζί με κάποιες λίγες ενδιαφέρουσες πληροφορίες γι αυτά.
Χωρίς τύψεις, αυταπάτες και υπεκφυγές. Γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε; Που θα υπογράμμιζε και κάποιος Έλληνας πολιτικός φίλος της Μάργκαρετ… Αφού ισχύει αυτό που γράψανε παλιότερα οι Hefner: We will laugh the day that Thatcher dies/Even though we know it’s not right…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου