αναδημοσίευση από: ατέχνως
Επιμέλεια: Οικοδόμος
Οι πίνακες και τα σκίτσα του ταξιδεύουν σ’ όλον τον κόσμο. Έγιναν γραμματόσημα και καρτ-ποστάλ, αφίσες κρεμασμένες στους τοίχους των σπιτιών απλών ανθρώπων, κοσμούν τα λάβαρα των αγωνιστών της ειρήνης, εμπνέουν αυτούς που παλεύουν για ένα καλύτερο μέλλον. Παράλληλα, τα πρωτότυπα έργα του προκαλούν κοσμοσυρροή στα φημισμένα μουσεία του κόσμου ή πωλούνται σε αστρονομικά ποσά, προσδίδοντας «κύρος» και επιβεβαίωση στη ματαιοδοξία των πιο πλούσιων αυτού του κόσμου. Ο ίδιος έλεγε: «Όχι, η ζωγραφική δεν έγινε για να διακοσμεί διαμερίσματα. Είναι όπλο στον αμυντικό και επιθετικό πόλεμο ενάντια στον εχθρό»…
Επιμέλεια: Οικοδόμος
Οι πίνακες και τα σκίτσα του ταξιδεύουν σ’ όλον τον κόσμο. Έγιναν γραμματόσημα και καρτ-ποστάλ, αφίσες κρεμασμένες στους τοίχους των σπιτιών απλών ανθρώπων, κοσμούν τα λάβαρα των αγωνιστών της ειρήνης, εμπνέουν αυτούς που παλεύουν για ένα καλύτερο μέλλον. Παράλληλα, τα πρωτότυπα έργα του προκαλούν κοσμοσυρροή στα φημισμένα μουσεία του κόσμου ή πωλούνται σε αστρονομικά ποσά, προσδίδοντας «κύρος» και επιβεβαίωση στη ματαιοδοξία των πιο πλούσιων αυτού του κόσμου. Ο ίδιος έλεγε: «Όχι, η ζωγραφική δεν έγινε για να διακοσμεί διαμερίσματα. Είναι όπλο στον αμυντικό και επιθετικό πόλεμο ενάντια στον εχθρό»…
Ο Ισπανός κομμουνιστής ζωγράφος Πάμπλο Πικάσο, ο δημιουργός της «Γκουέρνικα» και πολλών άλλων διάσημων έργων, γνώριμος στους Έλληνες και για τα σκίτσα του Νίκου Μπελογιάννη και του περιστεριού της ειρήνης, γεννήθηκε στις 25 Οκτώβρη του 1881. Βγαλμένος από τα σπλάχνα της αστικής τάξης της Ισπανίας ο Πικάσο δεν θ’ αργήσει ν’ αναγνωρίσει στην εργατική τάξη τον φορέα του ανθρώπινου μέλλοντος και να συνταχτεί με τους καταπιεσμένους και αδικημένους.
“(…)Στα χρόνια της κατοχής ο αντιστασιακός Πικάσο είχε γίνει στόχος του Γερμανού κατακτητή. Του είχε απαγορευτεί να εκθέτει έργα του. Ζούσε με το σκελετωμένο σκυλί του, τον Κασμπέκ (είναι το όνομα του πιο ψηλού βουνού του Καυκάσου) σε ένα ατελιέ αχανές, ξεχαρβαλιασμένο, παράξενο με τα μαύρα του δοκάρια, το ασβεστωμένο ταβάνι και με τα έργα του να «βομβαρδίζουν» τις αισθήσεις. Μια μέρα, κάτι Γερμανοί πήγαν στο κρησφύγετό του, τάχα για να θαυμάσουν τα έργα του. Ένας απ’ αυτούς τον στρίμωξε «ευγενικά» μπροστά στην «Γκουέρνικα». «Εσείς το κάνατε αυτό;» τον ρώτησε. Το «τρομερό» παιδί της Μάλαγα, ο επαναστάτης – ζωγράφος του 20ου αιώνα του απάντησε «Όχι, εσείς» κι ύστερα με τη χαρακτηριστική σοφή ειρωνεία του τους μοίρασε κάρτες – αντίγραφα της «Γκουέρνικα», λέγοντάς τους «Ορίστε σουβενίρ, σουβενίρ!».Ένα σουβενίρ – σύμβολο «της αγριότητας και του σκοταδισμού», όπως τα αντιλαμβάνεται ο κομμουνιστής Πικάσο, χωρίς όπως ο ίδιος έλεγε «Να καρφώνω τα καρφιά με ξεχωριστό τρόπο για να δείξω τις πολιτικές μου τάσεις».”[Από αφιέρωμα του Ριζοσπάστη (20/3/1983), σε επιμέλεια Αριστούλας Ελληνούδη.]
Τα πρώτα ερεθίσματα για την πολιτικοποίησή του τα δέχεται στα χρόνια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Με το πραξικόπημα του Φράνκο, τον εμφύλιο στην Ισπανία και τον βομβαρδισμό της πόλης Γκουέρνικα, στις 26/4/1937, έχουν ήδη μπει οι βάσεις της ταξικής του συνείδησης. Εναντιώνεται στην αγριότητα και τον όλεθρο που σπέρνει ο πόλεμος και το κοινωνικό σύστημα που τον γεννά, και αυτή την εναντίωση την εκφράζει και στο έργο του. Άλλωστε για τον Πικάσο η Τέχνη δεν είναι η εφαρμογή ενός κανόνα ομορφιάς, αλλά μορφή κοινωνικής συνείδησης.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρίσκει στο Παρίσι. Σε αντίθεση με άλλους καλλιτέχνες δεν μένει «ουδέτερος», συμμετέχει στη Γαλλική Αντίσταση. Τον Οκτώβρη του 1944 γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας. Κάποιοι τον αμφισβητούν, αρνούνται να τον πάρουν στα σοβαρά, κάποιοι άλλοι ενοχλούνται από τη στάση του. Ο ίδιος ο Πικάσο φροντίζει να κλείσει κάθε πόρτα στην αμφισβήτηση «φίλων» και αντιπάλων:
«Βρήκα τον εαυτό μου»
«Η προσχώρησή μου στο Κομμουνιστικό Κόμμα είναι η λογική συνέπεια όλης μου της ζωής, όλου μου του έργου γιατί, είμαι υπερήφανος γι’ αυτό, δεν πήρα ποτέ τη ζωγραφική σαν διασκέδαση ή ψυχαγωγία. Θέλησα με το σχέδιο και το χρώμα, αυτά ήταν το όπλα μου, να μπω όσο μπορούσα πιο μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, πιο βαθιά στη γνώση του κόσμου που μας λυτρώνει κάθε μέρα και περισσότερο. Προσπάθησα με τον δικό μου τρόπο να εκφράσω αυτό που νόμιζα πιο αληθινό, πιο δίκιο, πιο υψηλό κι όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες ξέρουν καλά πως αυτό είναι και το πιο ωραίο.
Ναι, τώρα ξέρω πως αγωνίστηκα με τη ζωγραφική μου πάντα σαν αληθινός επαναστάτης, κατάλαβα όμως ταυτόχρονα πως αυτό μόνο δε φτάνει. Τα τελευταία τούτα χρόνια της τρομερής καταπιέσεως μού δείξανε πως είχα την υποχρέωση να πολεμήσω όχι μόνο με την τέχνη μου μα με ολόκληρο το είναι μου.
Και τότε πήγα προς το Κομμουνιστικό Κόμμα χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, γιατί στο βάθος ήμουνα πάντα μαζί του. Ο Ελυάρ, ο Αραγκόν, ο Κασσού, ο Φουζερόν, όλοι μου οι φίλοι το ξέρουν καλά κι αν ως τα τώρα δεν είχα προσχωρήσει επίσημα, αυτό οφείλονταν σε ένα είδος «αφέλειας» γιατί νόμιζα πως το έργο μου κι η καρδιά μου που ήτανε μαζί του φτάνανε. Μέσα μου όμως πάντα αυτό ήταν το Κ ό μ μ α μου.
“(…)Γ. Κ. Γιατί υπάρχει τόση αγριότητα στον πίνακά σας Σφαγή στην Κορέα;Π. Π. Για να φτιάξω το πρόσωπο του πολέμου, δε σκέφτηκα καμιά ιδιαίτερη ιδιότητα, εκτός από την κτηνωδία. Πολύ λιγότερο το κράνος ή τη στολή του Αμερικανού στρατιώτη ή όποιου άλλου. Δεν έχω τίποτα με τους Αμερικανούς. Είμαι με το μέρος των ανθρώπων, όλων των ανθρώπων. Γι’ αυτό δεν μπορούσα να φανταστώ το πρόσωπο του πολέμου ξέχωρα από το πρόσωπο της ειρήνης. Κι η ειρήνη δε μου ήρθε στη σκέψη με άλλο χαρακτηριστικό, πέρα από την απόλυτη εκπλήρωση των ανθρώπινων αναγκών και της απεριόριστης ελευθερίας των ανθρώπων πάνω στη γη. Η τέχνη πρέπει να δίνει μια εναλλακτική λύση.Ηθελα το έργο μου να βοηθήσει τους ανθρώπους να διαλέξουν, αφού πρώτα τους αναγκάσει ν’ αναγνωρίσουν τον εαυτό τους, σύμφωνα με την πραγματική τους κλίση, σε μια από τις εικόνες μου. Τόσο το χειρότερο για εκείνον, που, όντας αναγκασμένος ν’ αναγνωρίσει τον εαυτό του στο τέρας του πολέμου, θα είναι και πάλι τόσο αδύναμος που να μην μπορεί ν αλλάξει δρόμο.”[Απόσπασμα από «διάλογο» του ποιητή και ζωγράφου Γιώργου Κακουλίδη με τον Πάμπλο Πικάσο. (Ριζοσπάστης, 26/1/2003)]
Μήπως δεν είν’ αλήθεια πως το ΚΚ είναι εκείνο που προσπάθησε περισσότερο να γνωρίσει και ν’ αναστηλώσει τον κόσμο, να κάνει τους σημερινούς και τους αυριανούς ανθρώπους πιο λεύτερους, πιο ευτυχισμένους, με καθάρια και τίμια σκέψη; Δεν είν’ αλήθεια πως οι κομμουνιστές δείχτηκαν οι πιο θαρραλέοι τόσο στη Γαλλία, όσο και στην ΕΣΣΔ και στην Ισπανία μου; Γιατί τάχα να διστάζω; Μήπως από φόβο μην αναλάβω υποχρεώσεις; Όμως αντίθετα ποτές δεν έννοιωσα τον εαυτό μου τόσο λεύτερο, τόσο ολοκληρωμένο…
Κι ακόμα βιαζόμουνα τόσο να βρω μια πατρίδα. Ήμουνα πάντα εξόριστος, τώρα δεν είμαι πια. Περιμένοντας την ώρα που η Ισπανία θα μπορέσει επί τέλους να με δεχτεί, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας άνοιξε την αγκαλιά του και με δέχτηκε. Μέσα σ’ αυτό βρήκα ανθρώπους που περισσότερο εκτιμώ, τους πιο μεγάλους σοφούς, τους πιο μεγάλους ποιητές κι ακόμα όλες αυτές τις υπέροχες φυσιογνωμίες των Παριζιάνων επαναστατών που είδα τις μέρες του Αυγούστου. Κι είμαι πάλι ανάμεσα στ’ αδέλφια μου».
(Ο Ριζοσπάστης της 16 Φλεβάρη 1945, δημοσίευσε αυτό το κείμενο στην πρώτη σελίδα του, προλογίζοντάς το ως συνέντευξη του Πικάσο «σε Αμερικανική επιθεώρηση». Το δημοσίευμα του Ριζοσπάστη έχει τίτλο «ΜΙΛΑΕΙ Ο ΠΙΚΑΣΣΟ, Πώς έγινα κομμουνιστής»).
“(…)Και σας το λέω: μάλιστα, ταξικοί λόγοι είναι που κάνουν ένα Λανζαβόν, έναν Ζολιό – Κιουρί, ένα Πικάσο, έναν Ελυάρ να γίνουν κομμουνιστές. Αλλά αυτούς τους ταξικούς λόγους ― ας μην τους πολυεπικαλούνται οι αντικομμουνιστές. Αποκαλούν τιμή για τους κομμουνιστές.”[Λουίς Αραγκόν, «Ο κομμουνιστής άνθρωπος» (μετάφραση Απ. Σπήλιου), Ριζοσπάστης 30/1/1947]
Ο Σοβιετικός συγγραφέας Ιλία Έρενμπουργκ διηγείται στις αναμνήσεις του (Ριζοσπάστης, 15/11/1981) ένα περιστατικό με τον Πικάσο: «Στη Ρώμη, μετά από μια πολυάριθμη συγκέντρωση των «φίλων της ειρήνης», περπατούσα μαζί με τον Πικάσο στους δρόμους. Ήταν μια εργατική συνοικία. Κάποιος αναγνώρισε τον ξακουστό ζωγράφο. Άρχισαν να τον αγκαλιάζουν, τον παρακαλούσαν να χαϊδέψει τα παιδιά τους, του έσφιγγαν τα χέρια. Αυτοί οι άνθρωποι γνώριζαν από τα πολυάριθμα έργα του Πικάσο μόνον το «περιστέρι», που ίσως είχαν κρεμάσει στο σπίτι τους, όμως ήξεραν πως εδώ, δίπλα τους, βρισκόταν ένας μεγάλος άνθρωπος και προσπαθούσαν, όπως μπορούσαν να του δείξουν την αγάπη τους».
Εκείνο που κάνει τον κομμουνιστή Πικάσο καλλιτέχνη του λαού είναι το περιεχόμενο της τέχνης του. Η Γκουέρνικα έγινε αντιπολεμική κραυγή στα πέρατα του κόσμου. Το περιστέρι του διεθνές σύμβολο της ειρήνης. Εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του, οι κάτοικοι ενός μικρού ισπανικού χωριού, μικρά παιδιά και μεγαλύτεροι σε ηλικία, για να τον τιμήσουν, ζωγράφισαν τους τοίχους των σπιτιών τους με έργα του. Αυτά δείχνουν τι θα πει η τέχνη να γίνεται κτήμα του λαού.
Ο Πάμπλο Πικάσο θα παραμείνει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 8 Απρίλη του 1973. Το έργο του θα ριζώσει βαθιά στις καρδιές του ισπανικού λαού και των λαών όλου του κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου