9 Απριλίου 2017

Κατοικία: δικαίωμα ή εμπόρευμα?

Το ζήτημα της κατοικίας αποτελεί σίγουρα ένα αντικείμενο που όλες και όλοι έχουμε, κάποια στιγμή, ασχοληθεί ή θα ασχοληθούμε κατά τη διάρκεια των σπουδών μας αλλά και έπειτα. Δυστυχώς πολλές φορές στη σχολή μας ξεκινάμε και καταλήγουμε να καταπιανόμαστε μόνο με τα υλικά , το εκκεντρικό design, ή ακόμα το γήπεδο γκολφ που μπορεί κάποιος να έχει στην αυλή του, χωρίς να αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που σχεδιάζω και για ποιον. Χωρίς, πολλές φορές, καν να σκεφτούμε πως υπάρχει κάτι πάνω και πέρα από τα κριτήρια σχεδιασμού που μπαίνουν στη σχολή: το ίδιο το βασικό και θεμελιώδες δικαίωμα στην κατοικία, το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να έχει το δικό του σπίτι με τα απαραίτητα αγαθά (ρεύμα, νερό κλπ).

Αυτή η ανάγκη-δικαίωμα δεν είναι κάτι καινούργιο, ωστόσο δεν είναι για όλους αυτονόητο. Παραδείγματα του παρελθόντος μπορούν να δείξουν αυτή τη μεγάλη αντίθεση. Μετά από τις μεγάλες επαναστάσεις του προηγούμενου αιώνα, βλέπουμε σε σοσιαλιστικά κράτη -εξετάζοντάς τα πάντα με μια ιδιαίτερα κριτική ματιά ως προς τα θετικά αλλά και τα αρνητικά τους- η κατοικία να αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός και της καθεμίας. Αυτό σημαίνει αυτόματα πως όλες και όλοι είχανε πρόσβαση σε κατοικίες ανάλογες με τις ανάγκες τους με εξασφαλισμένο ρεύμα και νερό και ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης. Βέβαια, παρόμοιου τύπου δομές κοινωνικής κατοίκησης μπορεί να συναντάμε και στα κράτη της καπιταλιστικής Δύσης κατά την περίοδο του Ψυχρού πολέμου, με διαφορετικό ωστόσο χαρακτήρα[1] . Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι εκείνη την περίοδο, η σοσιαλιστική προοπτική αποτελούσε απειλή για το κεφάλαιο, γεγονός που τα εξανάγκαζε σε τέτοιου είδους κοινωνικές παροχές όπως η κατοικία. Ταυτόχρονα, μια τέτοια κίνηση αποτελούσε προσπάθεια από πλευράς κράτους, να δείξει ένα πιο κοινωνικό πρόσωπο και να "κερδίσει" την κοινωνική συναίνεση στην ασκούμενη πολιτική γενικότερα. Εξ’ άλλου, αυτό μπορούμε να το δούμε και με την έξαρση της κοινωνικής κατοικίας κατά τις δεκαετίες του ’60- ’70 στην δυτική Ευρώπη, τόσο σε πρακτικό όσο και σε θεωρητικό επίπεδο[2]. Στον ελλαδικό χώρο αυτή η συνθήκη της κοινωνικής κατοίκησης εμφανίζεται κατά τις δεκαετίες ’80 – ’90, με τον όρο "εργατικές κατοικίες", όπως θα τις γνωρίζουμε όλες και όλοι.


Ωστόσο, κατά τη δεκαετία του '90 και με την πτώση των σοσιαλιστικών κρατών, οι κοινωνικές παροχές καταργούνται και τα αγαθά που παρέχονταν αυτονόητα σε κάθε άνθρωπο, αποτελούν πια νέο πεδίο επένδυσης και κερδοφορίας του κεφαλαίου, που πια εισρέει για τα καλά σε αυτά. Έτσι λοιπόν τα δημόσια αγαθά τίθενται προς πώληση. Η κατοικία προφανώς δε θα μπορούσε να γλυτώσει από αυτή τη διαδικασία. Ιδιωτικοποιείται και περνάει με συντεταγμένες κινήσεις από τα χέρια των πολλών στα χέρια των λίγων. Εγγυητής αυτής της "μεταβίβασης" της κατοικίας στα χέρια του κεφαλαίου είναι το ίδιο το κράτος, στο πλαίσιο γενικότερων μεταρρυθμίσεων εκείνης της περιόδου με σκοπό την "ολοκληρωτική έξοδο" στην ελεύθερη αγορά.
Σήμερα δε βιώνουμε μια τέτοια κατάσταση, αλλά βιώνουμε μια βαθιά περίοδο δομικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος, χωρίς ορίζοντα διεξόδου από πλευράς κεφαλαίου και συνεπώς τέτοιου τύπου "παροχές" δε μπορεί να υπάρξουν. Αντίθετα κάθε κοινωνικό αγαθό μετατρέπεται σε εμπόρευμα και πεδίο κερδοφορίας. Αυτό ισχύει γενικά για το καπιταλιστικό σύστημα, απλά σε περιόδους κρίσης εντείνεται και γίνεται πιο επιτακτικό. Και προφανώς η συσσώρευση ακίνητης περιουσίας στα χέρια του κεφαλαίου είναι επιτακτική καθώς αποτελεί επένδυση και πεδίο κερδοφορίας, είτε μέσω πώλησης είτε μέσω ενοικίασής της, όπως ήδη αναφέραμε πιο πάνω.

Τι συμβαίνει όμως στις περιπτώσεις όπου το κράτος δε μετείχε στην πορεία απόκτησης κατοικίας; Τι συνέβαινε στις περιπτώσεις όπου κάποιος κατάφερνε να αποκτήσει το σπίτι του, που πολλές φορές σήμαινε να το χτίσει μόνος του, και να κατοικήσει σε αυτό (περίπτωση ιδιοκατοίκησης); Το φαινόμενο αυτό είναι πολύ περισσότερο κοντά στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά και γενικότερα στην πραγματικότητα των χωρών του ευρωπαϊκού νότου. Και ακριβώς επειδή τα επίπεδα της ιδιοκατοίκησης είναι αρκετά υψηλά στη χώρα μας, για τη μεριά του κεφαλαίου η κατάσταση αυτή πρέπει να αλλάξει. Έτσι, η πρώτη κατοικία τίθεται υπό αμφισβήτηση ακόμη και από την πλευρά του αστικού κράτους. Ηδη η ΕΕ εχει προσπαθήσει και καταφέρει σε μεγάλο βαθμό στα διάφορα κράτη της να μειώσει ραγδαία το ποσοστό ιδιοκατοίκησης. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα, ήδη από το πρώτο μνημόνιο θέλησαν να ανοίξουν το δρόμο για την αρπαγή της πρώτης κατοικίας για να φτάσουμε στο σήμερα με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να εφαρμόζει στο έπακρον το μέτρο αυτό [3].

Γίνεται, λοιπόν, ξεκάθαρο πως η ακίνητη περιουσία πρέπει να περάσει στα χέρια του ιδιωτικού κεφαλαίου για τους ίδιους λόγους που ήδη αναφέραμε. Εγγυητής σε αυτή τη διαδικασία αλλά και μεσολαβητής δεν είναι μόνο το κράτος, αλλά και το τραπεζικό σύστημα. Η διαδικασία ήταν η εξής: ληστρικά δάνεια παρέχονταν τα προηγούμενα χρόνια με αβάσταχτους όρους για του δανειζόμενους, με αποτέλεσμα να καταλήγουν σήμερα στα γνωστά "κόκκινα δάνεια" και πολλά από αυτά (αν όχι όλα)με τη σειρά τους σε πλειστηριασμούς. Πλειστηριασμοί που μάλιστα αφορούσαν και αφορούν πρώτες κατοικίες και μαγαζιά που σε πολλές περιπτώσεις είναι κύρια πηγή εισοδήματος για ολόκληρες οικογένειες. Και κάπως έτσι, δημιουργείται μια νέα τάξη αστέγων, ενώ το οικιστικό απόθεμα εξακολουθεί να υπάρχει και να συσσωρεύεται στα χέρια λίγων.
Το ακόμη πιο τραγικό ίσως σε αυτή την κατάσταση είναι ότι πολλές φορές κι εμείς οι αρχιτέκτονες ερχόμαστε αντιμέτωποι/ες με διαχειριστικές λογικές δημιουργώντας διάφορες δομές ή installations μέσα στην πόλη για την υποδοχή αστέγων, νομίζοντας ότι μόνο έτσι μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα. Δεν ειναι λίγα τα workshop που κυκλοφορούν με τέτοια θεματική. Ξεχνώντας τελείως το δικαίωμα κάθε ανθρώπου στην κατοικία, σε μια αξιοπρεπή κατοικία. Και το ζήτημα είναι πως το πρόβλημα σίγουρα δεν λύνεται με τη δημιουργία στεγάστρων για προστασία από τη βροχή αλλά λύνεται εν τη γενέσει του και με την κάλυψη των αναγκών της πληττόμενης πλειοψηφίας.

Έτσι, όπως το αντιμετώπισαν οι κάτοικοι στις Ισπανικές πόλεις σχηματίζοντας αλυσίδες για να σταματήσουν εξώσεις και πλειστηριασμούς γειτόνων τους έτσι και εμείς εδώ και 2 χρόνια καταφέρνουμε μαζικά να επιβάλουμε το σταμάτημα πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας λαϊκών οικογενειών στα Ειρηνοδικεία σε πολλές πόλεις, όπως και στην πόλη μας [μαζί με το συντονισμό συλλογικοτήτων Θεσσαλονίκης]. Εκεί όπου το κίνημα δείχνει τη δύναμή του από τα κάτω κάθε Τετάρτη και νικάει, αποτρέποντας τους πλειστηριασμούς πρώτων κατοικιών, λαϊκών κατοικιών από τράπεζες και κράτος. Κι εμείς σα φοιτήτριες και φοιτητές αρχιτεκτονικής θα πρέπει να παλεύουμε ώστε το δικαίωμα στην κατοικία να μην αμφισβητείται από καμία κυβέρνηση και ΕΕ. Γιατί η πραγματική ουσία του αντικειμένου των σπουδών μας αλλά και της αρχιτεκτονικής στο σύνολό της δε βρίσκεται σε αυτές τις "μισές" λύσεις, αλλά στην κάλυψη των πραγματικών αναγκών όχι μόνο για την κατοικία, αλλά για ανοιχτό, προσβάσιμο και ποιοτικό δημόσιο χώρο για όλες και όλους, σχολεία για τις ανάγκες των μαθητών και όχι της αγοράς και στην τελική ένα διαφορετικό κόσμο. Προφανώς αυτό δεν είναι κάτι που θα μας δοθεί απλόχερα, αλλά θα πρέπει εμείς οι ίδιες και οι ίδιοι να παλέψουμε ώστε να γίνει πραγματικότητα. Ξεκινώντας από τα βασικά, για να μπορέσουμε να ζήσουμε όλες και όλοι αξιοπρεπώς θα πρέπει να διεκδικούμε και να φωνάζουμε ότι το ρεύμα, το νερό, η υγεία, η παιδεία, και φυσικά η κατοικία: ΔΕΝ ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΟΥΤΕ ΕΚΠΟΙΟΥΝΤΑΙ!!!

Ραντεβού κάθε Τετάρτη στις 15:30 στα δικαστήρια




[1]στα καπιταλιστικά κράτη η παροχή της κοινωνικής κατοικίας είχε να κάνει όχι με δωρεάν παροχή εξ'ολοκλήρου, όπως στα σοσιαλιστικά, αλλά αφορούσε περισσότερο ευνοϊκούς όρους δανεισμού από το ίδιο το κράτος ή και από τράπεζα η οποία χορειγούσε δάνειο με χαμηλό επιτόκιο όπου πάλι το κράτος έμπαινε ως εγγυητής

[2]η κοινωνική κατοικία δεν αποτέλεσε μόνο εργολαβικό έργο ώστε να καλύψουν οικιστικές ανάγκες, αλλά αποτέλεσε πεδίο συζητήσεων και θεωρητικών αναζητήσεων από ολόκληρα αρχιτεκτονικά ρεύμετα της περιόδου που ασχολούνταν με το δικαίωμα στην πόλη και τη διεκδίκηση της πόλης από τους ίδιους τους χρήστες (βλ. CIAM, Team X, κ.ά.)

[3] βέβαια η κυβέρνηση δεν αρκείται μόνο στην εφαρμογή του μέτρου αυτού, αλλά προχωρά με περίσσιο θράσσος στη συκοφαντία του ίδιου του κινήματος των πλειστηριασμών, παρουσιάζοντάς το ως υπερασπιστές των πλουσίων, καθώς εμποδίζει τη "δίκαιη" κυβέρνηση να βγάζει τις βίλες των πλουσίων σε πλειστηριασμό, όταν γνωρίζουν πως οι πλειστηριασμοί αφορούν λαϊκές πρώτες κατοικίες και μικρομάγαζα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου