γράφει: Θάνος Ανδρίτσος
αναδημοσίευση από: το Περιοδικό
Περιστατικό 1_ Η Αφορμή: Το καράβι για τον ιό Έμπολα.
Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε η είδηση της διάκρισης μιας ομάδας νέων αρχιτεκτόνων, τελειόφοιτων της Αρχιτεκτονικής του ΑΠΘ, σε φοιτητικό διαγωνισμό της Διεθνούς Ένωσης Αρχιτεκτόνων (UIA). Είναι μια σημαντική διάκριση, που μάλιστα έρχεται μετά από μια σειρά παρεμφερών διακρίσεων για το ίδρυμα και δεν έχω καμιά πρόθεση να την υποβαθμίσω, ούτε να κρίνω τη συγκεκριμένη πρόταση που μου φαίνεται σχεδιαστικά ενδιαφέρουσα. Σπάνια όμως κοιτάμε ποιό ήταν ακριβώς το περιεχόμενο των διάφορων διαγωνισμών που κάποιοι/ες βραβεύονται.
Ο εν λόγω διαγωνισμός, που διοργανώθηκε από το τμήμα Δημόσιας Υγείας της Ένωσης, καλούσε σε προτάσεις για κινητές μονάδες οι οποίες θα αξιοποιούνταν για την άμεση τοποθέτηση και απομόνωση ασθενών από τον ιό Έμπολα. Η προκήρυξη συνοδεύτηκε από μια αναφορά στην παγκοσμιοποίηση και τις τεράστιες εξελίξεις στις μετακινήσεις, οι οποίες εκτός από τα μεγάλα θετικά που προσφέρουν, εμπεριέχουν και τον κίνδυνο της ταχύτατης μετάδοσης θανατηφόρων επιδημιών οι οποίες μπορεί παλαιότερα να έμεναν περιορισμένες σε απομονωμένες περιοχές φτωχών χωρών.
Η πρόταση των συναδέλφων από τη Θεσσαλονίκη, εκτός από τη μορφολογική πρόταση, είχε και ένα –αρκετά ισχυρό- θεωρητικό επιχείρημα. Ότι μια τέτοια μονάδα είναι αναγκαία για την Ελλάδα, μιας και η χώρα είναι ένα από τα βασικά περάσματα στην Ευρώπη μεταναστών από την Αφρική που είναι πιθανό να έχουν προσβληθεί από τον ιό. Ταυτόχρονα, όμως, είναι σημαντικός τουριστικός προορισμός για Ευρωπαίους, οι οποίοι αν έρθουν σε επαφή με ασθενείς, μπορεί να τον εξαπλώσουν στην υπόλοιπη ήπειρο. Δε θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίξουμε ότι κατατίθεται μια πρόταση που θέλει να περιφρουρήσει την υγιή και αναπτυγμένη Ευρώπη από τους άρρωστους και φτωχούς Αφρικανούς φορείς του Έμπολα. Ο κίνδυνος εξάπλωσης του ιού τοποθετείται αποκλειστικά στο πέρασμά του προς τον παγκόσμιο Βορρά. Το τι θα γίνει με την εξάπλωσή του εντός της Αφρικής δεν απασχολεί ούτε τους Έλληνες συμμετέχοντες, ούτε το διαγωνισμό συνολικά. Για να μην είμαι υπερβολικά άδικος απέναντι στους νέους συναδέλφους, σπεύδω να πω ότι και το πρώτο βραβείο αντίστοιχα κοινωνικά και πολιτικά ερωτήματα προκαλεί, αφού προτείνει τη μεταφορά των (πάντα μαύρων) ασθενών μέσω χρωματιστών κοντέινερ.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι συγκεκριμένες προτάσεις, αλλά ότι η ίδια η λογική του διαγωνισμού είναι πολιτικά και κοινωνικά απεχθής. Το ζήτημα του ιού Έμπολα τίθεται δήθεν απο-πολιτικοποιημένα, ως ένα δεδομένο που απλά τροφοδοτεί ένα ενδιαφέρον σενάριο πάνω στο οποίο θα κληθούν να προτείνουν πράγματα οι δημιουργικοί αρχιτέκτονες και δημιουργικές αρχιτεκτόνισσες. Όμως το πού και πώς εξαπλώθηκε, πώς αντιμετωπίστηκε, πώς γιγαντώθηκε η συζήτηση για αυτόν όταν άρχισε να ακουμπά και άλλους πέρα από τους εξαθλιωμένους Αφρικανούς ή ακόμα και το πώς κέντρισε το ενδιαφέρον ενώ τα θύματά του είναι πολύ λιγότερα από άλλες πολύ πιο κοινές αιτίες θανάτου που εξανδραποδίζουν ολόκληρους λαούς λόγω τις φτώχειας και των κακών συνθηκών διατροφής και στέγασης, δεν είναι καθόλου ουδέτερα ή δεδομένα. Όπως δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι η χώρα μας αντιμετωπίζει ή αντιμετώπιζε κάποιον ιδιαίτερο κίνδυνο από τους «άρρωστους λαθρομετανάστες» (όπως σαφώς υπονοεί η ελληνική συμμετοχή), αφού κανένα θύμα του ιού δεν εντοπίστηκε στην Ελλάδα, σε αντίθεση με πολλούς άλλους θανάτους που πράγματι λαμβάνουν χώρα και σχετίζονται με την πτώση του βιοτικού επιπέδου, τη διάλυση της δημόσιας υγείας, τις άγριες συνθήκες εργασίας (για παράδειγμα κάποιος θα μπορούσε κάλλιστα να υποστηρίξει ότι πολύ μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος θανάτου από εργατικά ατυχήματα από ότι από τον ιό Έμπολα, γιατί δε γίνεται ένας διαγωνισμός που να ασχολείται με αυτό;). Αλλά και το θέμα των τόπων απομόνωσης, καραντίνας των ασθενών που τόσο πολύ θυμίζει τα νησιά για τους λεπρούς, γίνεται δεκτό αποϊδεολογικοποιημένα, ως ένα από τα δεδομένα του διαγωνισμού χωρίς καν μια συγκεκριμένη ιατρική υποστήριξή του.
Δεν είναι το πρώτο, ούτε το τελευταίο παράδειγμα αρχιτεκτονικών αναζητήσεων που γίνονται έξω από τα κοινωνικά ερωτήματα που εγείρουν, αποδεχόμενες εν τέλει πλήρως σειρά ταξικά καθορισμένων πολιτικών και ιδεολογημάτων υπέρ των πολιτικά και οικονομικά κυρίαρχων. Θα σας εξιστορήσω άλλα δύο παρόμοια περιστατικά που θυμήθηκα με αυτή την αφορμή…
Περιστατικό 2: Ο Βόλος και η Λάρισα μετά την καταστροφή
Περίπου ένα χρόνο πριν, βρέθηκα για μια διάλεξη σε ένα workshop που λάμβανε χώρα στη σχολή που σπούδασα, την Αρχιτεκτονική του Βόλου. Την οργάνωση είχε αναλάβει το Ελληνικό Τμήμα της UIA στα πλαίσια ενός προγράμματος με την UNESCO για τις «ενδιάμεσες πόλεις» (τις πόλεις από 500.000 μέχρι 2.000.000 κατοίκους). Το θέμα του εργαστηρίου ήταν η σχέση του Βόλου και της Λάρισας –ως δύο πόλοι ενός ενιαίου χωρικά διπόλου- και η εξέλιξη τους σε καιρούς οικονομικής κρίσης.
Οι συμμετέχοντες/ουσες, στα πλαίσια του εργαστηρίου, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες. Η εργασία τους ήταν να παρουσιάσουν προτάσεις με βάση κάποια «ακραία» σενάρια εξέλιξης των πόλεων τις επόμενες δεκαετίες. Το πρώτο (και πιο «μετριοπαθές») σενάριο ήταν ότι σχεδόν όλη η Θεσσαλία θα μετατραπεί σε αγροτουριστικό πάρκο, όπου οι επισκέπτες θα λειτουργούν τα χωράφια και θα διαμένουν σε παλιά αγροτικά οικήματα. Το δεύτερο υπολόγιζε τη ραγδαία αύξηση του τουρισμού από κρουαζιέρες καθώς το λιμάνι του Βόλου θα δέχεται καθημερινά δύο τεράστια κρουαζιερόπλοια χωρητικότητας 1500 επιβατών το καθένα. Με αυτό ως δεδομένο, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες σχεδίαζαν κάποιους πιθανούς προορισμούς για τους τουρίστες, όπως για παράδειγμα το επιβλητικό εργοστάσιο της ΑΓΕΤ στην Αγριά που μετατρέπεται σε drive in σινεμά και η λίμνη Κάρλα που γίνεται Disneyland με παιχνίδια και ρόδες σαν το London Eye. Το τρίτο σενάριο που έφερε ανατριχιαστικές σκέψεις στο μυαλό, ήταν η δημιουργία σε μια τεράστια έκταση μεταξύ των δύο πόλεων, ενός στρατοπέδου εργασίας, στο οποίο θα διαμένουν φτωχοί, άνεργοι, μετανάστες, ανύπαντρες μητέρες κ.α. Όταν αναδείχθηκε από τους καθηγητές η μακάβρια ομοιότητα αυτής της πρότασης με το ναζισμό, η απάντηση ήταν ότι ο κόσμος εκεί θα πηγαίνει οικειοθελώς γιατί οι οικονομικές συνθήκες θα είναι πολύ χειρότερες καθώς η κρίση θα χειροτερεύει.
Το τελευταίο στοιχείο είναι και το πιο σοκαριστικό. Οι δυστοπικές αυτές προτάσεις δεν έγιναν σαν κάποιας μορφής σχόλιο στην κοινωνία μας που μετατρέπεται σε φυλακή, δεν έχουν μια οργουελική υπερβολή, δεν είναι καν διασκεδαστικές καλλιτεχνικές χειρονομίες. Για το σύνολο των φοιτητών και φοιτητριών, το μέλλον των τόπων αυτών ήταν δεδομένα η καταστροφή. Σε όλα τα σενάρια οι «παλιές» πόλεις ήταν πια ερείπια, καμία οικονομική δραστηριότητα δεν λάμβανε χώρα σε αυτές, κανένας και καμιά δε ζούσαν πια εκεί. 20 χρόνια από σήμερα και η Θεσσαλία, με τον κάμπο και το Πήλιο, την παραλία και τα χωρία, είναι πια ένας κενός τόπος για τους αρχιτέκτονες που σχεδιάζουν και τους τουρίστες που έρχονται από αλλού. Δεν έχει κατοίκους, δεν έχει ιστορία, δεν έχει τοπία, δεν έχει πολιτισμό. Οι διαλέξεις που έγιναν και η βιβλιογραφία για τις χωροταξικές πολιτικές και την περιφερειακή ανάπτυξη δεν παίζουν απολύτως κανένα ρόλο. Οι κοινωνικές ανάγκες, η ζωή των τωρινών και μελλοντικών γενεών, επίσης. Ακόμα και αυτό καθ’αυτό το σενάριο που περιγράφεται δεν σημαίνει κάτι. Απλά είναι η βάση για να γίνουν φαντασμαγορικές τρισδιάστατες απεικονίσεις. Οι συμμετέχοντες/ουσες δεν ήταν φασίστες που αρέσκονται στο να κλείνουν τους μετανάστες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ούτε στυγεροί οικονομικοί δολοφόνοι που θέλουν τα πάντα να θυσιαστούν στο βωμό του τουρισμού. Ήταν σχεδιαστές, που δεν τους ένοιαζε αν το σενάριο που πρότειναν σήμαινε κοινωνική γενοκτονία. Μόνο η τελική χωρική μορφή που πρότειναν είχε σημασία.
Περιστατικό 3: Η Νέα Υόρκη στο μέλλον.
Παρόμοια περίπτωση με αυτή του Βόλου, ήταν μια έκθεση στην οποία βρέθηκα τυχαία πριν μερικά χρόνια στη Νέα Υόρκη. Δε θυμάμαι ακριβώς το πλαίσιο, το σίγουρο είναι ότι επρόκειτο και πάλι για αρχιτεκτονικό διαγωνισμό που σαν αντικείμενο είχε σενάρια για το μέλλον στην αμερικάνικη μητρόπολη.
Σχεδόν όλα τα παραδείγματα που θυμάμαι είχαν το ίδιο δυστοπικό μοτίβο. Ένα περιέγραφε την επίθεση από φανατικούς ισλαμιστές (αλήθεια, είχε εικόνες με μέλη της Αλ Κάιντα κ.α), ένα δεύτερο το ενδεχόμενο τυφλής έκρηξης βίας (κάτι που μάλλον συμβαίνει συχνότερα), το πιο χρήσιμο μελετούσε το θέμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της αύξησής της στάθμης της θάλασσας, ενώ ένα άλλο ανησυχούσε για την επιδρομή εξωγήινων.
Το σήμερα χειρότερο απ’ το χθες, και το αύριο απ’ το σήμερα θε να ναι.
Μπορεί να είχαν ένα «παιχινιδιάρικο» τόνο τα παραδείγματα αυτά, όμως κάποια συμπεράσματα είναι πολύ σοβαρά. Όταν ερωτήθηκαν οι αρχιτέκτονες και αρχιτεκτόνισσες πώς θα μπορούσε να είναι το μέλλον, κανείς και καμιά δεν διανοήθηκαν να οραματιστούν μια καλύτερη κοινωνία. Δεν ονειρεύτηκαν οι άνθρωποι να ζουν όμορφα και ελεύθερα και όχι βουτηγμένοι στο θάνατο και τη φτώχεια. Νέα παιδιά στο Βόλο δεν δοκίμασαν να πειραματιστούν με οράματα για μια διαφορετική συλλογική ζωή, για πόλεις που θα ζουν καλύτερα οι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά απαλλαγμένοι από το άγχος της καθημερινής επιβίωσης, δεν συλλογίστηκαν αν θα μπορούσε να παράγεται αλλιώς ο πλούτος, αν θα μπορούσαν τα ανεκμετάλλευτα χωράφια να καλλιεργηθούν αλλιώς, αν τα εργοστάσια θα ήταν τα ίδια ή διαφορετικά. Να σκεφτούν και να σχεδιάσουν ξεχνώντας τα κριτήρια της αγοράς και της ιδιοκτησίας της γης αλλά με βάση το κριτήριο της βελτίωσης της ζωής των κατοίκων.
Η πορεία προς την καταστροφή παρουσιάζεται ως αναπότρεπτη. Το ζήτημα για τους αρχιτέκτονες δεν είναι να αμφισβητήσουν την πορεία αυτή –κάτι τέτοιο θα ήταν ίσως μια τραγική πολιτικοποίηση της Τέχνης με Τ κεφαλαίο-, αλλά να βρουν προκλητικές μορφολογικές λύσεις για το δυσοίωνο μέλλον που σίγουρα έρχεται. Ή και να μην έρχεται δεν έγινε και τίποτα, εμείς ένα αστείο κάναμε.
Πανίσχυρες δυστοπίες και δειλές ουτοπίες.
Θα μπορούσε πράγματι κανείς να μην είναι τόσο αυστηρός ή μίζερος (ιδιότητες που μάλλον κατέχω) και να δει με δημιουργική και «χαβαλεδιάρικη» ματιά τέτοια project. Όμως δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα. Ο διαγωνισμός για τον ιό Έμπολα δεν ήταν σενάριο φαντασίας, αλλά συγκεκριμένος διαγωνισμός με πολύ προσδιορισμένο θέμα. Ο σχεδιασμός ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης δεν είναι και τόσο φανταστικό σενάριο σε μια χώρα που οικοδομήθηκαν πραγματικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το σενάριο της κατάληψης των τόπων μας από αχόρταγους τουρίστες δεν ακούγεται σαν αστείο σε μια χώρα τεμαχισμένη που τα καλύτερα κομμάτια του εδάφους της παζαρεύονται από το ΤΑΙΠΕΔ. H οχύρωση των αμερικάνικων πόλεων από αναρίθμητους εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς, από τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας, μετατράπηκαν σε συγκεκριμένες πολεοδομικές πολιτικές και αρχιτεκτονικές πρακτικές που εφαρμόζονται εδώ και χρόνια με πρωταγωνιστές σταρ της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής σαν τον Frank Gehry που ο Mike Davis στο City of Quartz παρομοιάζει με τον ψυχοπαθή αστυνόμο Harry Callahan της ταινίας Dirty Harry.
Χρειάζεται να επανεκκινήσουμε τη ριζοσπαστική φαντασία, ίσως και τον ουτοπικό πειραματισμό, για το μέλλον των πόλεων και της ζωής μας σε αυτές. Μια αρχιτεκτονική που αποδέχεται άκριτα την κοινωνική πραγματικότητα και σχεδιάζει για να ικανοποιήσει ή να εντυπωσιάσει τις πολιτικές ελίτ, είναι μια αρχιτεκτονική νεκρή, απογυμνωμένη από το ανθρωπιστικό της πρόσημο και καθήκον, ένας γελωτοποιός της αυλής.
Πώς όμως θα μπορέσει να έρθει η αρχιτεκτονική ξανά κοντά στη μεγάλη υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης; Πώς θα ξεπεράσει το πλήγμα των αποτυχημένων προσπαθειών χωρικών αποτυπώσεων μιας μελλοντικής κοινωνίας που ποτέ δεν ήρθε; Πώς θα επουλωθεί το τραύμα των ουτοπιών που γύρισαν στο αντίθετό τους, των μεγάλων οραμάτων που απέτυχαν ή ακόμα χειρότερα έγιναν εργαλεία σταθεροποίησης του εκμεταλλευτικού συστήματος;
Χρειάζεται πολλή συζήτηση για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα, και σίγουρα δεν επιδιώκει κάτι τέτοιο το παρόν κείμενο. Πέρασαν αρκετές δεκαετίες με το φόβο ή τον χλευασμό των μεγάλων αφηγήσεων για την κοινωνική απελευθέρωση. Πέρασαν χρόνια από τότε που αποδέχτηκαν πολλοί αρχιτέκτονες τη θέση των αρχών της μετανεωτερικότητας, όπως διατυπώθηκε από τον Aldo Rossi: «Σε τι λοιπόν θα μπορούσα να προσβλέπω στο επάγγελμά μου; Σίγουρα σε μικρά πράγματα, αφού είδαμε ότι η δυνατότητα για μεγάλα αποπέμφθηκε από την ιστορία».
Όμως όσο οι ουτοπίες φοβούνταν να βγουν στον ήλιο, όσο οι αφηγήσεις αρνούνταν να μεγαλώσουν, όσο τα μεγάλα σχέδια και τα κοινωνικά πρόσημα της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας φάνταζαν παρωχημένα και γραφικά, η ιστορία δεν έμενε στατική. Τις μεγαλύτερες από τις πιο μεγάλες αφηγήσεις κατέθεσε και σε μεγάλο βαθμό υλοποίησε το παγκόσμιο κεφάλαιο τα τελευταία χρόνια. Σε επίπεδο συνολικής κοινωνικής οργάνωσης, μέσα από την τρομακτική αντεπανάσταση που ακόμα καταστρέφει όσα κατακτούσαν οι εργαζόμενοι για δεκαετίες. Αλλά και στο επίπεδο της πόλης και του χώρου. Πλέον δεν ζούμε στα χρόνια που αρκούσε η αποδοχή και η αρχιτεκτονική περιβολή της κυρίαρχης ιδεολογίας και της λειτουργίας της αγοράς. Τώρα επιστρατεύεται η αρχιτεκτονική για την επιθετική επιβολή των πιο ακραίων ταξικών πολιτικών του σύγχρονου καπιταλισμού. Τι άλλο από μια αποφασιστική, ατρόμητη, πανίσχυρη δυστοπία, μια μεγάλη αλλά καταστροφική αφήγηση είναι η εικόνα των πόλεων που χτίζονται σε λίγους μήνες στην Κίνα χωρίς καμία ανάγκη στέγασης, του άνευ νοήματος διαγωνισμού αρχιτεκτονημάτων στο Ντουμπάι, των κερδοσκοπικών εκρήξεων σε πόλεις σαν το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη που προσφέρονται στο παγκόσμιο κεφάλαιο και γίνονται απόρθητα κάστρα για τους κατοίκους, των οχυρωμένων αστικών κέντρων με συρματοπλέγματα και κλούβες, των διαιρεμένων πόλεων που ένας μόλις δρόμος μπορεί να χωρίζει τις χλιδάτες επαύλεις από τις χειρότερες παραγκουπόλεις, των αστέγων να πεθαίνουν στο κρύο έξω από ανεκμετάλλευτα οικήματα κ.α.;
Μα και στην Ελλάδα, την ώρα που δειλιάζαμε να οραματιστούμε τον χώρο αλλιώς, κάποιοι άλλοι το έκαναν. Το έκαναν οι διεθνείς τοκογλύφοι που βουτάνε κοψοχρονιά τα πιο πολύτιμα φυσικά τοπία, το έκαναν οι τουριστικές επιχειρήσεις, το έκαναν οι χρηματιστές που παίρνουν τα σπίτια του κόσμου, οι «κοινωφελείς» επιχειρηματίες της Πανεπιστημίου και του Φαλήρου. Το έκαναν τα εφοπλιστικά και ποδοσφαιρικά δίκτυα και πήραν τη δημαρχεία του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας. Το έκανε και μια συμμορία ημιπαράνομων μπράβων και πήραν την πόλη του Βόλου.
Φαίνονται κάπως άστοχοι οι παραλληλισμοί, όμως θέλω να επισημάνω ότι σε αυτή την αντιδραστική επέλαση στην πόλη, οι διαφωνούντες μέναμε συνήθως στο επίπεδο της κριτικής και της άρνησης των οραμάτων των αντιπάλων μας. Πολύ συχνά επιβάλλονταν πτυχές μιας διαφορετικής αντίληψης για την πόλη, μέσα από τους αγώνες, την αλληλεγγύη, την επανάκτηση του δημόσιου χώρου. Όμως και πάλι, ούτε πριν, ούτε και σήμερα αντιτάχθηκε ένα άλλο όραμα για την καθημερινή μας ζωή.
Δεν ξέρω αν θα μπορούσε η αρχιτεκτονική να σχεδιάσει το χώρο ενός διαφορετικού χρόνου, ενός καλύτερου μέλλοντος. Στην ιστορία φάνηκαν τα όρια των δυνατοτήτων των χωρικών μορφών να επηρεάσουν κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις (βέβαια και το να κατηγορείς ένα κτίριο ή ένα σχέδιο για τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που ζουν οι κάτοικοί του είναι αμφισβητήσιμο αλλά αυτό οφείλει να συζητηθεί άλλη φορά). Μπορούν όμως να υπάρξουν νέες ουτοπίες, αν όχι των μορφών σίγουρα των διαδικασιών που παράγουν τις μορφές, όπως θα το περιέγραφε ο David Harvey. Ένας ριζοσπαστικός ουτοπισμός που τολμά στο σήμερα να οραματιστεί, ακόμα και να πειραματιστεί χωρικά, μια πόλη και μια ζωή σε αυτήν διαφορετική, που να καθορίζεται από τις υλικές ανάγκες των κατοίκων και όχι από την κερδοσκοπία ή τον κρατικό αυταρχισμό και χωρίς διακρίσεις σε τάξη, εθνικότητα, φύλο και σεξουαλικότητα. Και μας πονά δύο και τρεις φορές, όταν η αλλαγή στην εθνική ή τις τοπικές κυβερνήσεις, αρνείται να τροφοδοτήσει μια τέτοια ριζοσπαστική φαντασία και πρακτική, φοβάται ή αδυνατεί να οικοδομήσει μια διαφορετική αντίληψη για το σε ποιόν ανήκει η πόλη.
Μπορεί σήμερα να μην είμαστε τόσο εύπιστοι για τη δυνατότητα της αρχιτεκτονικής να αλλάξει την κοινωνία. Δεν ξέρω αν ήμασταν και ποτέ πραγματικά. Όμως υπάρχουν τόσα και τόσα πράγματα που θα μπορούσε να κάνει, πολύ πιο χρήσιμα από το σχεδιασμό των αστικών φαντασιώσεων ή εφιαλτών. Μόνο έτσι και ο σχεδιασμός θα γίνει ένα χρήσιμο εργαλείο για την βελτίωση της ζωής των ανθρώπων και όχι μια ανούσια και αυτάρεσκη δραστηριότητα.
Υ.Γ.: Θέλω ειλικρινά να πω ότι καμία διάθεση δεν έχω να κρίνω την ποιότητα της δουλειάς συναδέλφων/φισσών και φοιτητών/τριων και να αξιολογήσω τις ικανότητές τους στο σχεδιασμό. Προερχόμενος από τον χώρο της αρχιτεκτονικής, δεν έβρισκα ποτέ συμπαθητικό τον ανταγωνισμό και τις αλληλοκατηγορίες. Μπορεί να εκληφθούν κάποια σημεία ως μια σκληρή και άδικη κριτική, αλλά αυτή καθόλου δεν στοχεύει στο να μειώσει την αξία κανενός και καμιάς. Καλώς ή κακώς, η θεωρία της πόλης και της αρχιτεκτονικής δε μπορεί παρά να είναι ένα διαρκές πεδίο σκληρής αντιπαράθεσης. Δεν είναι αβασάνιστοι περίπατοι, αλλά δύσβατοι δρόμοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου