του Κωστα Γουση
«Μη φοβάστε να σας κλοτσήσουν στα δόντια, αφήστε τους μώλωπες και το αίμα να διαμορφώσουν την κληρονομιά σας»
Αυτό ήταν το πρωτοχρονιάτικο μήνυμά που απέστειλε η Λέιντι Γκάγκα μέσω του twitter. Αηδία, κυνισμός, εκκεντρική ηλιθιότητα ή κάτι βαθύτερο, λιγότερο αθώο και αρκετά πιο σάπιο απ’ ότι φαίνεται με την πρώτη ματιά; Για να το σκεφτούμε λίγο καλύτερα. Αυτό που μεταφράζεται στη γλώσσα της πολιτιστικής παρακμής ως κληρονομιά των σπασμένων δοντιών, του μώλωπα και του αίματος, δεν είναι στη γλώσσα της καθωσπρέπει αστικής πολιτικής οικονομίας το δόγμα των «προγραμμάτων προσαρμογής» του ΔΝΤ και της ΕΕ; Ή στη γλώσσα της μαρξιστικής πολιτική οικονομίας ή «κριτικής της πολιτικής οικονομίας» αν προτιμάτε, η με κάθε κόστος (σε ανθρώπινη εργασία και φυσικό περιβάλλον) αντιρρόπηση της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους στην περίοδο της παγκόσμιας πολύπλευρης καπιταλιστικής κρίσης; Μήπως υπερβάλλει κανείς να σκέφτεται έτσι; Μήπως το ξαναρίξαμε στην ξύλινη γλώσσα του παρελθόντος; Ή μήπως έχει έρθει – και παραάργησε – η ώρα να ξανασκεφτούμε σε ποιους και γιατί φαίνεται ξύλινη η γλώσσα του μαρξισμού;
Η Πρωτοχρονιά της Λέιντι Γκάγκα στην Τάιμς Σκουέαρ της Νέας Υόρκης, μπροστά στην κρυστάλλινη μπάλα αντίστροφης μέτρησης του χρόνου, είχε την τιμητική της κι αποτέλεσε πρώτη είδηση στα πρωτοχρονιάτικα δελτία των 8. Μετά το «υπερθέαμα» της υψηλής προσκεκλημένης του δημάρχου Μάικλ Μπλούμπεργκ, αντίστοιχες ενδιάμεσες εικόνες από την Πουέρτα ντελ Σολ, την Πύλη του Βραδεμβούργου και το Λονδίνο μαζί με διάφορες βαρετές ρουτινιάρικες δηλώσεις ανάμεσα σε ήχους πυροτεχνημάτων για την κρίση που θα την ξεπεράσουμε όλοι μαζί και πάει λέγοντας ήρθε και η τελευταία εικόνα του ρεπορτάζ. Ρεβεγιόν με τους απεργούς στον Ασπρόπυργο ακούστηκε, πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα με πλάνα από κινητό στην πύλη της Χαλυβουργίας και τέλος. Η επόμενη είδηση ήταν ο Λουκάς Παπαδήμος με τους αστέγους της Αθήνας και οι απαιτήσεις της Τρόικας τη νέα χρονιά. Τόσες βδομάδες απεργίας πνίγονται στην αντιδημοκρατική ασφυξία της σιωπής για να δοθούν κάποια λίγα δευτερόλεπτα ενός αχταρμά εικόνων, όπου όλα τείνουν στο απόλυτο τίποτα. Πίσω απ’ αυτή την θλιβερή παρουσίαση κρύβεται ή μάλλον φανερώνεται η ενορχηστρωμένη απόπειρα αποκτήνωσης της πληττόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας και η καταστροφή της φαντασίας της.
Τι εννοούμε όμως με τον όρο «φαντασία»; Συνήθως εννοούμε την ικανότητα κάποιου να επινοεί πράγματα που δεν υπάρχουν, την ικανότητα να συνθέτει παραμύθια ή φανταστικά διηγήματα, την ικανότητα να δημιουργεί παράξενες και φανταστικές εικόνες. Ο σοβιετικός φιλόσοφος Έβαλντ Ιλιένκοφ μας περιγράφει στο βιβλίο του «Τεχνοκρατία και ανθρώπινα ιδεώδη στο σοσιαλισμό» ότι αυτή είναι μόνο μια επιμέρους λειτουργία, και για την ακρίβεια, παράγωγη, δευτερεύουσα της φαντασίας. Η κύρια λειτουργία της συνίσταται στο να επιτρέπει να βλέπουμε αυτό που είναι μπροστά στα μάτια μας, δηλαδή να κάνουμε «το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο». Ο φιλόσοφος με αναφορές στον υλισμό των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν μας εξηγεί πως οι ψυχικές ικανότητες και οι υλικοί μηχανισμοί τους είναι τελείως διαφορετικά πράγματα, αν και είναι αξεχώριστα συνδεμένα μεταξύ τους. Άλλο πράγμα η «δομή ενός πλοίου» και άλλο το αποτέλεσμα που πετυχαίνει ο άνθρωπος μέσω αυτού: μια κρουαζιέρα στη Μεσόγειο, μια συνάντηση με τους συγγενείς ή μια απεργία στο λιμάνι του Πειραιά, θα μπορούσε να συμπληρώσει κανείς.
Στις στοιχειώδεις μορφές της η φαντασία, συνεχίζει ο Ιλιένκοφ, δεν εμπεριέχει τίποτα το ιδιαίτερα ανθρώπινο. Και ο σκύλος βλέπει τα πράγματα έξω από αυτόν, αλλά βλέπει στο γύρο κόσμο αυτό που είναι σημαντικό από τη «σκυλίσια» οπτική του, δηλαδή αυτό που έχει ανάγκη να δει για να προσαρμοστεί βιολογικά στις συνθήκες ύπαρξής του. Ο άνθρωπος βλέπει πολύ περισσότερα, γιατί το βλέμμα του δεν οδηγείται από την οργανική ανάγκη του σώματός του, αλλά από της απαιτήσεις ανάπτυξης της ανθρώπινης κουλτούρας. Όταν οι φυσιολογικές ανάγκες του ζώου ικανοποιηθούν, το βλέμμα του γίνεται αδιάφορο και νυσταλέο. Το βλέμμα του ανθρώπου δεν ενδίδει απλά στη «χοντροκομμένη πρακτική ανάγκη». Το να ξέρεις να βλέπεις ανθρώπινα τον κόσμο σημαίνει να ξέρεις να βλέπεις αυτή την πραγματικότητα με τα μάτια του συνανθρώπου σου, με τα μάτια όλων των άλλων ανθρώπων, από τη σκοπιά των γενικών συλλογικών αναγκών τους. Σημαίνει να ενεργείς στην ίδια την πράξη της άμεσης παρατήρησης, σαν αντιπρόσωπος του «ανθρωπίνου γένους» με πλήρεις εξουσίες. Και στις συνθήκες της διαίρεσης του «γένους» σε τάξεις, της τάξης που πραγματοποιεί την κοινωνική πρόοδο, της εργατικής τάξης.*
Η συνομωσία της σιωπής έσπασε λοιπόν για τα καθεστωτικά ΜΜΕ μόνο και μόνο για να ξεκινήσουν από τα φανταχτερά χρώματα της Τάιμς σκουέαρ και το «υπερθέαμά» της φανταχτερής Λέιντι Γκάγκα και να φτάσει στα λίγα δευτερόλεπτα της Χαλυβουργίας και λίγο μετά στους δυστυχείς αστέγους, τους οποίους σκέφτεται τέτοιες χρονιάρες μέρες ο μεγάλοτραπεζίτης, μέλος της Τριλάτεραλ Κομίσιον και όψιμος διορισμένος Πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος. Αυτή η παρουσίαση είναι που εκπαιδεύει το βλέμμα να παραμένει αδιάφορο και νυσταλέο, δηλαδή κτηνώδες. Να θαμπώνεται σα ζώο από τα φανταχτερά χρώματα του απόλυτου τίποτα για να μην ξεχωρίζει τίποτα το ιδιαίτερο εκεί που τα χρώματα δίνουν νόημα στη ζωή. Το μεγαλείο της απεργίας που επιμένει, της Χαλυβουργίας – προπύργιο όλης της εργατικής τάξης, είναι ότι εκφράζει τη γενική απαίτηση του κόσμου της εργασίας που ωριμάζει στην κοινωνία για μια άλλη ζωή. Τα «υπερθεάματα» της κάθε λογής Λέιντι τάδε ή Λέιντι δείνα εκφράζουν την εμπορευματοποίηση κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας ως γενική απαίτηση του κεφαλαίου που καταδικάζει σήμερα την κοινωνία στη σήψη και την παρακμή. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην Τάιμς σκουέαρ της Λέιντι Γκάγκα και του Μάικλ Μπλούμπεργκ και στη Χαλυβουργία της αλληλοβοήθειας, των επιτροπων του αγώνα, της λαϊκής έκφρασης και οργάνωσης, του γλεντιού και μιας αυθεντικά κοινωνικής συλλογικής ανθρώπινης δραστηριότητας.
Ποιο είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο σήμερα;
Να μάθουμε να βλέπουμε την πραγματικότητα με τα μάτια των Χαλυβουργών.
Όχι κάποιου φαντασιακού ιδεότυπου γίγαντα χαλυβουργού που μπορείς να θαυμάσεις ίσως αλλά όχι να του μοιάσεις, αλλά με τα μάτια των πραγματικών 400 εργατών με τις δυσκολίες τους, με τους φόβους τους, αλλά πάνω απ’ όλα με τη δύναμη της συλλογικής τους απόφασης, της αλληλεγγύης μεταξύ τους και της ευρύτερης εργατικής και κοινωνικής αλληλεγγύης. Με το ξαναζωντάνεμα της συλλογικής μνήμης, με τη συγκίνηση, με το πείσμα, με την αξιοπρέπεια, με τη μάχη για την επιβίωση που «δένεται» μέσα από την πείρα του αγώνα με τη μάχη για μια άλλη ζωή. Με τη σεμνότητα των αγωνιστών που λένε ότι δεν ήρωες, λέγοντας κατά βάση κάτι πολύ ανώτερο ∙ ότι δε δίνουν τη μάχη για την αναγνώριση, αλλά για να γίνει κάθε γωνιά της Ελλάδας μια Χαλυβουργία. Των απεργών που αλλάζουν και οι ίδιοι μέσα από το συγκλονιστικό αγώνα τους. Να μάθουμε να βλέπουμε την πραγματικότητα με τα μάτια των Χαλυβουργών, όπως πριν με τα μάτια των εργατών στην ΑΓΝΟ, την Κόκα – κόλα και κάθε μικρής ή μεγάλης βιομηχανίας, των εργαζόμενων στα κάτεργα του επισιτισμού και του ευρύτερου τομέα των υπηρεσιών, των δημοσίων υπαλλήλων, των κατοίκων της Κερατέας, των 300 απεργών μεταναστών, του κάθε αγωνιζόμενου τμήματος της εργασίας και του εφεδρικού στρατού των ανέργων. Να ξεφύγουμε από το μερικό, το συντεχνιακό, τις τεχνητές διαιρέσεις, τους κατακερματισμούς, τον εύκολο δρόμο της εξαίρεσης, της συνδιαλλαγής, του συμβιβασμού. Σημαίνει να ενεργούμε στην ίδια την πράξη της άμεσης παρατήρησης, σαν αντιπρόσωποι των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας με πλήρεις εξουσίες.
Ποιο είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο σήμερα; Είναι να είσαι Χαλυβουργός και να δεις την πραγματικότητα γύρω σου με τα μάτια του συναδέλφου σου Χαλυβουργού, με τα μάτια όλων των Χαλυβουργών από τη σκοπιά των γενικών συλλογικών αναγκών τους. Να μην ενδώσεις στη «χοντροκομμένη πρακτική ανάγκη», τον ωμό κτηνώδη εκβιασμό του Μάνεση και της φάρας των βιομηχάνων που έχουν μάθει να συμπεριφέρονται στους ανθρώπους σα ζώα, να σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν και καμιά φορά πριν ακόμη γεράσουν. Όχι πως είναι εύκολο. Και τι είναι εύκολο; Όχι απλά γιατί είναι άδικο. Τι είναι δίκαιο στην καπιταλιστική παραγωγή; Δεν είναι το θέμα να προεκτείνεις τους ηθικούς κανόνες στην πολιτική οικονομία. Το θέμα είναι να έχεις τη στάση που αρμόζει στην τάξη σου και στο μέλλον των παιδιών σου. Αυτό είναι το μεγαλύτερο μάθημα των 400 Χαλυβουργών στον Ασπρόπυργο και του τείχους αλληλεγγύης που χτίζουν γύρω τους τα συνδικάτα, οι κοινωνικοί φορείς, η τοπική κοινωνία, οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές από τα γύρω σχολειά, οι συγκινητικές ζωγραφιές των παιδιών που διδάσκουν την κατά Ιλιένκοφ φαντασία. Αυτό είναι το στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί στο Βόλο και στην κρίσιμη στάση που θα κρατήσουν το επόμενο διάστημα οι υπόλοιποι Χαλυβουργοί στο δεύτερο εργοστάσιο.
Ποιο είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο σήμερα; Να βλέπεις την πραγματικότητα γύρω σου όχι στατικά, αλλά διαλεκτικά, μέσα από την κίνησή και τις αντιφάσεις της. Τότε η καλλιεργημένη φαντασία καθοδηγείται, μας λέει ο Ιλιένκοφ, σαν από ανώτατη αρχή της, από τις πραγματικές ανάγκες της ανάπτυξης του ανθρώπου, του ζωντανού ατόμου. Τότε, δε μένεις στο πρωτοχρονιάτικο καθεστωτικό δελτίο των 8. Τότε βλέπεις το δελτίο των εργαζόμενων του ΑΛΤΕΡ, τα μηνύματα του αγώνα και του άλλου δρόμου από τους ανθρώπους του μόχθου, από τους απλήρωτους, από τους συνδικαλιστές που τιμούν τον αγώνα και δε φιλάνε κατουρημένες ποδιές. Τότε αφήνεις τη μεμψιμοιρία, τα τίποτε δε γίνεται, τίποτε δεν αλλάζει και γίνεσαι εσύ ο ίδιος κομμάτι της αλλαγής που περίμενες να δεις. Τότε ξέρεις ότι οι πλατείες όπου στήνονταν οι επίσημες πρωτοχρονιάτικες φιέστες, τα στημένα πυροτεχνήματα και οι βαρετές παράτες ήταν οι πλατείες της οργής και της αγανάκτησης μέσα στο 2011. Τότε ξέρεις ότι στην Τάιμς Σκουέαρ φέτος ο χρόνος δεν άλλαξε με καμιά Λέιντι Γκάγκα και κανένα Μάικλ Μπλούμπεργκ. Με τους μεγιστάνες του πλούτου και τους εκπροσώπους του σάπιου πολιτικού συστήματος και του παρακμιακού «πολιτισμού» όσα φώτα κι αν έχει η Τάιμς Σκουέαρ, όσο κι αν λάμπουν οι τεράστιες φωτεινές επιγραφές της, ο δρόμος θα παραμένει μουντός και άχαρος και ο χρόνος ίδιος και ρουτινιάρικος όσες φορές κι αν μετρήσει αντίστροφα η κρυστάλλινη μπάλα. Ο χρόνος φέτος στην Τάιμς Σκουέαρ άλλαξε όταν γέμισε από χιλιάδες διαδηλωτές, πανό συνδικάτων και νεολαίας μετά τις εντολές του Μπλούμπεργκ για την καταστολή του Occupy Wall Street κινήματος. Κι όπως έλεγε ο Μαγιακόφσκι στις αναμνήσεις του από το ταξίδι του στην Αμερική το 1925, στη Νέα Υόρκη ξεχωρίζει στους δρόμους ένα χέρι μ’ ένα κάμποσο βαρύ ρόπαλο: το κλομπ το οποίο δε ρυθμίζει πάντοτε την κίνηση των άλλων:
«Κάποτε-κάποτε (ας πούμε, την ώρα κάποιας διαδήλωσης), το ρόπαλο του αστυνομικού κανονίζει και το σταμάτημά σου. Ένα καλοζυγιασμένο χτύπημα στο σβέρκο και για σένα είναι πια το ίδιο αν αυτό που βλέπεις μπροστά σου είναι η Νέα Υόρκη ή το Μπελοστόκ της τσαρικής εποχής. Έτσι μας το εξήγησαν οι σύντροφοι εδώ.»**
Τόσες δεκαετίες μετά στον 21ο πλέον αιώνα, το ίδιο καλοζυγιασμένο χτύπημα στο σβέρκο σε κάθε γωνιά της γης. Αλλά και μια καλοζυγιασμένη νίκη, η επιβολή της θέλησης των χαλυβουργών απεργών και όλου του λαού στο βιομήχανο και για σένα θα είναι το ίδιο αν αυτό που βλέπεις μπροστά σου είναι τα χαμογελαστά αποφασισμένα πρόσωπα εργατών, ανέργων κι αστέγων στη Νέα Υόρκη ή στον Ασπρόπυργο της Αττικής. Πρόσωπα αποφασισμένα να παλέψουν παντού και μέχρι τέλους για να’ ναι η ζωή όπου γης στο μπόι των ονείρων.
* Εβάλντ Ιλιένκοφ, Τεχνοκρατία και Ανθρώπινα Ιδεώδη στο Σοσιαλισμό, Οδυσσέας, 1976, σελ. 164 – 166
** Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, Πως ανακάλυψα την Αμερική, Σύγχρονη Εποχή, 1988, σελ. 76
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου