του Κωστή Μασούρα
Αν το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο μπορούσε να πάρει κάποια υλική μορφή, αυτή θα μπορούσε να είναι ένα οικοδομικό γιαπί. Λίγα οικονομικοκοινωνικά μορφώματα συμπυκνώνουν και αποτυπώνουν με τόση πληρότητα κι ενάργεια τους βασικούς όρους του κεφαλαιοκρατικού συμβολαίου, όπως συμβαίνει στην οικοδομή: Τον καταμερισμό χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, το κέρδος ως άμεση δυνατότητα που παρέχει η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και της γης, τη λειτουργία της γαιοπροσόδου, την κατακόρυφη διάρθρωση και την ιεραρχία της παραγωγικής διαδικασίας, τους όρους παρεμβολής της τεχνολογικής εξέλιξης στις παραγωγικές σχέσεις και το προϊόν της εργασίας, ακόμη και τη λειτουργία του “έθνους”. Στην οικοδομή αποκαλύπτεται σε όλη του τη γύμνια και την καθαρότητα, αυτό που στη σύγχρονη ιστορική συγκυρία συντηρείται συγκεκαλυμμένο: Η ύπαρξη και η διάκριση των κοινωνικών τάξεων, η αλληλοπλοκή και η μεταξύ τους διαπάλη, αλλά και η αλλοτρίωση της εργατικής τάξης με το προϊόν της εργασίας της, μέσα στο διαρκή αγώνα για την επιβίωση της.
Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, ο κεντρικός χαρακτήρας που έλαβε η οικοδομική δραστηριότητα στην οικονομική και ζωή του τόπου, κατέστησε την οικοδομή βασικό δέκτη και δείκτη των μεταβολών σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Πριν λίγα χρόνια λοιπόν, η οικοδομή μας αποκάλυψε έναν ακόμη, σχεδόν απωθημένο και αποσιωπημένο, άγραφο κανόνα του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικού συμβολαίου: Την “κρίση” και αυτόν που καλείται να την πληρώσει. Την πενταετία 2008-2012 η οικοδομική δραστηριότητα στην κατασκευή νέου οικοδομικού αποθέματος μειώθηκε κατά 80% ακριβώς (από 77,85 εκατ. κ.μ. το 2007 σε 15,57 εκατ. κ.μ το 2012), ενώ προσδιορισμένη στην ανέγερση νέων οικοδομών η μείωση έφτασε στο 84,7% (από 62,83 εκατ. κ.μ. το 2007 σε 9,58 εκατ. κ.μ. το 2012). Τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αποδεικνύουν ότι το 2013 η καθοδική πορεία της οικοδομικής δραστηριότητας συνεχίστηκε με ακόμη μεγαλύτερη μείωση του εκτελούμενου οικοδομοτεχνικού έργου. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, εκτιμάται ότι από το 2008 πάνω 200.000 θέσεις εργασίας στον κλάδο έχουν χαθεί.
Η ΑΝΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ, ΩΣ ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Όπως συμβαίνει μπροστά σε κάθε νέο και ανοίκειο σκηνικό της ιστορίας, έτσι και το οικονομικό σοκ που προκάλεσε η θεαματική πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας, συνοδεύτηκε από την εμφάνιση μίας σειράς μύθων για την προοπτική και τους τρόπους ανάκαμψης της οικοδομής. Πολλώ δε παραπάνω, όταν οι μύθοι της ανάκαμψης αποτέλεσαν συχνά τεχνητό κατασκεύασμα των υπαιτίων της κρίσης, του κεφαλαίου και των κυβερνήσεων του, για την αποφυγή των ευθυνών τους και για τη συνέχιση της ίδιας αντιλαϊκής πολιτικής με το ελάχιστο δυνατό κοινωνικό και πολιτικό κόστος.
Ο πρώτος μύθος που συνόδευσε την καταρρέουσα οικοδομική δραστηριότητα είναι το υψηλό κόστος κατασκευής. Υπό το γενικό πρόσταγμα της «μείωσης του κόστους», η κυβέρνηση καθιέρωσε βάσει του ν.4046/2012τη νέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τα οικοδομοτεχνικά έργα που οδήγησε στη μείωση 50-60% των άμεσων αποδοχών του εργατοτεχνικού προσωπικού και σε αντίστοιχη μείωση των ενσήμων του ΙΚΑ, των δώρων, των συντάξεων κλπ.
|
ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΤΗΣ ΑΠΟ 14/7/2009
Σ.Σ.Ε. ΕΡΓΑΤΟΤΕΧΝΙΤΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ
Σ.Σ.Ε. ΕΡΓΑΤΟΤΕΧΝΙΤΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝΑΦΩΝ ΚΛΑΔΩΝ
Από 1/1/2009-31/12/2009
ΑΓΑΜΟΙ
|
ΕΓΓΑΜΟΙ
| |
ΤΕΧΝΙΤΕΣ | ||
Χωρίς προϋπηρεσία
|
61,93€
|
68,12€
|
Με 1 τριετία
|
65,03€
|
71,22€
|
Με 2 τριετίες
|
68,12€
|
74,32€
|
Με 3 τριετίες
|
71,22€
|
77,41€
|
Με 4 τριετίες
|
74,32€
|
80,51€
|
Με 5 τριετίες
|
77,41€
|
83,61€
|
Με 6 τριετίες
|
80,51€
|
86,70€
|
Με 7 τριετίες
|
83,61€
|
89,80€
|
Αντίστοιχα, η απελευθέρωση των ελάχιστων αμοιβών των μηχανικών που θεσπίστηκε με το ν.3919/2011οδήγησε σε μείωση των αποδοχών που φτάνει πλέον σε επίπεδα έως 30% των αρχικών τιμών για εργασίες μελέτης, επίβλεψης και γενικής επιστασίας μηχανικών στο παραγόμενο οικοδομοτεχνικό έργο.
Παρά τη ραγδαία μείωση του εργατικού κόστους, το σύνολο κόστος της κατασκευής οικοδομής παρέμεινε στα ίδια επίπεδα. Η κυβέρνηση εφάρμοσε μία σκληρή πολιτική περικοπών μόνο ως προς το κόστος εργασίας, τη στιγμή που με νομοθετικές παρεμβάσεις της αύξησε δραματικά το κόστος προμήθειας υλικών και άλλων υπηρεσιών. Η αύξηση του ΦΠΑ από 18% σε 23%, η επιβολή αυξημένου φόρου πετρελαίου με συνέπεια την αύξηση των τιμολογίων σε πολλά υλικά παράγωγά του και στο κόστος μεταφοράς, η υποχρέωση χρήσης πανάκριβων υλικών και υπηρεσιών βάσει σχετικών προδιαγραφών (βλέπε ΚΕΝΑΚ) με αμφίβολη χρησιμότητα ως προς το αποτέλεσμά τους (βλέπε μονωτικό σφράγισμα των νέων κτιρίων με περιορισμό της δυνατότητας διαπνοής τους, υποχρεωτική χρήση φυσικού αερίου κλπ) προς όφελος των αντίστοιχων εταιριών παρασκευής και προμήθειάς υλικών και υπηρεσιών και, τέλος, η αύξηση των τιμολογίων σε ενδιάμεσους φορείς παροχής υπηρεσιών, λόγω της μερικής ή πλήρους ιδιωτικοποίησής τους (πχ ΔΕΔΔΗΕ) ή λόγω της ανάθεσης του εκτελούμενου έργου σε εξωτερικούς εργολάβους (πχ ΕΥΔΑΠ) αποκάλυψαν τελικά την ταξική διάσταση του κυβερνητικού επιχειρήματος περί ανάγκης μείωσης του κόστους κατασκευής με στόχο την ανάκαμψη της οικοδομικής δραστηριότητας.
Ο δεύτερος μύθος αφορά στο «υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα», ως δήθεν εμπόδιο στην οικοδομική δραστηριότητα. Ωστόσο, ακόμη και οι σχετικοί πίνακες της EUROSTATαποκαλύπτουν τη διπλή απάτη του επιχειρήματος, που λειτούργησε απλά ως αναγκαίο ιδεολογικό υπόστρωμα για τη νέα φοροεπιδρομή της κυβέρνησης σε κατοικίες και νοικοκυριά, στο όνομα της “ανάπτυξης”.
1. Η Ελλάδα δεν έχει ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης. Το ποσοστό της υπερβαίνει κατά ελάχιστα τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Άλλωστε, η συνεχής μείωση του ποσοστού της ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια δε συνέβαλλε στην ανάκαμψη της εγχώριας οικοδομικής δραστηριότητας.
2. Ο οικοδομικός οργασμός, που σημειώθηκε σε πολλές χώρες της Ευρώπης κατά την 20ετία πριν την ανάδυση της καπιταλιστικής κρίσης, δεν επηρεάστηκε από τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης στις χώρες αυτές. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα η Ισπανία ή – ακόμη εμφανέστερα – η Ρουμανία, με το υψηλότερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης πανευρωπαϊκά και ταυτόχρονα φρενήρεις ρυθμούς οικοδομικής δραστηριότητας μέχρι πριν λίγα χρόνια. Αντίστοιχα, τα χαμηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης σε χώρες όπως η Ελβετία ή η Γερμανία δε φάνηκε να δίνουν κάποια ιδιαίτερη ώθηση στην εσωτερική οικοδομική δραστηριότητα.
Όπως λοιπόν οι σχετικά υψηλοί μισθοί των Σκανδιναβικών χωρών δεν καθιστούν τις αντίστοιχες οικονομίες “ανίσχυρες” προκαλώντας ρεύματα οικονομικής μετανάστευσης Σουηδών και Νορβηγών προς το Μπαγκλαντές ή τη Μαλαισία, με παρόμοιο τρόπο τα υψηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης δε σχετίζονται με την ανακοπή της οικοδομικής δραστηριότητας. Αυτό συμβαίνει διότι μέσα στο καπιταλιστικό πλαίσιο παραγωγής της οικοδομικής δραστηριότητας, η παραγωγή οικιστικού αποθέματος ως παραγωγή προϊόντος με αξία χρήσης (της κατοικίας) και ως ικανοποίηση της αντίστοιχης κοινωνικής ανάγκης (της στέγασης πληθυσμού) δεν τίθεται ως προτεραιότητα ή ως δείκτης καθεαυτής της παραγωγής, ώστε ο ρυθμός της να μειώνεται όσο η απόκτηση των προϊόντων της διευρύνεται και οι αντίστοιχες ανάγκες ικανοποιούνται. Αντίθετα, η παραγωγή αυξάνεται ή μειώνεται ανάλογα με τη δυνατότητα των προϊόντων της να μετατρέπονται σε ανταλλάξιμα αγαθά μέσα από την αγοραπωλησία τους.
Δεύτερον, στο πλαίσιο αυτό δεν προβλέπεται ο διαμοιρασμός των προϊόντων της παραγωγής ισόποσα, ώστε η παραγωγή να “σταματήσει” όταν η επιμέρους μοιρασιά “τελειώσει”. Αντίθετα, παράγονται όσα περισσότερα προϊόντα μπορούν να πουληθούν, ανεξάρτητα με την αξία χρήσης τους και την κοινωνική ανάγκη στην οποία ανταποκρίνονται. Στην πραγματικότητα, τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης μπορούν να συνυπάρχουν με τα υψηλά ποσοστά της οικοδομικής δραστηριότητας τόσο εύκολα, όσο αυτονόητα η οικονομική αδυναμία απόκτησης ιδιόκτητης κατοικίας συνυπάρχει με τη γενικότερη οικονομική ύφεση. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν τα προϊόντα της παραγωγής δεν μπορούν να πουληθούν στους εν δυνάμει αγοραστές τους, λόγω απροθυμίας και, κυρίως, λόγω αδυναμίας των τελευταίων. Τα μέσα παραγωγής, το εργατικό δυναμικό και το επιστημονικό υπόβαθρο είναι διαθέσιμα, αλλά καθεαυτή η παραγωγική διαδικασία παραμένει παγωμένη. Όπως τα χέρια και τα μυαλά των δεκάδων χιλιάδων εργατοτεχνιτών, μηχανικών κι εργαζόμενων στο τεχνικό έργο ευρύτερα κατά την τελευταία πενταετία.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ
Γιατί όμως ένα παγκόσμιο φαινόμενο, ως αποτέλεσμα της δομικής κρίσης του καπιταλισμού, εμφανίζεται ιδιαίτερα οξυμένο στον οικοδομικό και κατασκευαστικό κλάδο της Ελλάδας;
Παράλληλα με τις ήδη εντοπισμένες κοινωνικές συνθήκες (αστικοποίηση και προαστιοποίηση, κατάτμηση αστικής και περιαστικής γης σε μικρές ιδιοκτησίες, αυτοστέγαση και αυθαίρετη δόμηση, καθιέρωση θεσμού αντιπαροχής κλπ) που διαμόρφωσαν κυρίαρχα τη σημερινή εικόνα του οικιστικού περιβάλλοντος και ανέδειξαν την οικοδομή ως εθνικό σύμβολο της εγχώριας οικονομίας, η ελληνική ιδιαιτερότητα οφείλει να προσεγγιστεί από μία ευρύτερη μακροπολιτική οπτική για τη πληρέστερη κατανόηση και ερμηνεία της.
Από την περίοδο του μεσοπολέμου, η έδραση της ελληνικής οικονομίας στην οικοδομική δραστηριότητα δεν προέκυψε μόνο ως αποτέλεσμα της ανάγκης στέγασης νέων πληθυσμιακών συνόλων από τα εσωτερικά κι εξωτερικά μεταναστευτικά ρεύματα προς τη χώρα και τα αστικά κέντρα της αντίστοιχα, αλλά αποτέλεσε και μία συστημική επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης και του ιμπεριαλιστικού πλέγματος στο οποίο εντασσόταν. Η διαμάχη ανάμεσα στην επιλογή αυτή, ως πυρήνας ενός εθνικού οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης περισσότερο εσωστρεφούς και εξαρτησιογόνου έναντι εναλλακτικών οικονομικών μοντέλων βασισμένων κυρίως στη βιομηχανική παραγωγή και τις εξαγωγές, που προέταξε η αριστερή διανόηση και το ΕΑΜ αργότερα, αποτέλεσε μία ακόμη αφανή διάσταση του εμφυλίου πολέμου. Η επικράτηση της αστικής τάξης σε αυτόν δρομολόγησε και επισφράγισε τους αντίστοιχους όρους και τα πεδία της ανάπτυξης της μεταπολεμικής οικονομίας: Από την εφαρμογή του σχεδίου Μάρσαλ για την αποκατάσταση του κατεστραμμένου και την ανέγερση του νέου οικοδομικού αποθέματος μέχρι τις νέες εκτοπίσεις πληθυσμών, από τις φοροαπαλλαγές του κατασκευαστικού κεφαλαίου μέχρι την κοινωνική ανάδυση του οικοδομικού εργολάβου ως εθνικού ευεργέτη και από την απόδοση υψηλών Σ.Δ. και την “κοπή” γης προς ανοικοδόμηση μέχρι την απουσία κάθε ελέγχου στη διαδικασία της κατασκευής, ο δομημένος χώρος αποτέλεσε το βασικό πεδίο πραγμάτωσης των καπιταλιστικών σχέσεων της παραγωγής στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Παράλληλα, η ανάπτυξη της οικοδομικής δραστηριότητας αποτέλεσε ένα από τα βασικά εργαλεία της αστικής τάξης για την αλλοίωση της ταξικής συνείδησης πλατιών λαϊκών στρωμάτων σε μία κομβική ιστορική συγκυρία για την εδραίωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στην Ελλάδα. Μέσα στο τεχνητό κλίμα της οικοδομικής ευφορίας, κάθε πρόσφυγας άρχισε να μεταβάλει την αντίληψή του για τη γη, από πεδίο ικανοποίησης των στεγαστικών αναγκών του σε πεδίο άντλησης κέρδους, μέσα από την εφαρμογή της αντιπαροχής και των υψηλών Σ.Δ. που αποδόθηκαν σε λαϊκές περιοχές κυρίως των αστικών κέντρων. Με το παρόμοιο τρόπο, μέσα από τη διευκόλυνση μετατροπής τμήματος του μισθού σε κεφάλαιο, ο οικοδομοτεχνικός εργάτης αντέστρεψε τη σύνδεση της οικοδομικής δραστηριότητας με τον εαυτό του, από πεδίο απόθεσης της εργατικής του δύναμης σε πεδίο εκμετάλλευσης ξένης εργατικής δύναμης νεοεισερχόμενων εργατοτεχνιτών στην οικοδομή.
Στη συνθήκη αυτή, οι ανάγκες ανάπτυξης του κατασκευαστικού κεφαλαίου άνοιξαν αναγκαστικά διάπλατα τις πόρτες τη ανώτατης τεχνικής εκπαίδευσης και των πολυτεχνικών σχολών στα κατώτερα και πολυπληθέστερα κοινωνικά στρώματα, μαζικοποιώντας με τον τρόπο αυτό τον κλάδο των μηχανικών και καταμερίζοντας παράλληλα με αυστηρούς όρους τη διανοητική και τη χειρωνακτική εργασία στο καπιταλιστικό πλαίσιο παραγωγής του τεχνικού έργου. Το διαμεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στο κεφάλαιο και τις δυνάμεις της εργασίας ανέλαβε θεσμικά το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας. Μέσα από ένα μηχανισμό απονομής προνομίων που ανέπτυξε διαχρονικά, το ΤΕΕ διαμόρφωσε τους όρους της κοινωνικής συμμαχίας του αστικού κράτους και των κυβερνήσεών του με τον κλάδο των μηχανικών, προσπαθώντας – και επιτυγχάνοντας εν πολλοίς – να αποτραβήξει τους εργαζόμενους μηχανικούς από το συγγενή οικοδομοτεχνικό κλάδο, το φυσικό σύμμαχό του στο κοινό πεδίο εργασίας τους. Ως αντισταθμιστικό κι εξισορροπητικό μέτρο για την πολύτιμη αυτή προσφορά προς τις εκάστοτε κυβερνήσεις και το κεφάλαιο, το ΤΕΕ μεσολάβησε στην απόδοση ενός μικρού τμήματος από τα υπερκέρδη του τελευταίου υπέρ του κλάδου των μηχανικών, κυρίως μέσα από φορολογικά και κοινωνικά προνόμια.
Η ΣΤΑΔΙΑΚΗ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟΥ ΑΠΟΘΕΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
Η ελληνική ιδιαιτερότητα στον τομέα των κατασκευών συνοδεύτηκε από μία αντίστοιχη ιδιαιτερότητα στη θέσπιση της οικοδομικής νομοθεσίας. Τα ποσοστά κέρδους της οικοδομικής δραστηριότητας, ως βασικής πηγής κερδοφορίας του εγχώριου κεφαλαίου συνολικά, αναζητήθηκαν στη συνεχή διεύρυνση και στην ένταση του πεδίου της οικοδομικής δραστηριότητας και όχι στην ποιοτική αναβάθμιση του υφιστάμενου οικοδομικού αποθέματος. Η ελληνική τεχνική νομοθεσία ήρθε να εξυπηρετήσει τη σχεδιαστική και κατασκευαστική αναζήτηση της οικοδομικής “ποσότητας”, ως πεδίο άντλησης μεγαλύτερου κέρδους. Με αυτή την προτεραιότητα, τόσο ο Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός σε όλες τις εκδοχές του, όσο και ο κώδικας προσδιορισμού των Αντικειμενικών Αξιών Ακινήτων, όρισε ως ρυθμιζόμενη αξία του προϊόντος της οικοδομικής δραστηριότητας το λειτουργικά μετρήσιμο μέγεθος της επιφάνειας (σε τετραγωνικά μέτρα) με βασικό εργαλείο το Συντελεστή Δόμησης. Αντιδιαμετρικά διαφορετικό είναι το ισχύον καθεστώς στο αντίστοιχο νομοθετικό πλαίσιο των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, όπου η διαδικασία της δόμησης καθορίζεται με βασικό εργαλείο το Διάγραμμα Όγκου, προσδιορίζοντας την αξία του παραγόμενου χώρου περισσότερο αφαιρετικά, ανεξάρτητα από την ποσότητα υλικών και την μετρήσιμη επιφάνεια μέσα σε αυτόν κι επομένως καθορίζοντας την εμπορική αξία του χωρικού προϊόντος της μελέτης και της κατασκευής με λιγότερο ποσοτικούς όρους. Η ιδιαιτερότητα αυτή οφείλει να συμπεριληφθεί στις ήδη γνωστές παραμέτρους που οδήγησαν στην αισθητική και φυσική υποβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα.
Ήδη από τη δεκαετία του ’60 και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 η οικοδομική δραστηριότητα υπερκάλυψε σε επίπεδο οικιστικού αποθέματος τις στεγαστικές ανάγκες του πληθυσμού. Παρότι η υπερκάλυψη αυτή δεν έλυσε αυτόματα το στεγαστικό ζήτημα, η οικοδομική δραστηριότητα ως πηγή άντλησης υπεραξίας πριμοδοτήθηκε σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, συσσωρεύοντας μέσα από επάλληλα κύματα οικοδομικού οργασμού μία σημαντική ποσότητα κτιριακού αποθέματος για το πληθυσμιακό και γεωγραφικό μέγεθος της χώρας. Αντίστοιχα, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και για μία δεκαετία μετά, μία σειρά πολιτικών (μείωση επιτοκίων στεγαστικής πίστης, είσοδος μεταναστών ως φτηνό εργατικό δυναμικό κλπ) επέτρεψαν την διαμόρφωση ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την επένδυση κεφαλαίων στον τομέα της κατασκευής.
Με το τέλος του και του δεύτερου “baubοοm” το οικιστικό απόθεμα της χώρας άγγιζε τα 6,5 εκατομμύρια ακίνητα. Σε αυτά οφείλουν να προστεθούν εκατοντάδες χιλιάδες οικοδομικά κελύφη σε εγκαταλελειμμένους οικισμούς, σε χωριά – φαντάσματα της ελληνικής παραμεθορίου, αλλά και στο ελληνικό περιθώριο της αυθαίρετης δόμησης. Σε ένα δημογραφικά στάσιμο και γηράσκοντα πληθυσμό που πλησίαζε τα οκτώ εκατομμύρια πολιτών σε ηλικία άνω των 19 ετών, η αναλογία του αποθέματος των οικιστικών ακινήτων προς του εν δυνάμει χρήστες τους έτεινε προς το οριακό 1:1. Στη συνθήκη αυτή, η οικοδομή ως κεφάλαιο και ως προϊόν, ακόμη κι αν μπορούσε να παραχθεί, ήταν αμφίβολο αν μπορούσε να καταναλωθεί. Η δομική κρίση του καπιταλισμού επέδρασε μοιραία προκαλώντας την ανακοπή της οικοδομικής δραστηριότητας, της ήδη επιβαρυμένης καρδιάς του ελληνικής οικονομίας.
Όπως εξηγήθηκε και εισαγωγικά, το αυξημένο οικιστικό απόθεμα στα πλαίσια της καπιταλιστικής αγοράς δε σήμανε φυσικά την επίλυση του στεγαστικού ζητήματος, αλλά το αντίθετο: Υπερσυσσώρευση του ευρύτερου οικοδομικού αποθέματος στα χέρια εργολάβων, τεχνικών και κατασκευαστικών εταιρειών που αδυνατούσαν να πουλήσουν το προϊόν της οικοδομικής δραστηριότητας, με την κοινωνική πλειοψηφία σε πλήρη αδυναμία απόκτησης νέας κατοικίας και ορδές νεοαστέγων δίπλα σε διαθέσιμα, πολλές φορές νεόδμητα, αλλά κενά οικοδομικά κελύφη.
Αυτό που η κοινή λογική θα υπαγόρευε ως πρακτική επίλυση της παραπάνω αντίθεσης, αποτέλεσε για το κεφάλαιο και την κυβέρνηση το “άλλο άκρο” στα πλαίσια της ασκούμενης οικιστικής και πολεοδομικής πολιτικής. Η κρίση υπερσυσσώρευσης στον τομέα της κατασκευής θα μπορούσε να εκτονωθεί, χωρίς να απειλείται το υπάρχον οικονομικοκοινωνικό πλαίσιο, μόνο μέσα από την καταστροφή τμήματος του συσσωρευμένου αποθέματος ή τη δημιουργία νέων πεδίων άντλησης κερδών. Ότι δηλαδή επιχειρούσε να πράξει ιστορικά το κεφάλαιο σε αντίστοιχες περιπτώσεις, μέσα από την επίθεση σε εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα, ενίοτε και μέσα από πολέμους. Αν λοιπόν η πολιτική είναι η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα, αντιστρέφοντας τη γνωστή ρήση του Κλαούζεβιτς, μία σειρά νομοθετημάτων σε πολεοδομικό και χωροταξικό επίπεδο αποτέλεσαν το οπλοστάσιο που υποκατέστησε τις βόμβες και τις ερπύστριες στην προσπάθεια καταστροφής τμήματος του οικοδομικού αποθέματος ως συσσωρευμένο κεφάλαιο, επιτυγχάνοντας de jure, ό,τι θα κόστιζε ακριβά σε μία de facto επέμβαση στο δομημένο και αδόμητο περιβάλλον.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ο Νέος Οικοδομικός Κανονισμός (ν.4067/2012) ήρθε να αναδιαμορφώσει επιμέρους όρους ένταξης του υφιστάμενου και του νέου οικοδομικού αποθέματος στη δεδομένη συγκυρία προς όφελος του κατασκευαστικού κεφαλαίου και σε βάρος του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος: Το εμπόδιο που συναντούσε το μεγάλο κατασκευαστικό κεφάλαιο από την κατάτμηση της οικοδομήσιμης γης σε μικρές ιδιοκτησίες επιχειρήθηκε να ξεπεραστεί με την πριμοδότηση της συνένωσης οικοπέδων (στην πραγματικότητα η παρότρυνση παραχώρησης γης από ιδιώτες σε κατασκευαστικές εταιρίες), οι περιορισμοί δόμησης σε μεγάλες κατασκευές αμβλύνθηκαν, ενώ δόθηκε μία ακόμη τεχνητή ώθηση στον ημιθανή εργολαβικό τομέα, μέσα από την επιπόλαια και καταστροφική έμμεση αύξηση του Συντελεστή Δόμησης για τις ανεγειρόμενες οικοδομές.
Τέλος, η εκτονωτική λύση της βίαιης ανανέωσης του οικοδομικού αποθέματος μέσα από τη συγκέντρωσή του στα χέρια του μεγάλου κατασκευαστικού κι επενδυτικού κεφαλαίου, εξυπηρετήθηκε παράλληλα από έναν καταιγισμό νέων μέτρων υπερφορολόγησης της ακίνητης περιουσίας, ήδη γνωστών, στα οποία δε γίνεται εκτενέστερη αναφορά επί του παρόντος, παρά τον κεντρικό χαρακτήρα που λαμβάνουν στην επίθεση ενάντια στο κοινωνικό δικαίωμα της κατοικίας, με άμεσες συνέπειες και στην οικοδομική δραστηριότητα.
ΚΙ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΚΙΝΕΙΤΑΙ!
Σε κάθε περίπτωση, στο νέο πεδίο που προεικονίζει η προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης στον κλάδο των κατασκευών μέσα στο μνημονιακό πλαίσιο που ορίζουν κυβέρνηση, ΕΕ και ΔΝΤ, η οικοδομή ως κυρίαρχο οικονομικοκοινωνικό μόρφωμα, αλλά και οι δεδομένες σχέσεις παραγωγής που περίκλειε σταματούν να υφίστανται. Τα δομικά χαρακτηριστικά της γενικότερης κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος και η ιδιοσυστασία της ελληνικής εκδοχής της κρίσης μέσα στο σύστημα αυτό, καθώς και το οριακό σημείο καμπής στο οποίο βρέθηκε σχετικά νωρίς η παραγωγή οικοδομικού αποθέματος στην Ελλάδα, καθιστούν την προσδοκία μίας αυτόματης “ανάκαμψης της οικοδομής” ανεδαφική.
Η ιδιότητα της οικοδομής να καθιστά άμεσα ορατούς τους όρους του κοινωνικού συμβολαίου στο οποίο εντάσσεται η παραγωγή της επεκτείνεται ως φωταγωγός και στο δυσοίωνο μέλλον της: Χωρίς την αμφισβήτηση και την υπέρβαση του ασφυκτικού πλαισίου της ευρωζώνης και της ΕΕ, μέσα στο οποίο – μέρα με τη μέρα και χρόνο με το χρόνο – καταστρέφονται οι παραγωγικές δυνάμεις, ανθρώπινη εργασία και μέσα παραγωγής, προκειμένου να επιβιώσει το κεφάλαιο, οποιαδήποτε προοπτική εργασίας, ακόμη και με τους όρους που τη γνωρίσαμε τα τελευταία χρόνια, δεν πρόκειται να υπάρχει.
Η ΑΝΑΝΟΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΣΤΟ ΦΟΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Η εθελοτυφλία απέναντι στο κοινωνικά αναγκαίο από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων ίσως περιέθαλπε μέχρι τώρα τη δυσκολία και τη σκληρότητα του αποχωρισμού μίας αυταπάτης που έθρεψε και θράφηκε στα πλαίσια του οικοδομοτεχνικού κλάδου για πολύ καιρό. Ο ατομικός δρόμος μπορούσε να εξασφαλίζει εργασία και κέρδη αντλώντας τα καύσιμα των κεκτημένων ενός ισχυρού εργατοτεχνικού οικοδομοτεχνικού κινήματος του παρελθόντος και ροκανίζοντας τα καρότα που προέτασσαν από τη μία το μεγάλο κεφάλαιο για την απρόσκοπτη κερδοφορία του και από την άλλη το αστικό κράτος για την αναπαραγωγή του. Όπως είναι γνωστό όμως, όταν τελειώνουν τα καρότα, περισσεύουν τα μαστίγια. Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο οικοδομοτεχνικός κλάδος δεν είναι ανεξάρτητος από τη συνεχιζόμενη συνδικαλιστική απροθυμία και την επακόλουθη οργανωτική αδυναμία του να δώσει έστω και μία συλλογική μάχη απέναντι στην πέρα κάθε προηγούμενου μείωση του ημερομίσθιου και του ενσήμου.
Κάθε πράξη ατομικής αποδοχής δυσμενέστερων όρων εργασίας με τη σκέψη στο “μη χείρον” της αυριανής ημέρας, είναι ένα βήμα πιο κοντά στα χειρότερα της μεθαυριανής. Αντίστοιχα, η βασανιστική διαδικασία πολιτικού απογαλακτισμού των εργαζόμενων μηχανικών από το ΤΕΕ και από ό,τι αυτό αντιπροσωπεύει κοινωνικοπολιτικά ως μηχανισμός του κράτους και της τρόικας, αναπαράγει την υποταγή τους στην πολιτική της σταδιακής εξόντωσής τους. «Οι μηχανικοί μπορούν να ρίχνουν τις αμοιβές κι από μόνοι τους»: Αυτή η παροιμιώδης απάντηση της εθελόδουλης διοίκησης του ΤΕΕ στην ανακοίνωση του νομοσχεδίου για την απελευθέρωση των ελάχιστων αμοιβών εκπόνησης μελετών κι επιβλέψεων αποτυπώνει με το πιο γλαφυρό και ταυτόχρονα τραγικό τρόπο τους όρους της συλλογικής “εκπροσώπησης” των εργαζόμενων μηχανικών και την προδιαγραφόμενη συντριβή των όρων εργασίας και διαβίωσής τους. Ωστόσο, τη μεγαλύτερη επίδραση στην επιδείνωση της κατάστασης για το σύνολο του οικοδομικού και κατασκευαστικού κλάδου ασκεί η αναπαραγωγή του τεχνητού κοινωνικού διαχωρισμού των φορέων της χειρωνακτικής και της διανοητικής εργασίας, τη στιγμή μάλιστα που εκατέρωθεν οι όροι άσκησής της – και κατά συνέπεια οι αντικειμενικές συνθήκες που δημιούργησαν τη μεταξύ τους κοινωνική απόσταση – έχουν μεταβληθεί ριζικά. Αυτό αποτελεί ενδεχομένως και το αφετηριακό πεδίο στο οποίο μπορεί να σημειωθεί μία πρώτη αλλά αποφασιστική κίνηση αναστροφής στην πορεία των πραγμάτων.
ΜΠΟΡΟΥΝ ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΝΑ ΜΑΣ ΒΡΟΥΝ ΔΟΥΛΕΙΑ;
Το συσσωρευμένο οικοδομικό απόθεμα της Ελλάδας αποτελεί αντικειμενικά ένα απέραντο πεδίο εν δυνάμει εργασίας. Η οφθαλμοφανής ανάγκη τεχνικής ενίσχυσης και ποιοτικής αναβάθμισής του, οι αυξανόμενες στεγαστικές ανάγκες κυρίως νέων πληθυσμιακών ομάδων σε χώρους κατοικίας, εργασίας και συλλογικής δημιουργίας κι έκφρασης, η παροχή μόνιμης κατοικίας στον αυξανόμενο πληθυσμό των αστέγων και η γενικότερη ανάγκη της χώρας σε κοινωνικές υποδομές και οικοδομικά κελύφη που θα τις υποδεχτούν, μπορούν να απελευθερώσουν άμεσα εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, που αυτή τη στιγμή δεσμεύονται από την παραμονή στις μνημονιακές πολιτικές και σε συνεχιζόμενη βάση από την παραμονή μέσα στο το πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και της ατομικής ιδιοποίησης και συσσώρευσης των προϊόντων της οικοδομικής δραστηριότητας. Ο αγώνας αποδέσμευσης από το συγκεκριμένο πλαίσιο που ορίζουν η ΕΕ και η ευρωζώνη είναι ταυτόχρονα αγώνας για δουλειά με αξιοπρέπεια. Ο τρόπος που μπορεί να επηρεάσει θετικά την εξέλιξη αυτού του αγώνα η ανάσχεση βασικών πτυχών της πολιτικής της κυβέρνησης, της ΕΕ και του ΔΝΤ, αποκαλύπτεται αν αντιστρέψουμε το αρχικό ερώτημα:
Πώς θα επιδρούσε στην οικοδομική δραστηριότητα και στην αναζήτηση εργασίας, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, το αυτόματο πέρασμα χιλιάδων κατοικιών σε τραπεζικά χέρια μέσα από τις κατασχέσεις; Είναι ή δεν είναι η αποτροπή τους μέσο για τη διατήρηση θέσεων εργασίας που προκύπτουν από την καθημερινή λαϊκή χρήση του οικοδομικού αποθέματος; Πώς θα επιδρούσε η ανατροπή της πολιτικής συρρίκνωσης του λαϊκού εισοδήματος, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, στην ενεργοποίηση ενός τεράστιου όγκου ανεκτέλεστου οικοδομοτεχνικού έργου; Είναι ή δεν είναι η συρρίκνωση των αποδοχών των ίδιων των εργαζόμενων στα οικοδομοτεχνικά έργα αναπόσπαστο τμήμα και κρίκος της πολιτικής αυτής; Τελικά τι θα μπορούσε να εξασφαλίσει, άμεσα αλλά και για πολύ μεγάλο βάθος χρόνου, την εργασία των μηχανικών και του οικοδομοτεχνικού προσωπικού με τους καλύτερους δυνατούς όρους; Η αναμονή για την ολοκλήρωση της κινεζοποίησης της ελληνικής οικονομίας, στην οποία οδηγεί ο εναγκαλισμός της με την ΕΕ και την ευρωζώνη ή μία οργάνωση της παραγωγής σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, μέσα από την κοινωνική αναδιανομή του συσσωρευμένου οικοδομικού αποθέματος κι από ένα δημόσιο πρόγραμμα επενδύσεων για την αξιοποίησή του; Στα διλλήματα που τίθενται μπροστά στην ακύρωση των όρων του κοινωνικού συμβολαίου που καθόρισε την οικοδομική δραστηριότητα στην Ελλάδα, οι απαντήσεις δεν είναι μονοσήμαντες.
“ΜΕΤΡΗΣΕ, ΚΑΛΟΣΚΕΨΟΥ, ΣΗΜΑΔΕΨΕ ΚΑΙ ΤΡΑΒΑ, ΒΗΜΑΤΑ ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ”
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, “Ξελασπώστε το μέλλον”
Το βάθος της βίαιης αλλαγής που υπέστη η ζωή και η καθημερινότητα των εργαζομένων στην “οικοδομή” από τη γενικότερη καθίζηση της οικοδομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα οφείλει να οδηγήσει σε έναν αντίστοιχου βάθους αναστοχασμό και αναθεώρηση των πρακτικών τους τα τελευταία χρόνια, μέσα στο σύγχρονο κοινωνικό ρήγμα που δημιουργεί η συσσώρευση των δυνατοτήτων κερδοφορίας στους λίγους ενάντια στα δικαιώματα και τις ανάγκες της πλειοψηφίας των εργαζομένων και των ανέργων. Η δυσκολία δεν εντοπίζεται πλέον στις κοινές διαπιστώσεις γύρω από μία κατάσταση που βιώνει το σύνολο της εργατικής τάξης, αλλά στο συνδυασμό της αναγκαίας οικονομικοκοινωνικής επιβίωσής της και στη διαμόρφωση μίας ικανής πολιτικής και αγωνιστικής στοχοθεσίας ως προϋπόθεση ανάσχεσης του μαύρου μέλλοντος που διαμορφώνει η καπιταλιστική κρίση για τους εργαζόμενους στον κατασκευαστικό και οικοδομοτεχνικό κλάδο, αλλά και ευρύτερα.
Μερικές σκέψεις για τα πρώτα αναγκαία βήματα στην κατεύθυνση αυτή:
· Κοινές πρωτοβουλίες, κοινή συλλογική οργάνωση και δράση, συνολικά του κόσμου της οικοδομοτεχνικής εργασίας που εμπλέκεται στην οικοδομική δραστηριότητα. Η ίδρυση και η δράση του Σωματείου Μισθωτών Τεχνικών αποτέλεσε ένα πρώτο κεκτημένο που συσπείρωσε εργαζόμενους (μηχανικούς, τεχνικούς, σχεδιαστές κλπ) από όλο το φάσμα του τεχνικού έργου. Ο διασυλλογικός συντονισμός και η ενότητα με αντίστοιχα συλλογικά μορφώματα στο χώρο της οικοδομής οφείλουν να αποτελέσουν το επόμενο βήμα. Η συνέχιση του τεχνητού διαχωρισμού που συντηρούσε το ΤΕΕ και άλλοι εργοδοτικοί φορείς των εργαζομένων δεν έχει παρά μόνο αρνητική επίπτωση στην προσπάθεια υπεράσπισης των κοινών συμφερόντων της εργαζόμενης πλειοψηφίας του κλάδου.
· Προετοιμασία των εργοταξίων ως πεδία αλληλεγγύης και διεκδίκησης. Καμία αποδοχή μειωμένου ημερομισθίου και ενσήμου χωρίς διεκδίκηση και αγώνα, καμία μείωση αμοιβών μελέτης και επιστασίας των μηχανικών. Αμοιβαία υποστήριξη και κοινό μέτωπο στις επιμέρους διεκδικήσεις, με παρέμβαση των αντίστοιχων συλλογικών φορέων των εργαζομένων. Ιδιαίτερα οι εργαζόμενοι μηχανικοί, με το ρόλο της γενικής εποπτείας των εργασιών που κατέχουν, οφείλουν να συνεισφέρουν σημαντικά στην ενότητα, την ενημέρωση και το συντονισμό αντίστοιχων δράσεων.
· Ουσιαστική και ενεργητική εμπλοκή του εργατοτεχνικού κόσμου της οικοδομής και των μηχανικών σε ευρύτερες δομές και δίκτυα λαϊκής αυτοοργάνωσης. Η σπανιότερη εμφάνιση οικοδομικών έργων μπορεί να γίνει αφορμή για να συνδεθεί κάθε χώρος οικοδομοτεχνικής εργασίας με τη γειτονιά, η αναζήτηση και η υπεράσπιση της εργασίας να γίνει υπόθεση των δικτύων αλληλεγγύης που αναπτύσσονται σε τοπική κλίμακα, αλλά και αντίστροφα, η τεχνική γνώση και εργασία να τεθεί στην υπηρεσία της προσπάθειας συλλογικής επιβίωσης. Κάθε εργατική λέσχη, τοπικός σύλλογος και σωματείο, κάθε στέκι νεολαίας και πολιτισμού μπορεί και πρέπει να βρίσκεται σε επαφή με τους εργατοτεχνίτες και τους μηχανικούς που εργάζονται ή διαμένουν στη γειτονιά, οι οποίοι με τη σειρά τους μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν τον “τεχνικό σύμβουλο και συνεργάτη” του κινήματος. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η ανασυγκρότηση των συλλογικών αντιστάσεων και δημιουργία δομών λαϊκής αυτοοργάνωσης “απαιτεί” με τη σειρά της ένα τμήμα του οικοδομικού αποθέματος των πόλεων και της υπαίθρου.
· Ανάπτυξη αυτόνομων δομών και δικτύων ταξικής κι επαγγελματικής αλληλεγγύης. Ενημέρωση, ελεύθερη ανταλλαγή πληροφοριών και γνώσεων, μέσων και υλικών για την οικοδομοτεχνική εργασία, τη μελέτη και την επίβλεψη, με στόχο την καθημερινή επιβίωση, αλλά και την ανάσχεση του κύματος εσωτερικής κι εξωτερικής μετανάστευσης. Κανένας απόφοιτος τεχνικών και πολυτεχνικών σχολών, κανένας νέος ή παλιός εργαζόμενος στον οικοδομοτεχνικό και κατασκευαστικό κλάδο μακριά από το τόπο που επιθυμεί να ζει και να εργάζεται. Η διακοπή της κοινωνικής αιμορραγίας σε ένα από τα ζωτικότερα τμήματα του εργατικού κινήματος, την οικονομική μετανάστευση έμπειρου εργατοτεχνικού προσωπικού και νέων επιστημόνων, οφείλει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα σε αντίστοιχες πρωτοβουλίες.
Από κοινού μπορούμε να πρωτοστατήσουμε στον αγώνα για την υπεράσπιση της λαϊκής στέγης και κατοικίας, ενάντια στα μέτρα υπερφορολόγησής της και στη διακοπή παροχής υπηρεσιών από τις ΔΕΚΟ λόγω οικονομικής δυσκολίας στην αποπληρωμή λογαριασμών, ενάντια στις κατασχέσεις και τους πλειστηριασμούς. Να αναδείξουμε την προοπτική αποδέσμευσης της χώρας από την ΕΕ, το ευρώ και τις μνημονιακές πολιτικές, ενάντια στις κυβερνήσεις που τις υπηρετούν, ως δυνατότητα και προϋπόθεση για την δημιουργία ενός δημόσιου φορέα μελετών και κατασκευών, βασισμένου στη συλλογική εργασία και εμπειρία του τεχνικού κλάδου, ικανού να συγκεντρώσει το οικοδομικό απόθεμα και να δρομολογήσει την αξιοποίησή του στην κατεύθυνση ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών, ώστε να απελευθερωθούν εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας με αξιοπρεπείς όρους και κοινωνικό περιεχόμενο άσκησης του επαγγέλματος μέσα σε ένα δημιουργικό και εποικοδομητικό πλαίσιο για τους εργαζόμενους και τον τόπο που ζουν κι εργάζονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου