8 Μαρτίου 2014

Η “πόλη των αστέγων” – Θεωρητική διερεύνηση / Η περίπτωση της Θεσσαλονίκης

vi24

Ελισάβετ Βαρελίδου, Ξανθούλα Μιχαήλ
Η παρούσα εργασίαπαρουσιάστηκε στην Αρχιτεκτονική Α.Π.Θ το Σεπτέμβρη του 2013, με επιβλέπουσα την Χ.Χριστοδούλου.
Το φαινόμενο της αστεγίας[1]είναι ένα φαινόμενο που τις τελευταίες δεκαετίες κάνει ολοένα και πιο έντονη την παρουσία του στο αστικό τοπίο των σύγχρονων δυτικών πόλεων, και είναι γεγονός πως βρίσκεται σε έξαρση σήμερα, στην εποχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Μάλιστα, το συναντάμε πια σε μαζική κλίμακα και στη χώρα μας και βλέπουμε να πλήττει το ντόπιο πληθυσμό της, παρόλο που οι περιπτώσεις  στην Ελλάδα παλιότερα ήταν σχετικά λίγες και αφορούσαν κυρίαρχα το κομμάτι των μεταναστών. Οι άστεγοι σήμερα αποτελούν πραγματικότητα για τις περισσότερες πόλεις του δυτικού κόσμου, εκφράζονται και αλληλεπιδρούν με τον υπόλοιπο πληθυσμό κυρίως στο δημόσιο χώρο, επηρεάζονται από τις ακολουθούμενες πολιτικές είτε άμεσα, όταν αυτές αφορούν στην αντιμετώπιση του φαινομένου, είτε έμμεσα, όπως αυτές διαμορφώνουν το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, ενώ παρότι μια κυρίαρχη αντίληψη τους θέλει παθητικά «θύματα» της κοινωνίας, έχουν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της πόλης.

Η παρούσα εργασία, λοιπόν, πραγματεύεται το φαινόμενο της αστεγίας κάνοντας αρχικά μια πιο θεωρητική προσέγγιση, αγγίζοντας, χωρίς να φιλοδοξεί να εξαντλήσει, ζητήματα που αφορούν περισσότερο στα πεδία της ιστορίας, της κοινωνιολογίας, της οικονομίας, της ψυχολογίας ή και της φιλοσοφίας, για να καταλήξει στο χωρικό εντοπισμό του φαινομένου και να διερευνήσει αυτό που αποκαλούμε «πόλη των αστέγων». Την έκφραση αυτή δανειζόμαστε από ένα άρθρο των Cloke, May & Johnsen, που δημοσιεύτηκε το 2008, και την χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε και να διερευνήσουμε την πόλη, όπως αυτή προσλαμβάνεται και ανακατασκευάζεται από το υποκείμενο «άστεγοι», τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται διαφορετικά σε σχέση με το πώς την αντιλαμβανόμαστε εμείς, τις επαφές/συνέχειες και τις συγκρούσεις/ασυνέχειες που εμφανίζονται σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας. Τέλος, επιχειρούμε τον εντοπισμό και τη χαρτογράφηση της «πόλης των αστέγων» στη Θεσσαλονίκη.
Όσον αφορά στον τρόπο προσέγγισης της εργασίας, θα λέγαμε ότι ακολουθείται μια παραγωγική μέθοδος, αφού έχει σαν σημείο αφετηρίας την κοινωνική πραγματικότητα των υποκειμένων που εξετάζει και οι συμπεριφορές, τα κίνητρα και οι πρακτικές τους εξετάζονται υπό αυτό το πρίσμα, σε σύνδεση με τις παρούσες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες. Από την άλλη όμως, δίνεται έμφαση και στις ίδιες τις συμπεριφορές, τα κίνητρα και τις πρακτικές των υποκειμένων και ακόμη παραπέρα στην ερμηνεία της πραγματικότητας που κάνουν και στις έννοιες που οι ίδιοι αναπτύσσουν, καθώς θεωρούμε ότι με ένα διαλεκτικό τρόπο όλα τα παραπάνω επηρεάζουν και καθορίζουν εκ νέου την ίδια την πραγματικότητα.
Έτσι, η δομή της εργασίας διαρθρώνεται ως εξής: Στο 1ο κεφάλαιο επιχειρείται η εξέταση του φαινομένου της αστεγίας υπό το πρίσμα των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών. Στο κεφάλαιο 1.1. κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή του φαινομένου από την εποχή της αρχαιότητας και στο 1.2. φτάνουμε στο σήμερα, στην εποχή που πολλοί ιστορικοί αποκαλούν Περίοδο της Μετανεωτερικότητας, όπου και εξετάζουμε τους κοινωνικούς αποκλεισμούς που δημιουργούνται, μιας και οι άστεγοι αποτελούν κομμάτι αυτών.
Στο 2ο κεφάλαιο εξετάζουμε το υποκείμενο των αστέγων μέσα από διάφορες οδούς. Αρχικά στο κεφάλαιο 2.1 παραθέτονται οι διάφοροι προσδιορισμοί των αστέγων, ακαδημαϊκοί, επιχειρησιακοί, καθώς και προσδιορισμοί που υιοθετεί το ευρύ κοινό, σχολιάζοντας παράλληλα και την ίδια την έννοια αυτού που είναι το αντικείμενο στέρησης, δηλαδή του «σπιτιού». Έπειτα, παρατίθενται ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία που έχουν να κάνουν με τον άστεγο πληθυσμό, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη.
Στο κεφάλαιο 3 αναλύεται ο κοινωνικός αποκλεισμός, τον οποίο βιώνουν οι άστεγοι, ως διαδικασία σε πολλά επίπεδα, για να κλείσουμε με το σχολιασμό του φαινομένου από την κοινωνική σκοπιά και να περάσουμε στη διερεύνησή του στο χώρο στα επόμενα κεφάλαια.
Στο κεφάλαιο 4 εξετάζεται «η πόλη των αστέγων», συγκεκριμένα ο τρόπος με τον οποίο συγκροτείται με πολιτικές που αποτυπώνονται στο χώρο «από τα πάνω» ή «από έξω» (πολιτεία, ΜΚΟ, υπόλοιπη κοινωνία) όσο και με πρακτικές «από τα κάτω» και «από μέσα» των ίδιων τον αστέγων.
Στο 5ο κεφάλαιο εξετάζουμε εν συντομία τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται το φαινόμενο στην Ελλάδα, τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του άστεγου πληθυσμού της, για να περάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι από τη διερεύνησή μας μένει συνειδητά εκτός το κομμάτι των Ρομά, παρόλο που ο πληθυσμός τους, ειδικά στην Ελλάδα, είναι μεγάλος και στην πραγματικότητα αποτελούν μεγάλο ποσοστό του άστεγου πληθυσμού. Αυτό συμβαίνει διότι η αστεγία τους συνδέεται και με ζητήματα παράδοσης, πολιτισμού και ιδιαίτερης κουλτούρας της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας.
Στο κεφάλαιο 6, λοιπόν, εξετάζουμε το φαινόμενο της αστεγίας, όπως αυτό αποτυπώνεται στην πόλη της Θεσσαλονίκης και διερευνούμε την «πόλη των αστέγων» στη Θεσσαλονίκη. Η βασική πηγή πληροφοριών μας είναι δύο συνεντεύξεις που πήραμε από τις ΜΚΟ (PRAKSIS και ΑΡΣΙΣ) που δραστηριοποιούνται στην πόλη, καθώς και το υλικό που μας έδωσαν, ενώ χρησιμοποιείται και σαν υποστηρικτικό υλικό άρθρα που βρήκαμε στον τοπικό τύπο και στο διαδίκτυο, καθώς και μια μεταπτυχιακή ερευνητική εργασία με παρόμοιο θέμα. Μέσα από την ανάλυση των δεδομένων επιχειρούμε να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματα για τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο εκφράζεται το φαινόμενο στην πόλη και να δώσουμε δικούς μας χάρτες για τη «Θεσσαλονίκη των αστέγων».
Κλείνοντας, στο κεφάλαιο 7 συγκεντρώνουμε τα γενικά συμπεράσματα από όλη την εργασία, όπου γίνεται και ειδική αναφορά στη Θεσσαλονίκη. Ακολουθεί παράθεση της συνολικής βιβλιογραφίας και αρθογραφίας που χρησιμοποιήθηκε, καθώς και παράρτημα στο οποίο συγκεντρώνουμε το υλικό από τις ΜΚΟ και τους χάρτες που κάναμε.

1. Το φαινόμενο της αστεγίας υπό το πρίσμα των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών

1.1. Σύντομη ιστορική ανάδρομη

Το φαινόμενο της αστεγίας είναι κάθε άλλο παρά νέο. Από έναν πλούτο ντοκουμέντων (θρησκευτικά κείμενα, νομοθετήματα, δικαστικές αποφάσεις, καλλιτεχνικές δημιουργίες, μυθοπλασίες, ταξιδιωτικές αναφορές, κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές έρευνες) διαπιστώνουμε ότι οι άστεγοι, συμπεριλαμβανομένων και των επαιτών και των ανθρώπων που χαρακτηρίζονται ως αλήτες των δρόμων, υπάρχουν σε όλες τις περιόδους της ιστορίας της ανθρωπότητας. Παρόλα αυτά, η πρώτη ενασχόληση των ιστορικών με το φαινόμενο τοποθετείται χρονικά στη δεκαετία του 1960 και επικεντρώνεται κυρίαρχα στην Ευρώπη και την Αμερική, την ιστορική περίοδο που καλύπτει από το Μεσαίωνα μέχρι τις μέρες μας (Σκραπαρλής, 2013:19-32).
Ακόμα και πριν όμως απασχολήσουν τους ιστορικούς, οι άστεγοι αποτελούν γεγονός και αντικείμενο μελέτης μοναχών, πολιτικών, συγγραφέων και δημοσιογράφων. Μαρτυρίες για ανθρώπους που ζουν στο δρόμο, χωρίς σπίτι έχουμε τόσο κατά την περίοδο της κλασικής αρχαιότητας στον ελλαδικό χώρο – με χαρακτηριστικό το παράδειγμα του φιλοσόφου Διογένη του Κυνικού, που ζούσε σε ένα πιθάρι ζητιανεύοντας – όσο και κατά τα ρωμαϊκά χρόνια. Ωστόσο, το να ζει κανείς τότε χωρίς εργασία και σπίτι ήταν μάλλον επιλογή, οι άνθρωποι αυτοί ήταν κατά βάση τεμπέληδες (Σκραπαρλής, 2013:19-32).
Κατά τον 16ο- 17ο αιώνα, στην αυγή του καπιταλισμού και των δυνάμεων του κεφαλαίου, τη βιομηχανοποίηση και την επακόλουθη αστικοποίηση, η αστεγία γίνεται πια αστικό φαινόμενο. Ήδη από την περίοδο αυτή, οι άστεγοι προκαλούν το φόβο, συνδέονται με την εγκληματικότητα, θεωρούνται υπαίτιοι για την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει (τουλάχιστον σίγουρα ένα κομμάτι αυτών, που θεωρείται ότι  αρνείται να εργαστεί και να ενταχθεί στα κοινωνικά πρότυπα), ενώ εναντίον τους θεσμοθετείται σκληρή νομοθεσία. Η εργασία τους γίνεται αντικείμενο σκληρής εκμετάλλευσης (π.χ. στα πτωχοκομεία της Βρετανίας κατά το 19ο αιώνα, στις βιομηχανίες κ.α.) και οι ίδιοι αντιμετωπίζονται σαν ευέλικτο και ελαστικό εργατικό απόθεμα. Γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τις αποικιακές αυτοκρατορίες, ως θεμέλια λίθος της οικοδόμησης των αποικιών τους, καθώς και από διάφορους πολιτικούς κατά τις προεκλογικές περιόδους. (Σκραπαρλής, 2013:19-32)
Τον 20ο αιώνα, με το Κραχ του 1929 και τη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1930, καταρχήν στις ΗΠΑ, αλλά και συνολικά στη Δύση, εμφανίζεται ένα νέο μαζικό κύμα αστέγων, το οποίο αντιμετωπίζεται με τις πολιτικές του “New Deal” του Keynes, αλλά και με τη στρατολόγηση στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο (Kusmer, 2001). Μετέπειτα οι κοινωνικές πολιτικές που υιοθετήθηκαν από τα περισσότερα αναπτυγμένα κράτη, στα πλαίσια του Κράτους Πρόνοιας, ήταν αυτές που ασχολούνταν με την αντιμετώπιση της φτώχειας, των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων και των αστέγων. Το Κράτος Πρόνοιας είναι η μορφή οργάνωσης του κράτους στα πλαίσια των κεϋνσιανών πολιτικών και τα βασικά του χαρακτηριστικά είναι ο παρεμβατισμός στην οικονομία, προκειμένου να εξομαλύνονται οι μεγάλες ανισότητες, και η παροχή κοινωνικών υπηρεσιών ως μία μορφή συλλογικής ασφάλισης, που αναγνωρίζει το «δικαίωμα του πολίτη». Αυτή η μορφή κράτους εμφανίζεται σε μια περίοδο που στην οικονομία κυριαρχεί η φορντική και μονοπωλιακή βιομηχανική παραγωγή και λειτουργεί σαν μηχανισμός για την ανατροφοδότηση της αγοράς εργασίας, βοηθώντας όσους μένουν εκτός αυτής να ανακάμψουν, ώστε να μπορέσουν να επανενταχθούν άμεσα στο παραγωγικό κομμάτι της κοινωνίας. (Bauman, 2002 [2]: 80-85)
Παρακάτω θα εξετάσουμε πιο ειδικά το φαινόμενο της αστεγίας υπό το πρίσμα της σύγχρονης εποχής, από τα τέλη του 20ου αιώνα μέχρι και τη σημερινή περίοδο της παγκόσμια οικονομικής κρίσης, την εποχή που πολλοί μελετητές αποκαλούν «Περίοδο της Μετανεωτερικότητας». Εξάλλου, όπως είναι σαφές και από την παραπάνω σύντομη ιστορική αναδρομή, το ζήτημα των αστέγων άπτεται της ευρύτερης σφαίρας του πολιτικοοικονομικού και κοινωνικού γίγνεσθαι και η εξέλιξη του δεν μπορεί να μελετηθεί ξέχωρα από την κατάσταση που επικρατεί στην εκάστοτε ιστορική περίοδο και κοινωνία.

1.2. Κοινωνικοί αποκλεισμοί κατά τη Μετανεωτερική Περίοδο

1.2.1. Χαρακτηριστικά της Μετανεωτερικής Περιόδου

Κατά την περίοδο 1965 – 1973 ο φορντισμός και ο κεϋνσιανισμός εμφανίζουν υψηλά δείγματα ακαμψίας (στις αγορές εργασίας, στην κατανομή του εργατικού δυναμικού, στις συμβάσεις εργασίας), τα οποία προκαλούν οικονομική ύφεση. Ο καπιταλιστικός κόσμος κατακλύζεται από πλεονάζοντα κεφάλαια, που δεν βρίσκουν διεξόδους για να επενδυθούν, προκαλώντας ισχυρό πληθωρισμό, ενώ η όποια προσπάθεια ξεπεράσματος της ακαμψίας αυτής προσκρούει στην περιχαρακωμένη δύναμη της εργατικής τάξης. Φαίνεται ότι είναι καιρός να αρθεί ο φορντικός συμβιβασμός, κατά τον οποίο παγιώθηκε μια μορφή πολιτικής εξουσίας που έδενε με αμοιβαίες σχέσεις τις μεγάλες εργατικές οργανώσεις, το μεγάλο κεφάλαιο και την κυβέρνηση σε ένα δυσλειτουργικό εναγκαλισμό επενδυμένων συμφερόντων, τα οποία πια μάλλον υπονομεύουν παρά εξασφαλίζουν τη συσσώρευση του κεφαλαίου. (Harvey, 2007: 171-205)
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μια ταραχώδη περίοδο οικονομικών αναδιαρθρώσεων και κοινωνικής και πολιτικής αναπροσαρμογής, που έλαβε χώρα στις δεκαετίες 1970  – 1980. Όπως πιστεύει ο Harvey, αυτές οι αναταράξεις σηματοδοτούν το πέρασμα σε ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης του κεφαλαίου, μαζί με ένα πολύ διαφορετικό σύστημα πολιτικής και κοινωνικής ρύθμισης. Το καθεστώς αυτό το ονομάζει «ευέλικτη συσσώρευση» και χαρακτηρίζεται καταρχήν από αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία: Ο φορντισμός συνεχίζει να υπάρχει, αλλά ενσωματώνεται σε ένα συνολικό δίκτυο υπεργολαβιών και «εκχώρησης λειτουργιών της επιχείρησης», ενώ παράλληλα αναδύονται εντελώς νέες βιομηχανικές μορφές και αναπτύσσεται ταχύτατα η παραοικονομία και παλιότερα συστήματα οικογενειακής – πατερναλιστικής εργασίας. Τα συστήματα αυτά, που εμφανίζονται με διαφορετικό τρόπο σε όλο τον προηγμένο και μη καπιταλιστικό κόσμο, μάλλον ως κεντρικά στοιχεία παρά ως εξαρτήματα, προκύπτουν συχνά ως στρατηγικές επιβίωσης των ανέργων ή εκείνων που είναι θύματα ολοκληρωτικών διακρίσεων και εμφανίζουν τις στυγνότερες και σκληρότερες μορφές εκμετάλλευσης της εργασίας.
Δεύτερο χαρακτηριστικό στοιχείο της μετανεωτερικής περιόδου είναι η αποβιομηχάνιση πρότερων μεγάλων βιομηχανικών μονάδων και η αποκέντρωση των εργοστασίων.  Παράλληλα ανεβαίνει ο τριτογενής, χρηματοπιστωτικός και τραπεζικός τομέας και διαχέεται η επιχειρηματικότητα σε πολλά επίπεδα, που προηγουμένως δεν υπάγονταν άμεσα στη λειτουργία της αγοράς, όπως για παράδειγμα στη δημοτική αυτοδιοίκηση, στην οργάνωση της αγοράς εργασίας, στην έρευνα – ανάπτυξη, στην ακαδημαϊκή, λογοτεχνική και καλλιτεχνική ζωή κ.α.
Η αποβιομηχάνιση προκαλεί υψηλά επίπεδα ανεργίας, και μάλιστα διαρθρωτικής[2], σε αντίθεση με την ανεργία τριβής[3] της φορντικής περιόδου (Harvey, 2007: 206-218). Δεν είναι τυχαίο ότι την περίοδο αυτή σταθεροποιείται η πολιτική θεωρία του Νεοφιλελευθερισμού, με πρωτοπόρες τις κυβερνήσεις Θάτσερ και Ρέηγκαν σε Βρετανία και Αμερική αντίστοιχα, η οποία αντιλαμβάνεται το πρόβλημα της ανεργίας ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία της οικονομίας, στο βαθμό που η ύπαρξή της κρατά τους μισθούς σε χαμηλά επίπεδα (Γεωργάκης, 2009). Η ανεργία είναι ένα σημαντικό στοιχείο που αποκαλύπτει την κοινωνική πραγματικότητα. Από τα μέσα του 1970 κι ύστερα παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις και πλήττει κατά βάση τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Επιπλέον, είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στις σύγχρονες κοινωνίες οι άνεργοι ανάγονται σε σταθερή κατηγορία πληθυσμού (Burgel, 2003: 187).
Παράλληλα, το επιχειρηματικό πνεύμα συνοδεύεται από  έναν ανταγωνιστικό ατομικισμό ως κεντρική αξία και κουλτούρα. Αυτός ο ενισχυμένος ανταγωνισμός γέννησε αδιαμφισβήτητα μια έκρηξη ενεργητικότητας, ωστόσο οδήγησε σε σημαντικές αναδιανομές εισοδήματος, που ευνόησαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους ήδη προνομιούχους, και αποδείχτηκε καταστροφικός και ολέθριος για όσους έβγαιναν χαμένοι από αυτόν.  (Harvey, 2007:235).
Από την πλευρά των εργασιακών σχέσεων τώρα, όπως και στην παραγωγή, γενικό χαρακτηριστικό της εποχής είναι η ευελιξία, μαζί με τις ισχυρότερες πιέσεις εργασιακού ελέγχου. Συμβαίνει μια υποτίμηση της εργασίας, με ελάχιστες αυξήσεις στους μισθούς (αν υπάρχουν), καθώς και μια μετατόπιση από τη μόνιμη και πλήρη απασχόληση, στη μερική και προσωρινή απασχόληση, πράγμα που υπονομεύει και την οργάνωση της εργατικής τάξης (Harvey, 2007: 206-212).
Η έλλειψη του δυναμικού και συγκροτημένου εργατικού υποκειμένου επιτρέπει, αν και συχνά με αναταραχές, την αποδόμηση του Κράτους  Πρόνοιας. Βασικές κρατικές ρυθμίσεις που αφορούσαν την προστασία του κοινωνικού συνόλου χάνονται: ο κρατικός έλεγχος επάνω στις τιμές βασικών προϊόντων καταργείται, το ασφαλιστικό σύστημα αποδυναμώνεται και η δημόσια υγεία και παιδεία αποψιλώνονται, ενώ σημαντικοί τομείς της οικονομίας (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, μεταφορές κ.α.), καθώς και η αγοράεργασίας απελευθερώνονται (Γεωργάκης, 2009). Στα πλαίσια του νεοφιλελευθερισμού, που ενδιαφέρεται σχεδόν αποκλειστικά για την ανάπτυξη του κεφαλαίου, το Κράτος Πρόνοιας χάνει το νόημα ύπαρξής του, μιας και ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού «περισσεύει», δε μπορεί να απορροφηθεί στην παραγωγική διαδικασία και η μοίρα του είναι η δια βίου ανεργία ή η εναλλαγή ανεργίας – ελαστικής απασχόλησης. Επειδή, λοιπόν, οι παροχές της πρόνοιας κοστίζουν στο κράτος χωρίς να αποφέρουν κάποιο κέρδος, αυτό σταδιακά αποδεσμεύεται από τη στήριξη των λιγότερο ευνοημένων της κοινωνίας και η αντίληψη που στήνεται γύρω από τις κοινωνικές παροχές μετατρέπονται σιγά σιγά από «δικαίωμα του πολίτη» σε «στίγμα του αδύναμου και απρονόητου ανθρώπου» (Bauman, 2002 [2]: 80-85).
Η αποδόμηση του Κράτους Πρόνοιας, μιας συγκεκριμένης δηλαδή μορφής του αστικού κράτους, συγχέεται συχνά με την αποδόμηση και την ανυπαρξία του κράτους συνολικά. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει. Η κρατική παρέμβαση είναι πιο κρίσιμη από ποτέ, όσον αφορά στον έλεγχο της εργασίας, ενώ ο ρόλος του κράτους δεν περιορίζεται, αλλά αλλάζει στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αυξάνει τη δύναμή του σε σχέση με το εθνικό και στις διεθνείς νομισματικές αγορές αναδύονται διακρατικοί μηχανισμοί (Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) για την άσκηση της συλλογικής εξουσίας των καπιταλιστικών εθνών στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές διαπραγματεύσεις (Harvey, 2007: 233-235). Μέσω των μηχανισμών αυτών πραγματοποιείται και η εξάπλωση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών από Αμερική και Αγγλία τόσο στις δυτικές χώρες όσο και στις χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ και του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, στόχος είναι η «σύγκλιση των τρόπων οικονομικής και κοινωνικής ρύθμισης» σε παγκόσμιο επίπεδο (Μαλούτας, 2011).  Έτσι, ο ρόλος του κράτους σήμερα είναι να μπορέσει να συμβιβάσει το εθνικό με το διεθνικό:
«καλείται να ρυθμίζει τις δραστηριότητες του εταιρικού κεφαλαίου για το εθνικό συμφέρον, ενώ ταυτόχρονα υποχρεώνεται, επίσης για το εθνικό συμφέρον, να δημιουργεί “καλό επιχειρηματικό κλίμα’’, ώστε αυτό να λειτουργεί ως κίνητρο προς το διεθνικό και το παγκόσμιο χρηματιστικό κεφάλαιο και να αποτρέπει τη φυγή των κεφαλαίων σε πιο γόνιμες και πιο κερδοφόρες βοσκές.» (Harvey, 2007: 234)
Τέλος, ένα ακόμα χαρακτηριστικό της σύγχρονης εποχής είναι το γεγονός ότι η απλή ατομική κατανάλωση έχει δώσει τη θέση της στον καταναλωτισμό, όπου η ικανότητα κάποιου να καταναλώνει αποτελεί το σημαντικότερο παράγοντα της ζωής του και τον ορίζει υπαρξιακά. Η «σαγήνη της αγοράς» όπως την χαρακτηρίζει ο Bauman, προκαλεί τον κοινωνικό διαχωρισμό ανάμεσα σε αυτούς που έχουν τη δυνατότητα να καταναλώσουν και σ’ αυτούς που δεν την έχουν. Η κατανάλωση έχει γίνει το μέτρο για μια επιτυχημένη, ευτυχισμένη και καθώς πρέπει ζωή (Bauman, 2002 [2]: 86-95). Όπως υποστηρίζει ο Baudrillard, όλες οι κοινωνίες, ανέκαθεν, κατανάλωναν κάτι περισσότερο από το απολύτως απαραίτητο, γιατί στην κατανάλωση του περισσεύματος τόσο το άτομο όσο και η κοινωνία αισθάνονται όχι μόνο ότι υπάρχουν, αλλά και ότι ζουν. Ωστόσο, σήμερα το περιττό, η τελετουργική μη χρησιμότητα της «δαπάνης για το τίποτε» γίνεται ο τρόπος παραγωγής των αξιών, των διαφορών και του νοήματος, τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Η καταναλωτική διαδικασία είναι σήμερα αφενός μια διαδικασία σήμανσης και επικοινωνίας, που θεμελιώνεται σε έναν κώδικα στον οποίο οι καταναλωτικές πρακτικές εγγράφονται και αποκτούν τη σημασία τους και αφετέρου μια διαδικασία ταξινόμησης και κοινωνικής διαφοροποίησης η οποία δημιουργεί ιεραρχίες και καταστατικές αξίες (Baudrillard, 2005: 38-39, 60)

Επίλογος

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι τη μετανεωτερική περίοδο, που χρονικά προσδιορίσαμε περίπου από το 1972 και μετά, χαρακτηρίζει ένας έκδηλος μετασχηματισμός τόσο στις πολιτικές – οικονομικές όσο και στις πολιτισμικές πρακτικές. Αυτές διατρέχουν κάθετα ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο και διαμορφώνουν μια κοινωνία με καινοφανή χαρακτηριστικά. Ένα στοιχείο που αναδύεται ως κυρίαρχο είναι μια διάχυτη αβεβαιότητα και, όπως εύστοχα επισημαίνουν οι Marcus Doel και David Clarke, «μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα φόβου». Τον κόσμο χαρακτηρίζει μια διαρκής κατάσταση αταξίας, κατακερματισμού και ανασφάλειας, η έλλειψη συνέπειας και κατεύθυνσης και ταυτόχρονα αναδύεται ένα «απεριόριστο» δυνατοτήτων. Ενώ η ύπαρξη τεράστιων δυνατοτήτων θα μπορούσαν να βάλουν σε απελευθερωτική τροχιά ολόκληρη την ανθρωπότητα, η απεριόριστη ελευθερία που παραχωρήθηκε στο κεφάλαιο, η απάρνηση όλων των λογικών επιχειρημάτων πέραν των οικονομικών και η προτεραιότητα που δόθηκε χωρίς αμφισβήτηση στον παραλογισμό και την ηθική τύφλωση του αγοραίου ανταγωνισμού σήμαναν την κατάρρευση των προστατευτικών δικτύων και σχέσεων που μέχρι τότε συντηρούνταν από την κοινωνία και έδωσαν μια νέα ώθηση στην αμείλικτη διαδικασία κοινωνικής πόλωσης με οδυνηρές συνέπειες για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (Bauman, 2002[2]: 52-60). Όπως υποστήριζε ο Simmel (1978), σε τέτοιες εποχές η επιθυμία για σταθερές αξίες οδηγεί σε μια «παράδοξη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας» και δίνεται ενισχυμένη έμφαση στο κύρος βασικών θεσμών: της οικογένειας, της θρησκείας και του κράτους. Υπάρχουν άφθονα στοιχεία που δείχνουν ότι περίπου από το 1970 και μετά σε όλο τον δυτικό κόσμο αναζωογονήθηκε η υποστήριξη σ’ αυτούς τους θεσμούς και στις αξίες τις οποίες αντιπροσωπεύουν (Harvey, 2007: 236).

1.2.2. Οι «απόκληροι» της μετανεωτερικής κοινωνίας

Η στροφή στο νεοφιλελευθερισμό και η μετανεωτερική κοινωνία σαν μια νέα τάξη πραγμάτων έχει δημιουργήσει τους δικούς της «απόκληρους». Διάφοροι συγγραφείς και αναλυτές προσπαθούν να περιγράψουν αυτή τη νέα «τάξη» ανθρώπων που βρίσκονται στη δυσμενέστερη θέση στη σύγχρονη κοινωνία.
1. Τάξη των παριών (underclass)
Ένας όρος που αρχικά κυκλοφορεί στους ακαδημαϊκούς κύκλους της Αμερικής και της Βρετανίας είναι ο όρος «τάξη των παριών» (underclass). Πρωτοδιατυπώθηκε από τον οικονομολόγο Gunnar Myrdal το 1963, για να σηματοδοτήσει τους κινδύνους της αποβιομηχάνισης, το να εκπέσει δηλαδή ένα μέρος του πληθυσμού σε μια κατάσταση μόνιμης ανεργίας. Στην πορεία της χρήσης του όρου επιβάλλεται μια προσέγγιση που αφορά περισσότερο στη συμπεριφορά και την κουλτούρα που φέρει η «τάξη των παριών» (αποκλίνουσα και βίαιη συμπεριφορά, εγκληματικότητα, χαλαροί οικογενειακοί δεσμοί κ.α.) (Welshman, 2006: 127-155).
Πράγματι, οι δύο διακριτές οπτικές του ζητήματος είναι: η «λογική της ατομικής ευθύνης» και η «λογική των κοινωνικών αιτιών». Η πρώτη, που είναι και αυτή που κυριαρχεί, καλείται αλλιώς πολιτισμική, συμπεριφορική ή και συντηρητική προσέγγιση και συνδέεται με τη λογική των νεοκλασικών οικονομολόγων και των νεοφιλελεύθερων (MacDonald, 2001: 5). Στον πυρήνα της λογικής αυτής κυριαρχεί η αντίληψη ότι  η κάθοδος προς την «τάξη των παριών» αποτελεί ζήτημα επιλογής – εσκεμμένα ή από παράλειψη – και στα μέλη της προσάπτονται τα χαρακτηριστικά της αδεξιότητας, της ελλιπούς ευστροφίας, βούλησης και προσπάθειας, του ηθικού ελλείμματος και της εγκληματικής πρόθεσης (Bauman, 2002[1]: 193-199). Η δεύτερη, που καλείται αλλιώς και ριζοσπαστική, εντοπίζει τα αίτια της δημιουργίας της «τάξης των παριών» σε δομικούς κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, για την ακρίβεια τη θεωρούν ένα προϊόν των κοινωνικοοικονομικών αλλαγών, κατά τις οποίες οι αλλαγές στη σφαίρα της οικονομίας και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές καθιστούν ένα μέρος του πληθυσμού περιττό (MacDonald, 2001: 6). Στη λογική αυτή εγγράφεται και η δική μας προσέγγιση, όπως φαίνεται και από την παραπάνω ανάλυση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών της περιόδου.
Η λεγόμενη «τάξη των παριών» είναι μια τάξη που αναδύεται με νέους όρους στις σύγχρονες αναπτυγμένες κοινωνίες, είναι υποσύνολο του φτωχού πληθυσμού και περιλαμβάνει φτωχούς, άνεργους, άστεγους, ζητιάνους, επαίτες, φτωχούς χρήστες εξαρτησιογόνων ουσιών κλπ. Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα μέλη της είναι η στέρηση κανονικής εργασίας και η ανέχεια (μεγαλύτερη ακόμα και από αυτή του πιο χαμηλά αμειβόμενου πληθυσμού), η μεγάλη διάρκεια κατά την οποία βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση (μπορεί να είναι και εφ΄ όρου ζωής ή και να διατρέχει και περισσότερες από μία γενιές), τα ιδιαίτερα κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά που συγκροτούν τα μέλη της (αξίες, κουλτούρα, τρόπος ζωής, συμπεριφορά, κοινωνικά δίκτυα), συχνά η συγκρότησή τους σε διακριτές περιοχές (γκέτο), ο κοινωνικός αποκλεισμός που βιώνουν και σχεδόν η ολοκληρωτική αδυναμία απόδρασης και ανέλιξης (Roberts, 2001: 39-45) (Welshman, 2006: 143). Τέλος, ένα ακόμα στοιχείο που συνέχει αυτό το κοινωνικό κομμάτι είναι ότι από την κυρίαρχη ιδεολογία θεωρείται «άχρηστο» για το κοινωνικό σύνολο, κάτι χωρίς το οποίο εμείς οι υπόλοιποι θα μπορούσαμε κάλλιστα να ζήσουμε, «αποτελούν πραγματικά ένα μαύρο στίγμα σε ένα τοπίο που διαφορετικά θα ήταν χαριτωμένο» (Bauman, 2002[1]: 184).
2. Τέταρτος κόσμος κατά τον Manuel Castells
Γύρω από τη φύση αυτού του κοινωνικού στρώματος κινείται και ο Manuel Castells με τον όρο «τέταρτος κόσμος», που περιγράφει τον παράλληλο κόσμο που δημιουργείται από «τις μαύρες τρύπες», όπως τις αποκαλεί, του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Την ίδια στιγμή που σε παγκόσμιο επίπεδο κατασκευάζεται ένα περίπλοκο πλέγμα κεφαλαίου, εργασίας, πληροφορίας και αγορών μέσω τεχνολογίας, πληροφορικής, αυτοματοποίησης και ανθρώπινου δυναμικού διαφορετικών τοπικοτήτων, το σύστημα πετάει εκτός του πληθυσμούς και περιοχές που στερούνται των αξιών και των ενδιαφερόντων του. Ο «τέταρτος κόσμος» του Castells αποτελείται από πολλές «μαύρες τρύπες» που έχει αποβάλει το σύστημα σε πλανητικό επίπεδο, μπορεί να περιλαμβάνει από ολόκληρες χώρες της Αφρικής, της Ασίας ή της Αμερικής, μέχρι διαμορφωμένα γκέτο στο εσωτερικό των πόλεων ή στα προάστια και κατοικείται από εκατομμύρια άστεγους, φυλακισμένους, πόρνες, εγκληματίες, αρρώστους και αναλφάβητους, το κοινό στοιχείο των οποίων είναι η φτώχεια. Ο αριθμούς αυτού του πληθυσμού ενώ αλλού είναι μικρότερος και αλλού μεγαλύτερος, σε παγκόσμιο επίπεδο έχει αυξητική τάση. Αν διαβεί κανείς το κατώφλι του «τέταρτου κόσμου» του Castells είναι σχεδόν απίθανο να εξέλθει, καθώς αυτός είναι κοινωνικά και πολιτισμικά αποκλεισμένος από τον υπόλοιπο κόσμο και η σύνδεση γίνεται μονάχα σε οικονομικό επίπεδο – μέσω του παραεμπορίου (ναρκωτικά, πορνεία κλπ) – και σε γραφειοκρατικό επίπεδο μέσω κρατικών και διακρατικών μηχανισμών (μηχανισμούς που φροντίζουν για τον περιορισμό του: πρόνοια και καταστολή) (Castells, 2010: 150-170, 373).
Ωστόσο, ακόμη και η χρήση ενός ενιαίου ορισμού για να περιγράψουμε μια τόσο ανομοιογενή μάζα ανθρώπων δέχεται κριτική. Οι Bagguley και Mann δεν αποδέχονται καν τον όρο «τάξη των παριών», καθώς πιστεύουν ότι πρόκειται για ένα ιδεολογικό σχήμα των ακαδημαϊκών κύκλων που χρησιμεύει απλώς στο να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ισχυρών, αποπροσανατολίζοντας από τις πραγματικές αιτίες της φτώχειας και τα προβλήματα των φτωχών (MacDonald, 2001: 6). Περίπου στο ίδιο πνεύμα, αλλά αποδεχόμενος τον όρο, ο Bauman, θεωρεί ότι η συγκρότηση σε μία ενιαία οντότητα «δεν είναι ετυμηγορία που προκύπτει από τα γεγονότα», αντίθετα «στηρίζεται σε μία αυθαίρετη επιλογή αξιών και μια εκτίμηση». (Bauman, 2002[1]: 186-187).
Σε μια κοινωνία της αφθονίας που λειτουργεί ως ένα «πολιορκημένο κάστρο», το οποίο περιβάλλεται από εχθρούς που αλλοιώνουν την καθημερινότητα και την κανονικότητά της, οι εν λόγω παρείσακτοι, ακόμη και αν δεν υπήρχαν, θα έπρεπε να εφευρεθούν. Οι άνθρωποι που ζουν στο περιθώριο εξυπηρετούν την απορρόφηση των φόβων, των ανησυχιών, και της ανασφάλειας της καταναλωτικής κοινωνίας, στο βαθμό που αυτά τα συναισθήματα δεν μπορούν να διοχετευθούν προς κάποιον εξωτερικό εχθρό. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι η έννοια της «τάξης των παριών» παρουσιάστηκε στο προσκήνιο στη δύση του Ψυχρού Πολέμου, συνενώνοντας κάτω από μια ομπρέλα ασύνδετες και μεμονωμένες δράσεις πολιτικής τρομοκρατίας και λειτουργώντας πια στο εσωτερικό των χωρών σαν υποκατάστατο της εξωτερικής «σοβιετικής/κομουνιστικής συνωμοσίας» (Bauman, 2002[1]: 184-187).

Επίλογος

Κλείνοντας και επιστρέφοντας στους άστεγους, θα συμμεριστούμε την άποψη του Pleace ότι το φαινόμενο των αστέγων δεν αποτελεί ένα ξεχωριστό κοινωνικό πρόβλημα. Οι άστεγοι μπορούν να θεωρηθούν υποσύνολο της «τάξης των παριών» και η αστεγία είναι ένα από τα προϊόντα της διαδικασίας του κοινωνικού αποκλεισμού, ενώ και η ίδια δημιουργεί κοινωνικό αποκλεισμό. Με άλλα λόγια είναι «η αδυναμία ενός τμήματος των κοινωνικά αποκλεισμένων να έχουν πρόσβαση στις κοινωνικές παροχές και την κατοικία» (Kennett, 1999: 39).

2. Το υποκείμενο «άστεγος» στη σύγχρονη δυτική κοινωνία

2.1. Προσδιορισμοί των αστέγων

Τι είναι όμως η αστεγία και ποιός ορισμός μπορεί να δοθεί για τον «άστεγο»; Το να προσδιοριστεί ο «άστεγος» αποτελεί κάτι πολύ περίπλοκο και στη βιβλιογραφία υπάρχει ασυμφωνία. Ο ορισμός που χρησιμοποιείται κάθε φορά συνήθως συνδέεται με τους στόχους και τη δεοντολογία του σώματος ή του οργανισμού που τη χρησιμοποιεί, με αποτέλεσμα οι ορισμοί να διαφέρουν μεταξύ τους. Ωστόσο, οι διάφοροι ορισμοί είναι αυτοί που διαμορφώνουν την πολιτική που ακολουθείται για τους αστέγους και την κοινή γνώμη, προσδιορίζουν τις αιτίες και άρα σκιαγραφούν και τις λύσεις στο πρόβλημα (Ravenhill, 2008:5).

2.1.1. Ο προσδιορισμός του «άστεγου» σε συνάφεια με τον προσδιορισμό του «σπιτιού»

Αν αναρωτηθούμε τι είναι ο άστεγος, το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό είναι «αυτός που δεν έχει σπίτι». Ο Johnson αναφέρει ότι «ένας απλός ορισμός που περιγράφει την κατάσταση των αστέγων, ικανοποιώντας τον κοινό νου, είναι η απουσία κατοικίας ή η έλλειψη μιας σταθερής, αξιόπιστης πηγής στέγασης» (Murphy & Tobin, 2011:9). Πράγματι, αν θέλουμε όντως να κατανοήσουμε το φαινόμενο της αστεγίας, είναι καταρχήν αναγκαίο να αντιληφθούμε τι σημαίνει η έννοια του ίδιου του «σπιτιού» (Ravenhill, 2008:6).
Για να το κατανοήσουμε αυτό θα πρέπει, αρχικά, να διευκρινιστούν οι διαφορές μεταξύ της ελληνικής και της αγγλικής γλώσσας, όσον αφορά στις λέξεις «σπίτι» και «άστεγος». Ενώ στα ελληνικά υπάρχουν πολλές λέξεις που περιγράφουν την έννοια του σπιτιού όπως σπίτι, ενδιαίτημα, οικία, κατοικία, στέγη, εστία κ.λπ. το νοηματικό περιεχόμενό τους δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα. Επίσης υπάρχει μόνο μια λέξη που υποδηλώνει τους ανθρώπους χωρίς κατοικία: η λέξη «άστεγος». Από την άλλη στην αγγλική γλώσσα υπάρχουν τουλάχιστον τρεις διαφορετικές λέξεις που προσδιορίζουν τους αστέγους: homeless, houseless και roofless. Οι τρεις αυτές λέξεις προσδιορίζουν διαφορετικά πράγματα.
Homeless: Περιλαμβάνει όσους δε «νιώθουν» και «βιώνουν» τόσο τις λειτουργικές όσο και τις ψυχολογικές λειτουργίες του σπιτιού. Για παράδειγμα κάποιος που κατοικεί σε ιδιόκτητο σπίτι, αλλά κακοποιείται από τους συγκατοίκους του θα μπορούσε να θεωρηθεί homeless, αφού δεν πληρείται το κριτήριο της ασφάλειας.
Houseless: Περιλαμβάνει όσους στερούνται τις υλικές λειτουργίες του σπιτιού, όσους δηλαδή δεν κατοικούν σε ένα συμβατικό σπίτι. Για παράδειγμα, κάποιος που κατοικεί σε ένα εγκαταλελειμμένο φορτηγό μπορεί να χαρακτηριστεί ως houseless.
Roofless: Περιλαμβάνει όσους στερούνται οποιαδήποτε μορφή στέγασης, ακόμη και αν πρόκειται για μια πρόχειρη κατασκευή. Ουσιαστικά οι roofless αποτελούν τους αστέγους των δρόμων και των δημόσιων χώρων. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε πως μπορεί ο γενικότερος ορισμός να χρησιμοποιηθεί για να αποδώσει άτομα τα οποία εντάσσονται σε μια πιο ειδική κατηγορία, χωρίς κάτι τέτοιο να θεωρείται λάθος. Για παράδειγμα μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς κάποιον που είναι roofless ως homeless, αλλά όχι κατ’ ανάγκη και το αντίστροφο (Σκραπαρλής, 2013: 34-35).
Σπίτι (house): υλικό-φυσικό στοιχείο, προϊόν της ανθρώπινης εργασίας, εμπόρευμα
Το σπίτι (house) είναι υλικό, φυσικό στοιχείο, το προϊόν της ανθρώπινης εργασίας που δαπανήθηκε χρησιμοποιώντας στοιχεία της φύσης με σκοπό τη διαμονή.  Όπως συμβαίνει στον καπιταλισμό, το προϊόν της ανθρώπινης εργασίας, στην προκειμένη το σπίτι, αποξενώνεται από το δημιουργό του και αποκτά χαρακτήρα εμπορεύματος και το όποιο δημιουργικό περιεχόμενο του «κτίζω για να κατοικήσω» χάνεται, αφήνοντας κυρίαρχη την ανταλλακτική αξία που απόκτα η κατοικία στην αγορά.
Το σπίτι σαν εμπόρευμα αποτελεί περιουσιακό στοιχείο και τεκμήριο, έχει σημαντική χρηματική αξία, μπορεί να αποφέρει οικονομικό  κέρδος και άρα και οικονομική ισχύ και εξουσία και τα κριτήρια με τα οποία εξετάζεται η ποιότητά του τα επιβάλλει η αγορά. Παράγεται είτε από το κράτος είτε από τον ιδιώτη, πρωτίστως με σκοπό να διατεθεί στην αγορά και να αποφέρει κέρδος. Η εμπορευματοποίηση του σπιτιού έχει αντίκτυπο στην ποιότητα της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ του κατοίκου και της κατοικίας, η οποία μετατρέπεται σε ιδιοκτησιακή σχέση μεταξύ του κατόχου και του ιδιόκτητου χώρου του (Dovey, 1985:53-55).
Τα χαρακτηριστικά του σπιτιού – εμπόρευμα είναι: η ανθεκτικότητα στο χρόνο, η γεωγραφική σταθερότητα και η χρηματική του αξία, χαρακτηριστικά τα οποία το καθιστούν μια καλή και αρκετά σίγουρη επένδυση, αφού το καθιστούν λιγότερο ευάλωτο στις διακυμάνσεις της αγοράς (Saegert, 1985:296). Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά του αυτά δεν φαίνεται να μπόρεσαν να αναστείλουν το τεράστιο πρόβλημα που δημιουργήθηκε στον στεγαστικό τομέα με την κρίση του 2009, που σήμανε και την αρχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αφήνοντας τελείως έκθετη τη στεγαστική πολιτική που είχε ακολουθηθεί μέχρι τότε.
Στον στεγαστικό τομέα, ο οποίος είναι πια ένας αυτόνομος και σημαντικός τομέας της αγοράς, ακολουθήθηκε μια πολιτική με σκοπό την απορρόφηση του πλεονάζοντος κεφαλαίου, η ύπαρξη και ακινησία του οποίου οδηγεί στο ξέσπασμα οικονομικών κρίσεων. Η διαδικασία αυτή, στην οποία είναι κυρίαρχος ο ρόλος της πίστωσης, είναι  σαφώς κερδοσκοπική μακροπρόθεσμα και πάντοτε υπάρχει ο κίνδυνος να αναπαράγει εκείνες τις συνθήκες υπερσυσσώρευσης που αρχικά επιδίωκε να μετριάσει. Έτσι, στις ΗΠΑ ακολουθήθηκε μια πολιτική που από τη μια επέτρεπε ενυπόθηκο δανεισμό και από την άλλη δανεισμό και πωλήσεις με βάση μελλοντικά έσοδα, με άλλα λόγια στηριζόταν σε πλασματικό κεφάλαιο. Τα δάνεια διαχύθηκαν στα μεσοαστικά και εργατικά στρώματα με επισφαλή εισοδήματα, με αποτέλεσμα την αδυναμία αποπληρωμής τους, την απότομη κάμψη της ζήτησης νέων κατοικιών και την υπερχρέωση των εργολάβων. Οι διαδικασίες αυτές δημιούργησαν ανυπέρβλητα προβλήματα στις τράπεζες που χορηγούσαν αφειδώς δάνεια σε αγοραστές και κατασκευαστές. Η αλληλεξάρτηση περιφερειακών τραπεζών με τις κεντρικές, με άλλα πιστωτικά ιδρύματα εκτός ΗΠΑ και με τα διεθνή επενδυτικά χαρτοφυλάκια στα οποία «έπαιζαν» και δεκάδες ασφαλιστικά ταμεία, δήμοι αλλά και εθνικά κράτη δεν άργησε να μεταφέρει την κρίση και στην Ευρώπη με τα γνωστά αποτελέσματα (Harvey, 2013: 13-20, 73-136). Συνεπώς, το σπίτι – εμπόρευμα μπορεί να το χάσει ο κάτοχός του με τον ίδιο τρόπο που μπορούν να χαθούν όσα εμπορεύματα μπαίνουν στην κυκλοφορία του κεφαλαίου.
Σπίτι (home): house+x (όπου x=κοινωνικός, ψυχολογικός, υποκειμενικός παράγοντας)
Το σπίτι (home) διαφέρει από το υλικό στοιχείο σπίτι (house), για την ακρίβεια το περιέχει. Το σπίτι (home) μπορεί να είναι ένας υλικός χώρος, ωστόσο η έννοια περιλαμβάνει επιπλέον μια σειρά συναισθηματικών, ψυχολογικών και υποκειμενικών στοιχείων και αυτά τα στοιχεία είναι που τελικά μετατρέπουν έναν υλικό χώρο σε σπίτι. Έτσι, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τελικά:
σπίτι (home) = σπίτι (house) + x
όπου το σπίτι (house) είναι απλό υλικό στοιχείο – και όχι εμπόρευμα – και ο x είναι το σύνολο των συναισθηματικών, ψυχολογικών και υποκειμενικών παραγόντων.
Σε κανονικές συνθήκες όλοι αυτοί οι άυλοι παράγοντες φαίνεται να υποτιμούνται και να εντάσσονται στο φάσμα της ρουτίνας και της καθημερινότητας. Όταν τελικά περιγράφονται συνειδητά και αναγνωρίζονται ως σημαντικοί είναι όταν υπάρχει ο κίνδυνος απώλειας της στέγης (Fox, 2006: 182, 169-170).
Το σπίτι (home) προϋποθέτει μια σχέση μεταξύ του ανθρώπου και του τόπου, που «δομείται στην εμπειρία την καθημερινής ζωής» (Dovey, 1985:54). Προσδιορίζεται από τα άτομα σε σχέση με τις έννοιες οικογένεια και κοινωνικό κέντρο. Όπως υποστηρίζουν οι Saunders και Williams σε αυτό γίνεται «η συγχώνευση του νοικοκυριού και του σπιτιού και σχηματίζεται μια κοινωνικοχωρική μονάδa» ή σύμφωνα με τον Crow «στο σύγχρονο οικιακό ιδανικό το σπίτι και η οικογένεια εξελίσσονται μαζί» (Fitzpatrick, 2000:34). Επιπλέον, το σπίτι είναι ένας ιδιαίτερος χώρος από τον οποίο το άτομο μπορεί να προσδιορίζει τον εαυτό του και συγκροτεί την ταυτότητά του. Νιώθει ότι το αίσθημα του «ανήκειν», καθώς και της κυριότητας και της οικειότητας σε πράγματα. Είναι τόπος ανάπαυσης στον οποίο μπορεί κανείς να είναι «ο εαυτός του», αναπτύσσει και νιώθει την ασφάλεια και την ιδιωτικότητα. Τέλος, είναι το σημείο γύρω από το οποίο οργανώνουμε τη ζωή και τις δραστηριότητές μας (Ravenhill, 2008: 11). Όλα τα παραπάνω μπορεί από τη μία να έχουν ιδεολογική αναφορά σε έναν τρόπο ζωής προσανατολισμένο στην ιδιωτική ζωή και την κατανάλωση, από την άλλη όμως υποδηλώνουν τη σημασία των κοινωνικών σχέσεων στην κατασκευή του σπιτιού (home) (Fitzpatrick, 2000:34-35), καθώς και τη σημασία που έχει για τον άνθρωπο ο προσωπικός χώρος.
Ο προσωπικός χώρος εννοείται εδώ ως μέρισμα της διαλεκτικής σχέσης προσωπικός/δημόσιος χώρος, η οποία παράγεται από δύο διακρίσεις: εγγύτητα/απόσταση και απόκρυψη/έκθεση. Τον προσωπικό χώρο ορίζει η αποκρυπτόμενη από τους εκτός χώρου εγγύτητα των εντός, ενώ συμπληρωματικά το δημόσιο χώρο ορίζει η έκθεση όλων ενώπιον όλων σε απόσταση του ενός από το άλλο. Οι διακρίσεις αυτές όμως δεν αρκούν για να ορίσουμε τον προσωπικό και το δημόσιο χώρο. Η αναλυτικά ιδιαίτερη σημασία του προσωπικού χώρου είναι η αναγκαιότητά του στην αναπαραγωγή του προσώπου, ενώ του δημόσιου χώρου είναι η αναγκαιότητά του στην αναπαραγωγή της κοινότητας. Η διαλεκτική προσωπικού/δημόσιου χώρου είναι η χωρική διάσταση της διαλεκτικής προσώπου/κοινότητας. Ο προσωπικός χώρος είναι αναγκαίος στην ελευθερία του προσώπου και ο δημόσιος χώρος είναι αναγκαίος στη συλλογικότητα. Η διαλεκτική προσωπικού/δημόσιου χώρου είναι πρωτογενής στην ανθρώπινη κοινωνία και διαφέρει από τη διαλεκτική οίκος/πόλις, η οποία αναπτύσσεται με συγκεκριμένο τρόπο στη σημερινή πολιτικά ολοκληρωμένη σε κράτος κοινωνία (Κωτσάκης, 2008:43-44).
Η «αστεγία» και το «σπίτι» από την πλευρά των αστέγων
Παρακάτων θα περιγράψουμε τον τρόπο με τον οποίο βιώνουν οι ίδιοι οι άστεγοι την κατάσταση της αστεγίας, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο περιγράφουν την έννοια του «σπιτιού». Αυτό που έχει ενδιαφέρον, όπως μαρτυρούν διάφορες έρευνες, είναι ότι ανατρέπεται το προφανές που θέλει να βιώνεται ως μεγαλύτερη η απώλεια του σπιτιού σαν φυσικό στοιχείο. Διεπιστημονικές έρευνες αποδεικνύουν ότι τα στοιχεία που αποδίδονται στον παράγοντα x (υποκειμενικά, συναισθηματικά, ψυχολογικά) είναι αυτά που επιδρούν καταλυτικά και καταστροφικά πάνω σε αυτόν που βιώνει την απώλεια. Το να χάσει κανείς το σπίτι του σημαίνει ότι χάνει έναν χώρο επενδεδυμένο με αναμνήσεις και νοήματα, σημαίνει ότι εισάγεται σε μια κατάσταση διαρκούς ανασφάλειας, δυσκολίας να διαχειριστεί και να ελέγξει τα όσα συμβαίνουν στη ζωή του. Μάλιστα, οι δύο αυτοί παράγοντες – ανασφάλεια και  έλλειψη ελέγχου – είναι αυτοί που στην ψυχοκοινωνική βιβλιογραφία τοποθετούνται μεταξύ των σημαντικότερων που ευθύνονται για την κακή ψυχική υγεία των ανθρώπων στη σύγχρονη κοινωνία (Fox, 2006: 182-183). Από τα αποτελέσματα μιας έρευνας σχετικά με την έννοια του «σπιτιού», που διενεργήθηκε τόσο σε ανθρώπους που έχουν κατοικία όσο και σε αστέγους, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι:
«Το “σπίτι” είναι ένα αίσθημα ασφάλειας, εμπιστοσύνης και σταθερότητας που επιτρέπει τη φυσική, συναισθηματική και ψυχολογική ευρωστία, που είναι αναγκαία για να μπορέσει κανείς να βιώσει τη φιλία και τις ανθρώπινες σχέσεις. Είναι ένα κεντρικό σημείο στη ζωή μας, από το οποίο άλλες δραστηριότητες όπως δουλειά, κοινωνικοποίηση, ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων μπορούν να αναπτυχθούν. Επιπλέον, είναι ένας χώρος μοναδικός μέσω του οποίου τα άτομα προσδιορίζουν τον εαυτό τους και στον οποίο μπορούν να είναι ο πραγματικός εαυτός τους. Ένας χώρος που τους επιτρέπει να “αγκυροβολούν” στην κοινωνία που ζουν ισότιμα με τους άλλους» (Ravenhill, 2008: 12).

2.1.2. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις και οι διάφοροι προσδιορισμοί του «άστεγου»

Και εδώ, κατ’ αναλογία με την «τάξη των παριών» που είδαμε παραπάνω, οι προσεγγίσεις των αστέγων μπορούν να αναλυθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες, ανάλογα με το ποια αίτια εντοπίζουν σαν κυρίαρχα στην εμφάνιση του φαινομένου: τις μαξιμαλιστικές ή δομικές και τις μινιμαλιστικές ή ψυχολογικές (McNaughton, 2008:3). Οι δομικές αναζητούν τις ρίζες της αστεγίας σε μια ποικιλία καταστάσεων – δομικών χαρακτηριστικών της κοινωνίας – όπως η κατάσταση του στεγαστικού τομέα και στην αγορά κατοικίας, η ανεργία και η άνοδος των ενοικίων. Οι προσεγγίσεις που έχουν να κάνουν με ψυχολογικούς παράγοντες εστιάζουν περισσότερο στο ίδιο το άτομο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή τις ιδιαίτερες συνήθειες του (π.χ. χρήση ναρκωτικών ουσιών, αλκοόλ, ψυχική διαταραχή κ.λπ.) και τον τρόπο με τον οποίο αυτό εντάσσεται ή δεν εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο (Ravenhill, 2008:5).
Τα τελευταία χρόνια γίνεται μια ακαδημαϊκή προσπάθεια συγκερασμού των δύο μοντέλων αιτιών που περιγράφηκαν παραπάνω (δομικού και ψυχολογικού), σε μια ενιαία θεωρία υπό τον τίτλο “the New Orthodoxy”, η οποία υποστηρίζει πως η κατάσταση των αστέγων προκαλείται από μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση κοινωνικών και προσωπικών παραγόντων, που εμφανίζεται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες σε συγκεκριμένα άτομα.  Συμπυκνώνοντας τις αρχές της εντοπίζουμε τρία σημεία:
1. κοινωνικοί παράγοντες δημιουργούν τις συνθήκες εντός των οποίων θα εμφανιστεί το πρόβλημα των αστέγων,
2. άνθρωποι με προσωπικά προβλήματα είναι περισσότερο ευάλωτοι σε αυτές τις κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές, οπότε,
3. μια υψηλή συγκέντρωση ανθρώπων με προσωπικά προβλήματα μεταξύ των αστέγων μπορεί να εξηγηθεί από την ευαισθησία τους σε διαρθρωτικές κοινωνικές τάσεις, αντί να αναζητείται σε προσωπικές αιτίες (Fitzpatrick, 2005:4).
Είδη ορισμών που υπάρχουν στη βιβλιογραφία
Πέρα από τι είδος της προσέγγισης που γίνεται, που μπορεί να βρίσκεται πιο κοντά στην πρώτη ή τη δεύτερη κατηγορία, έχει ιδιαίτερη σημασία να διακρίνουμε τους ορισμούς με βάση και το σώμα που τους χρησιμοποιεί. Έτσι, μια κατηγορία είναι οι προσδιορισμοί των αστέγων που αναπτύσσονται στους ακαδημαϊκούς κύκλους, μια δεύτερη αυτοί που αναπτύσσουν οι διάφοροι φορείς που ασκούν κοινωνική πολιτική με σκοπό την αντιμετώπιση του φαινομένου, και μια τρίτη αυτοί που υιοθετεί το ευρύ κοινό. Ενδιαφέρον θα είχε και ο τρόπος με τον οποίο προσδιορίζουν τον εαυτό τους οι ίδιοι οι άστεγοι, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε, όμως, επιτόπια έρευνα, την οποία δεν κάναμε στα πλαίσια της παρούσας εργασίας. Ωστόσο, τα στοιχεία που παραθέσαμε παραπάνω σχετικά με το πώς αντιλαμβάνονται οι άστεγοι το «σπίτι» μπορούν να μας προϊδεάσουν για τον τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι θα αυτοπροσδιορίζονταν.
Παρακάτω παραθέτονται αναλυτικά οι διάφοροι προσδιορισμοί, χρησιμοποιώντας μάλιστα και τις κατηγοριοποιήσεις των ορισμών που έχουν κάνει οι McNaughton και Ravenhill, για να καταλήξουμε τελικά στους επιχειρησιακούς ορισμούς που υιοθετούνται από τους φορείς, και μάλιστα εντοπισμένους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που αφορά και τη χώρα μας. Οι ορισμοί αυτοί είναι πιο στατικοί αλλά και πιο συγκεκριμένοι από τους ακαδημαϊκούς, το ίδιο και επιπλέον περισσότερο επεξεργασμένοι από αυτούς που υιοθετεί η κοινή γνώμη. Ωστόσο, επειδή είναι αυτοί που κατευθύνουν και περιγράφουν την πολιτική που αποβλέπει στην αντιμετώπιση του φαινομένου θεωρούμε ότι επηρεάζουν άμεσα τη ζωή και την καθημερινότητα των αστέγων[4].
Έτσι, η McNaughton, διακρίνει τρία αλληλεπικαλυπτόμενα αλλά διακριτά είδη ορισμών:
1. Ανάλογα με την ανεπάρκεια της στέγης (ως φυσικού στοιχείου):
1.1. Καταρχάς, έχουμε την «απόλυτη κατάσταση» ή αλλιώς «ορατή αστεγία».  Σε αυτή ανήκουν οι άστεγοι που δεν έχουν κανενός είδους καταφύγιο και ζουν αποκλειστικά στο δημόσιο χώρο, οι «ένοικοι του πεζοδρομίου» όπως πολύ εύστοχα έχουν χαρακτηριστεί. Ο ορισμός αυτός είναι ο πιο συνήθης και περιορίζει τις αιτίες του φαινομένου στην έλλειψη ή την ακαταλληλότητα της στέγης που είναι διαθέσιμη στην αγορά (Ravenhill, 2008:7). Αυτή η εικόνα του αστέγου, ως κάποιου που ζει αποκλειστικά στο δημόσιο χώρο, είναι αυτή που έχει κυριαρχήσει στο συλλογικό φαντασιακό και συνήθως συμπληρώνεται από την επαιτεία, την κουλτούρα του «αλήτη», τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, την ψυχική διαταραχή, την εγκληματικότητα. Σε αυτήν την κατηγορία περιλαμβάνονται και άνθρωποι που στερούνται της κατοικίας εξαιτίας του πολέμου ή κάποιας φυσικής καταστροφής (McNaughton, 2008:4-5).
1.2. Δεύτερον, η αστεγία ορίζεται ανάλογα με τη φύση και την ποιότητα της κατοικίας και διαμορφώνεται αυτό που ονομάζουμε «λειτουργική αστεγία». Σε αυτή την προσέγγιση περιλαμβάνονται οι «αόρατοι άστεγοι» με την έννοια του ότι δεν γίνονται αντιληπτοί από το κοινωνικό σύνολο και δεν λαμβάνουν κάποιου είδους κρατική βοήθεια. Αυτή η προσέγγιση περιγράφει μια γκάμα που μπορεί να περιλαμβάνει από την κατάσταση της «απόλυτης αστεγίας» μέχρι περιπτώσεις που έχουν να κάνουν με προσωρινή διαμονή σε ξενοδοχεία ή hostel, σε κέντρα απεξάρτησης, διαμονή σε φίλους ή συγγενικά πρόσωπα όταν δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα στέγασης ή σε  χώρους που δεν είναι σχεδιασμένοι για ανθρώπινη διαμονή. Η εν λόγω προσέγγιση είναι προβληματική όσον αφορά τον ορισμό του τι θεωρείται ως το ελάχιστο της αξιοπρεπούς διαβίωσης, το οποίο ποικίλει από κοινωνία σε κοινωνία (McNaughton, 2008:5-7).
2. Ανάλογα με το πώς ορίζεται υποκειμενικά η έννοια του «σπιτιού»:
Επιπλέον, έχουμε προσεγγίσεις που στο πρόβλημα ορισμού των αστέγων αναζητούν υποκειμενικά κριτήρια ώστε να ορίσουν την έννοια του «σπιτιού». Οι ορισμοί αυτοί συνήθως ενσωματώνουν ένα συνεχές ορισμών από τους αστέγους που ζουν στο δρόμο μέχρι ανθρώπους που έχουν σπίτι, άλλα δεν ζουν ευτυχισμένοι σε αυτό (Ravenhill, 2008:6). Παρόλο που αυτοί οι ορισμοί είναι οι πιο ευέλικτοι για να προσδιοριστεί η αστεγία, μπορούν να επικριθούν και να αμφισβητηθούν ως ορισμοί που θεωρούν άστεγο όλον τον πληθυσμό εκτός από εκείνους που τους ανήκει εξολοκλήρου η κατοικία τους και είναι ικανοποιημένοι από τις συνθήκες στέγασής τους (Ravenhill, 2008:6).
3. Επίσημοι νομικοί ορισμοί:
Επίσης, έχουμε τους ορισμούς όπως αυτοί διατυπώνονται νομικά ή στα πλαίσια της κοινωνικής πολιτικής του κράτους σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Ουσιαστικά, πρόκειται για ορισμούς των αστέγων που δίνονται από το κράτος, όχι τόσο για να περιγράψουν την κατάσταση, όσο για να χρησιμοποιηθούν ως εργαλείο για την κρατική πρόνοια. Αυτοί οι ορισμοί ορίζουν όσους δικαιούνται την κρατική μέριμνα (π.χ. ηλικιωμένοι, ανήλικοι, ψυχικά ασθενείς), εξαιρώντας συνήθως μια πολύ μεγάλη ομάδα αστέγων που απαρτίζεται από ανύπαντρους άντρες οι οποίοι διανυκτερεύουν σε δημόσιους χώρους, και οι οποίοι δεν υπολογίζονται στις κρατικές στατιστικές (Ravenhill, 2008:6). Γενικότερα, και παρά τις προσπάθειες για έναν ορισμό κοινά αποδεκτό από τα ευρωπαϊκά κράτη, κάτι τέτοιο δεν έχει καταστεί εφικτό, αφού η μακροοικονομική κατάσταση, η κοινωνική πολιτική και οι οργανισμοί που ασχολούνται με το ζήτημα των αστέγων διαφέρουν από χώρα σε χώρα (Ravenhill, 2008:8).
Η Ravenhill εντοπίζει δύο επιπλέον τύπους ορισμών:
4. Στατιστικοί ορισμοί:
Οι στατιστικοί ορισμοί συνήθως δεν αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητοι, αλλά ως έρευνες που ενσωματώνονται σε άλλους ορισμούς. Οι στατιστικές έρευνες αποκαλύπτουν περισσότερα για τους οργανισμούς που τις πραγματοποιούν από ότι για το ίδιο το πρόβλημα που μελετάν και αναλύουν. Ο Rossi απορρίπτει τις στατιστικές έρευνες για τους άστεγους ως μη έγκυρες, ως απόπειρες να καταμετρήσουν τους αμέτρητους, καταλήγοντας σε συμπεράσματα που απλά αποτυπώνουν ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο της κατάστασης χωρίς να μπορούν να εγγυηθούν για την αντιπροσωπευτικότητά του. Παρ’ όλα αυτά οι στατιστικές έρευνες καθορίζουν την κοινή γνώμη και διαμορφώνουν τις φιλανθρωπικές καμπάνιες και τις πολιτικές ατζέντες (Ravenhill, 2008:7).
5. Ορισμοί που υιοθετεί το ευρύ κοινό:
Οι ορισμοί που υιοθετεί το ευρύ κοινό, αν και δεν υιοθετούνται από την βιβλιογραφία είναι ιδιαίτερα σημαντικοί, αφού επηρεάζουν την στάση που κρατούν απέναντι στο ζήτημα οργανισμοί και κυβερνήσεις. Οι επικρατούντες ορισμοί μπορούν να οδηγήσουν σε κοινωνική απάθεια ή κοινωνικές απαιτήσεις για την επίλυση του ζητήματος, καθώς και να δημιουργήσουν στερεότυπα χρήσιμα ή υπονομευτικά για την κατάσταση των αστέγων (Ravenhill, 2008:8).
Τέλος, προσεγγίζοντας το ζήτημα από την άποψη του διαστήματος που κάποιος βρίσκεται σε κατάσταση έλλειψης στέγης ορίζονται δύο κατηγορίες: οι «μακροχρόνια άστεγοι» και οι «νεοάστεγοι». Οι «μακροχρόνια άστεγοι» βρίσκονται αρκετά χρόνια στον δρόμο, πιθανόν και από τη νεαρή τους ηλικία και εμφανίζουν την περισσότερο «αποκλίνουσα» συμπεριφορά, όπως το περιγράφει ο Grunberg, πάσχουν από το «σύνδρομο του αστέγου» (“homelessness-as-a-lifestyle”), στο οποίο και θα αναφερθούμε στο 3ο κεφάλαιο. Οι «νεοάστεγοι» αποτελούν μια κατηγορία που προέκυψε τα τελευταία χρόνια κυρίως εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, η οποία επηρεάζει τους πάντες ανεξαρτήτως ηλικίας και επαγγέλματος. Συνήθως πρόκειται για άτομα με μέτριο έως και υψηλό μορφωτικό και βιοτικό επίπεδο, τα οποία βρέθηκαν χωρίς στέγη εξαιτίας της ανεργίας ή των χαμηλών εισοδημάτων (Ζαραφωνίτου, 2012:4-5).
Ενδεικτικά παραδείγματα ακαδημαϊκών ορισμών
Στα πλαίσια του ακαδημαϊκού διαλόγου και βασιζόμενη σε εμπειρικά δεδομένα, η Somerville επιχειρεί να προσδιορίσει τα 6 σημαίνοντα του «σπιτιού», από τα οποία απορρέουν και οι ορισμοί των «αστέγων»:
1. Καταφύγιο: αναφέρεται στο σπίτι σαν φυσικό στοιχείο που προσφέρει προστασία. Η αστεγία μπορεί να οριστεί σαν την κατάσταση εκείνη που αυτή η προστασία λείπει (rooflessness).
2. Εστία: υποδηλώνει τη ζεστασιά και την άνεση που επιτρέπει σε κάποιο να χαλαρώσει όταν βρίσκεται στο σπίτι του. Η αστεγία σημαίνει την έλλειψη αυτής της ζεστασιάς και της άνεσης.
3. Καρδιά: είναι μια έννοια συναισθηματικά φορτισμένη, που αναφέρεται στις σχέσεις αγάπης και τρυφερότητας που αναπτύσσονται στο σπίτι. Η αστεγία σημαίνει την έλλειψη αυτών των σχέσεων.
4. Ιδιωτικότητα: σημαίνει την κατοχή ενός χώρου τον οποίο μπορεί κανείς να ελέγχει και να αποκλείει άλλους. Η αστεγία σημαίνει την ανικανότητα κάποιου να ασκήσει αυτό τον έλεγχο.
5. Χώρος κατοίκησης: σημαίνει απλά ένα χώρο που μπορεί να αποκληθεί «σπίτι» και κατοχυρώνει τον ελάχιστο βαθμό ασφάλειας, που σχετίζεται με μια συγκεκριμένη θέση στο χώρο. Η αστεγία σημαίνει την έλλειψη αυτού του σημείου αναφοράς.
6. Ρίζες: σχετίζονται με τους πόρους από τους οποίους το άτομο αντλεί νοήματα και τα στοιχεία της ταυτότητάς του. Στην κατάσταση αστεγίας εμφανίζεται το αντίθετο: ξεριζωμός και ανωνυμία (Fitzpatrick, 2000:35).
Στα ίδια πλαίσια, η Ravenhill ορίζει τρεις κατηγορίες αστέγων, χωρίς να χρησιμοποιεί τη λέξη homeless, επιλέγοντας να αποφύγει την πολυπλοκότητα και τους υποκειμενικούς παράγοντες που αφορούν στον ορισμό του «σπιτιού» (home):
1. Άστεγοι (Roofless): είναι όσοι δεν έχουν μια στέγη πάνω από το κεφάλι τους τα βράδια και αναγκάζονται να κοιμηθούν σε δρόμους, παγκάκια, πάρκα ή ανάμεσα σε θάμνους. Η εν λόγω κατηγορία αποτελείται από άτομα τα οποία η κοινωνία θεωρεί ως άστεγα.
2. Στερούμενοι κατοικίας (Houseless): είναι όσοι ζουν σε υπόστεγα, αυτοκίνητα, τροχόσπιτα ή σκηνές, οι οποίοι χωρίς να ανήκουν στην 1η κατηγορία θεωρούνται επίσης άστεγοι.
3. Άνθρωποι που ζουν σε επισφαλείς συνθήκες στέγασης (Precariously housed): όσοι ζουν σε ξενώνες, καταλήψεις, φτηνά ξενοδοχεία, σπίτια οικείων, προσωρινά καταλύματα, καταφύγια με υπεράριθμους τροφίμους ή όσοι αναμένεται να υποστούν έξωση (Ravenhill, 2008:13)
Επιχειρησιακοί ορισμοί που χρησιμοποιούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο
Ας δούμε τώρα συγκεκριμένα ποίοι είναι οι επιχειρησιακοί ορισμοί που υιοθετούνται σε επίπεδο Ευρώπης. Ένας από τους ευρωπαϊκούς φορείς που επηρεάζουν μια σειρά χωρών, μέσα σε αυτές και την Ελλάδα, είναι η FEANTSA με την τυπολογία ETHOS. Η εν λόγω τυπολογία ορίζει τρία χαρακτηριστικά του «σπιτιού» η έλλειψη των οποίων περιγράφει την έλλειψη στέγης. Το να έχει κανείς «σπίτι» σημαίνει:
“1. να έχει οίκημα (ή χώρο), στον οποίο το άτομο και η οικογένεια του έχουν την αποκλειστική κυριότητα (φυσική διάσταση),
2. να είναι κανείς σε θέση να διαθέτει προσωπικό χώρο και να απολαμβάνει τις κοινωνικές του σχέσεις (κοινωνική διάσταση), και
3. να έχει κανείς έναν νόμιμο τίτλο για την ιδιοκτησία ενός χώρου (νομική διάσταση).”
Αυτή η ανάλυση οδηγεί στις 4 κύριες διαφοροποιήσεις που υποδηλώνουν την έλλειψη του σπιτιού: άστεγοι στον δρόμο, έλλειψη κατοικίας, επισφαλής στέγη και ανεπαρκής ή ακατάλληλη στέγη. Κατά συνέπεια η τυπολογία ETHOS κατατάσσει τους ανθρώπους που είναι άστεγοι σύμφωνα με τις συνθήκες διαβίωσης και στέγαση. Οι 4 αυτές βασικές εννοιολογικές κατηγορίες χωρίζονται σε 13 υποκατηγορίες σύμφωνα με επιμέρους λειτουργικούς ορισμούς, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την καταγραφή και την χαρτογράφηση του προβλήματος, την εξέλιξη και παρακολούθηση του φαινόμενου και την αξιολόγησή του» (Συλλογικό έργο, 2013).
vi01
Ωστόσο, δεν είναι δυνατό να δοθεί ένας και μοναδικός, επίσημος, ευρωπαϊκός ορισμός για το φαινόμενο, παρά τις προσπάθειες τόσο της FEANTSA όσο και των European Observatory, EUKN (European Urban Knowledge Network), EUROCITIES ΚΑΙ CUHP (Constructing Understanding of the Homeless Population). Το φαινόμενο εκφράζεται με ιδιαιτερότητες σε κάθε χώρα, ανάλογα με την κατάσταση της οικονομίας της, την κοινωνική πολιτική που ακολουθεί – ή δεν ακολουθεί – και το δίκτυο των εθελοντικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στο έδαφός της.
Η έλλειψη ενός επίσημου ορισμού οφείλεται μάλλον σε απροθυμία, παρά σε αδυναμία, αφού ο σαφής και κοινά αποδεκτός ορισμός σημαίνει πολιτικές και κοινωνικές ευθύνες και καθήκοντα. Πρόκειται πρωτίστως για μια πολιτική απόφαση, που επιλέγει να μη θίξει ζητήματα που μπορεί να έχουν μεγάλες οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις, συνεπώς η διερεύνηση και η ανεύρεση ακόμη και ορισμών γίνεται κατά κύριο λόγο από εθελοντικές οργανώσεις και ακαδημαϊκούς φορείς (Ravenhill, 2008: 8-11).
vi02   vi03

2.2. Δημογραφικά και στατιστικά στοιχεία που αφορούν τους άστεγους σε ΗΠΑ και Ευρώπη

Παρακάτω παρουσιάζονται στατιστικά και δημογραφικά στοιχεία που διαμορφώνουν το προφίλ των αστέγων κατά τα τελευταία χρόνια στις Η.Π.Α. και στην Ευρώπη.

2.2.1. ΗΠΑ

Τα στοιχεία που παρατίθενται έχουν αντληθεί από τους οργανισμούς NCH (National Coalition for the Homeless), HRC (Homelessness Resource Center) και SAMSHA (Substance Abuse and Mental Health Services Administration). Σύμφωνα με αυτούς, ο συνολικός αριθμός των αστέγων κατά την περίοδο 2009 – 2010 ήταν 1.593.150 άτομα, εκ των οποίων περισσότεροι από 100.000 είναι μακροχρόνια άστεγοι.
Ηλικία
Σχετικά με τον παράγοντα της ηλικίας αναφέρεται ότι το 39% των αστέγων αποτελούνται από ανήλικους, εκ των οποίων το 42% είναι κάτω από πέντε ετών, ενώ ο αριθμός τους είναι μεγαλύτερος στις αγροτικές περιοχές. Το 25% των αστέγων αποτελείται από ανθρώπους ηλικίας μεταξύ 25 και 34 ετών, ενώ μόλις το 6% είναι άτομα ηλικίας μεγαλύτερης από τα 55 έτη. Άλλες μελέτες αναφέρουν διαφοροποιημένα στατιστικά όπως φαίνεται και στον πίνακα:
ΗΛΙΚΙΑ
ΠΟΣΟΣΤΟ (%)
κάτω των 18
21,8
18 – 30 ετών
23,5
31 – 50 ετών
37
51 – 61 ετών
14,9
άνω των 62
2,8
vi04







Φύλο – οικογενειακή κατάσταση
Οι περισσότερες μελέτες δείχνουν πως η κατάσταση της έλλειψης στέγης πλήττει κατά βάση άγαμους ενήλικους άνδρες, οι οποίοι αποτελούν το 51% του συνολικού πληθυσμού. Το ποσοστό των άγαμων γυναικών ανέρχεται σε 17%. Γενικότερα, και όσον αφορά το φύλο το 62% είναι άνδρες ενώ το 38% γυναίκες. Μεγάλη αύξηση παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στις οικογένειες με παιδιά που καταλήγουν άστεγες, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, αποτελώντας πλέον, με περισσότερα από 240.000 άτομα, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού των αστέγων. Τα ανήλικα παιδιά, οι οικογένειες και οι άγαμες μητέρες διαμορφώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό των αστέγων στην ύπαιθρο.
vi05
Εθνικότητα
Εξετάζοντας το στοιχείο της εθνικότητας στις Η.Π.Α., σύμφωνα με τον NCH το 49% αποτελείται από μαύρους, το 35% από λευκούς, το 13% από λατίνους, το 2% από ιθαγενείς και το 1% από Ασιάτες. Τα παραπάνω στατιστικά όπως είναι λογικό διαμορφώνονται ανάλογα με τη γεωγραφική τοποθεσία που εξετάζεται κάθε φορά, και τις εθνικότητες που διαμορφώνουν τον εκάστοτε πληθυσμό.
vi06
Άλλα στοιχεία που φαίνεται να παίζουν ρόλο για την κατάσταση της αστεγίας
Καταρχάς, η ενδοοικογενειακή βία και η κακοποίηση είναι ένα ακόμη ενδιαφέρον στατιστικό στοιχείο. Περίπου ο μισός πληθυσμός των άστεγων γυναικών και παιδιών έχουν υπάρξει θύματα τους. Επιπλέον, το 40% των βετεράνων στρατιωτών καταλήγει χωρίς στέγη, ο συνολικός αριθμός των οποίων ανέρχεται σε 271.000 άτομα. Επίσης, σύμφωνα με τον οργανισμό NCH το 16% των αστέγων πάσχει από κάποιου είδους ψυχική ασθένεια, ενώ άλλες μελέτες ανεβάζουν το εν λόγω ποσοστό στο 26,2%. Έρευνες δείχνουν ότι μόνο το 5% αυτών των ατόμων έχει πρόβλημα που χρήζει αντιμετώπισης μέσω κάποιου ιδρύματος ή οργανισμού, ενώ η συντριπτική πλειονότητα θα βελτίωνε την κατάστασή της με τις κατάλληλες συνθήκες στέγασης. Ακόμη, κατά τη δεκαετία του ‘80 πολλές εργασίες και έρευνες υποστήριζαν πως τα ποσοστά των εξαρτημένων από ουσίες ατόμων ήταν ιδιαίτερα υψηλά μεταξύ των αστέγων. Νεότερες μελέτες αμφισβητούν τα ανωτέρω συμπεράσματα υποστηρίζοντας πως περίπου το 30% – 35% των αστέγων είναι εξαρτημένοι, ποσοστό λιγότερο από το μισό του 65% που προτεινόταν παλιότερα. Τέλος, όσον αφορά στο ζήτημα της εργασίας, έρευνες δείχνουν ότι ένα σημαντικό ποσοστό αστέγων που κυμαίνεται μεταξύ του 13% ως και 25% ή ακόμη και περισσότερο εργάζονται. Η αστεγία τους δικαιολογείται επειδή συχνά το μηνιαίο κόστος της ενοικίασης ενός μικρού σπιτιού ξεπερνά το μηνιαίο εισόδημα που αποδίδει ο κατώτατος μισθός. Αναφέρεται ότι ένας ανειδίκευτος εργάτης θα έπρεπε να εργάζεται 89 ώρες την εβδομάδα ώστε να αποδίδει το 30% των εισοδημάτων του για ενοικίαση κατοικίας, το οποίο αποτελεί τον ομοσπονδιακό ορισμό της προσιτής οικονομικά κατοικίας.
vi07
Στατιστικά στοιχεία για τους μακροχρόνια άστεγους
Μιλώντας συγκεκριμένα για τους μακροχρόνια άστεγους, το 56,6% είναι μαύροι και το 28,7% λατίνοι, ενώ κατά 67 – 80% ήταν άνδρες, και κατά 60% μεταξύ των ηλικιών 35 – 44. Περισσότερο από το 60% είχαν κάποια ψυχική ασθένεια κατά τη διάρκεια της ζωής τους, ενώ περισσότερο από το 80% είχε ή έχει κάποιο πρόβλημα με τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ.
vi08
Στατιστικά στοιχεία για τους φυλακισμένους
Τέλος, το 15,3% των φυλακισμένων είχαν υπάρξει άστεγοι πριν τη φυλάκισή τους. Από αυτούς το 79% ήταν εξαρτημένοι από ναρκωτικά ή αλκοόλ, το 75% είχε κάποιου είδους ψυχική ασθένεια, το 31% είχε κακοποιηθεί σωματικά ή σεξουαλικά, το 46% είχε πυροβοληθεί, και ένα 49% είχε δεχθεί επίθεση με μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο. Σε έρευνα διάρκειας ενός έτους περίπου το 10% των μη εξαρτημένων και το 20% των εξαρτημένων αστέγων συνελήφθησαν από τις αρχές.
vi09

2.2.2. Ευρώπη

Η κατάσταση στον ευρωπαϊκό χώρο είναι η χειρότερη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τους Άστεγους (European Observatory on Homelessness) να αναφέρει πως ο αριθμός τους έχει ξεπεράσει τα 3 εκατομμύρια, ενώ άλλα 15 ζουν σε μη αποδεκτές συνθήκες κατοικίας, διαμορφώνοντας συνολικά έναν πληθυσμό 18 εκατομμυρίων που αποτελεί το 5% του συνολικού πληθυσμού (Αγνώστου Συγγραφέα [1], 2013). Η Ευρώπη τείνει να γίνει μια ήπειρος αστέγων, με το πρόβλημα να αφορά κυρίως τις χώρες του Νότου εξαιτίας της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη. Μόνο τον χειμώνα του 2013 μέσα σε δύο μήνες πέθαναν 600 άτομα εξαιτίας της εκτεταμένης κακοκαιρίας (Κατσάκος, 2012).
Γενικότερα, στην Ευρώπη σε αντίθεση με τις Η.Π.Α. παρατηρείται έλλειψη στατιστικών στοιχείων που αφορούν τον αριθμό και το προφίλ των ανθρώπων χωρίς στέγη εξαιτίας του ότι «οι κοινοτικές υπηρεσίες δεν έχουν καταγράψει τον αριθμό των αστέγων στην Ευρώπη, διότι δεν έχει ακόμη ακριβώς προσδιορισθεί ο όρος του αστέγου», όπως ομολόγησε ο αρμόδιος επίτροπος Μισέλ Μπαρνιέ (Αγνώστου Συγγραφέα [6], 2013).
Ο οργανισμός Youth X Change (YXC) παρά την έλλειψη στοιχείων για το ζήτημα στον ευρωπαϊκό χώρο, παρουσιάζει την γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στην Ευρώπη βασιζόμενος στα υπάρχοντα δεδομένα: Παρατηρείται μια αύξηση στον αριθμό των ευπαθών ατόμων ως προς το ζήτημα του αποκλεισμού από την κατοικία σε όλες τις χώρες, μα ιδιαίτερα στις μεσογειακές και τις αγγλοσαξωνικές. Η δημογραφική πολυπλοκότητα και οι δημογραφικές αλλαγές που χαρακτηρίζουν τον ευρωπαϊκό χώρο, ως αποτέλεσμα της ολοένα και αυξανομένης μετανάστευσης αλλοδαπών, δημιουργεί μια νέα ομάδα αστέγων που αναφέρεται ως “new homelessness’’ και αφορά τους μετανάστες τόσο πρώτης όσο και δεύτερης γενιάς. Εκτός των αλλοδαπών οι εθνικές μειονότητες είναι άλλη μια ομάδα του ευρωπαϊκού πληθυσμού όπου παρατηρούνται αυξητικές τάσεις στο φαινόμενο. Γενικότερα, σημειώνεται μια αυξητική τάση στο φαινόμενο στις αγροτικές περιοχές, ενώ μέχρι τώρα θεωρούνταν σχεδόν αποκλειστικά αστικό ζήτημα. Χαρακτηριστικά στην Πορτογαλία παρατηρείται αύξηση του φαινομένου στην περιφέρεια και μείωσή του στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ στην Αυστρία η φτώχεια και ο αποκλεισμός από την κατοικία είναι πιθανότερος σε μικρές πόλεις και χωριά.
Ηλικία
Οι πληροφορίες που αφορούν το ηλικιακό προφίλ των αστέγων είναι λιγοστές, παρ’ όλα αυτά έρευνες στη Φιλανδία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία και την Γερμανία ορίζουν πως οι άστεγοι κάτω των 25 ετών ανέρχονται περίπου στο 20% του συνολικού πληθυσμού τους.
Φύλο
Όπως και στις Η.Π.Α. οι άστεγοι είναι κατά βάση άνδρες, με τις γυναίκες να αποτελούν μόλις το 7% – 10% του πληθυσμού, αν και σε κάποιες χώρες όπως το Βέλγιο παρατηρήθηκε αύξηση των γυναικών κατά τα τελευταία χρόνια από το 20% στο 30%.
vi10
Οικογενειακή κατάσταση
Ακόμη, το 62% – 75% των αστέγων είναι άγαμοι, ενώ δεν έχει παρατηρηθεί κάποια αυξητική τάση στις άστεγες οικογένειες με τον αριθμό τους τα τελευταία χρόνια να παραμένει σταθερός (Αγνώστου Συγγραφέα [1], 2013).
vi11
Άστεγοι που ζουν στο δρόμο (roofless)
Αναφερόμενοι σε αριθμούς, οι άστεγοι που κοιμούνται σε δημόσιους χώρους αγγίζουν τις 100.000 τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ιταλία, ενώ στη Γερμανία υπολογίζονται συνολικά στους 450.000 εκ των οποίων οι 25.000 ζουν στον δρόμο. Στη Μεγάλη Βρετανία όπου το ποσοστό των αστέγων είναι από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη, 4 στα 1.000 άτομα δεν έχουν στέγη. Στη Σουηδία όπου υπάρχει μακρά παράδοση κοινωνικής πολιτικής, οι άστεγοι του δρόμου υπολογίζονται σε 280 άτομα, αρκετά λιγότεροι από τα 980 που είχαν καταμετρηθεί το 2005 (Φωτιάδη, 2012 / Τουφεξή, 2013:9).

2.2.3. Συμπερασματικά

Συνοψίζοντας τα παραπάνω στοιχεία μπορούμε να συμπεράνουμε πως τόσο στις Η.Π.Α. όσο και στην Ευρώπη το φαινόμενο των αστέγων βρίσκεται σε έξαρση τα τελευταία χρόνια. Επιτείνεται από την παγκόσμια οικονομική κρίση, συνιστώντας ένα οξύτατο κοινωνικό πρόβλημα που χρήζει άμεσης επίλυσης, και αφορά ένα τεράστιο και ετερογενές κομμάτι του συνολικού πληθυσμού. Συνδέεται με διάφορα κοινωνικά φαινόμενα και εμφανίζεται τόσο στις αστικές όσο και στις περιφερειακές περιοχές.

3. Ο κοινωνικός αποκλεισμός των αστέγων ως διαδικασία

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η αστεγία είναι προϊόν της διαδικασίας του κοινωνικού αποκλεισμού, ενώ σαν κατάσταση δημιουργεί και η ίδια τον αποκλεισμό. Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε και να διερευνήσουμε αυτή τη διαδικασία, η οποία τελικά αποτυπώνεται και στο χώρο, προκαλώντας φαινόμενα χωρικού αποκλεισμού.

3.1 Τα τρία επίπεδα αποκλεισμού (οικονομικό, νομικό, κοινωνικό)

Ως έννοια, όπως φαίνεται να χρησιμοποιείται σήμερα στη θεωρία και την πρακτική, ο κοινωνικός αποκλεισμός αναφέρεται σε τρία διαφορετικά επίπεδα:
1. οικονομικό: η παρεμπόδιση συμμετοχής στον κοινωνικό πλούτο
2. αποκλεισμός από την άσκηση δικαιωμάτων (νομική – ηθική διάσταση): η αποστέρηση της νομικής προστασίας και επομένως η αδυναμία ενεργοποίησης ενός δικαιώματος
3. κοινωνικό: ο χαρακτηρισμός (στιγματισμός) και η συνακόλουθη περιθωριοποίηση
Και στα τρία επίπεδα ο όρος εκφράζει δύο διαφορετικά πράγματα: μια κατάσταση και μια διαδικασία. Έχει, δηλαδή, μια στατική και μια δυναμική μορφή. Στη στατική του μορφή, ως κατάσταση, το κάθε επίπεδο είναι διακριτό από τα άλλα δύο. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για τη δυναμική μορφή, ως ενδογενή και εσωτερική στο κάθε επίπεδο. Όταν, όμως, δούμε τη διαδικασία συνολικά σαν αλληλουχία, τότε μιλάμε για ένα φαινόμενο διαφορετικής τάξης. Στην ουσία μιλάμε για μια διακεκριμένη κοινωνική διαδικασία, μια διαδικασία, δηλαδή, που οδηγεί αιτιακά από τη μία κατάσταση στην άλλη. (Τσαούσης, 2007:91-92).
1. Οικονομικός αποκλεισμός
vi12Στο οικονομικό επίπεδο ο αποκλεισμός εκφράζεται κατά κύριο λόγο ως αποκλεισμός από την αγορά εργασίας, τη στέγαση και την εκπαίδευση. Ο αιτιακός συνδυασμός των επιμέρους μεμονωμένων στατικών μορφών αποκλεισμού συνθέτει τα τρία αυτά είδη σε μια ενδογενή διαδικασία που εμφανίζεται, σχηματικά και ως ένα σημείο, σαν ένας φαύλος κύκλος: Ο αποκλεισμός από την εκπαίδευση συνεπάγεται τον αποκλεισμό από την αγορά εργασίας, που με τη σειρά του συνεπάγεται τον αποκλεισμό από τη στέγαση. Ο αποκλεισμός από τη στέγαση (των γονιών και των παιδιών) συνεπάγεται τον αποκλεισμό από την εκπαίδευση (των παιδιών και /ή των γονιών) και τον αποκλεισμό από την αγορά εργασίας (των γονιών και των παιδιών). Ο αποκλεισμός από την εργασία συνεπάγεται τον αποκλεισμό από τη στέγαση, που με τη σειρά του συνεπάγεται τον αποκλεισμό από την εκπαίδευση κ.ο.κ. Η σύνθεση των τριών αυτών μορφών αποκλεισμού σε μια εικόνα, ως όψεις ενός φαινομένου, αποκαλύπτει μια γενική κατάσταση αποκλεισμού από την πρόσβαση και τη συμμετοχή στον παραγόμενο πλούτο και τη χρήση του (Τσαούσης, 2007:92-93).
2. Αποκλεισμός από την άσκηση δικαιωμάτων (νομική – ηθική διάσταση)
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να διευκρινιστεί εδώ, είναι η έννοια του δικαιώματος, ως διττή έννοια.
• Από τη μία το δικαίωμα είναι έννοια καθαρά νομική, η αναγνωριζόμενη απαίτηση (εξουσία) να ζητήσει κανείς από το κράτος και τα όργανά του την παροχή έννομης προστασίας.
• Από την άλλη το δικαίωμα είναι μια έννοια ηθικής τάξης, η αναγνώριση της ελευθερίας του ατόμου, ή όποιου αντίστοιχου φορέα, να ενεργήσει απαρακώλυτα κατά βούληση, με ό,τι προϋποθέτει αυτό στο επίπεδο κάλυψης ζωτικών αναγκών. (Τσαούσης, 2007:93-94)
Όσον αφορά στη δεύτερη έννοια του δικαιώματος, είναι παραπάνω από προφανές ότι οι άστεγοι στερούνται σχεδόν ολοκληρωτικά την ελευθερία του να ενεργούν κατά βούληση, καθώς βιώνουν διαρκείς εξαναγκασμούς είτε από εξωτερικούς παράγοντες (π.χ. αστυνομία, δήμο κ.λπ.) είτε από τις ίδιες τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες ζωής στις οποίες έχουν περιέλθει, μια ζωή στην οποία υπάρχει ένας καθημερινός και διαρκής αγώνας για την εξασφάλιση της στοιχειώδους επιβίωσης. Παράλληλα, όμως, οι άστεγοι στερούνται και μια σειρά δικαιωμάτων, όπως αυτά προσδιορίζονται σαφώς στο αστικό δίκαιο (δικαίωμα στη στέγη, στην προστασία της οικογένειας κλπ). Παρακάτω θα αναφερθούμε αναλυτικά και συγκεκριμένα στο ελληνικό δίκαιο και σε αυτά που το αυτό προβλέπει.
3. Κοινωνικός αποκλεισμός
Τέλος, έχουμε το τρίτο επίπεδο του αποκλεισμού, το κοινωνικό. Πράγματι η αντιμετώπιση των αστέγων που έχει κυριαρχήσει θέλει τους άστεγους να αποτελούν το ξένο «Άλλο», τους αντιλαμβάνεται σαν μια επίμονη παρουσία που «δεν ταιριάζει», είναι «εκτός τόπου», «αμαυρώνει τη γενική εικόνα» και διαταράσσει τα ήρεμα νερά της αρμονικής και εύρυθμης κοινωνίας (Bauman, 2002). Το καίριο πρόβλημα του κοινωνικού αποκλεισμού θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε ως απονομιμοποίηση της στάσης και της συμπεριφοράς του ατόμου από το κοινωνικό σύνολο, με αποτέλεσμα την περιθωριοποίηση, την απομόνωση  και τον αποκλεισμό, μιας και η νομιμοποίηση είναι θεμελιακό στοιχείο πάνω στο οποίο στηρίζεται η απαίτηση για ελεύθερη άσκηση, για σεβασμό και για προστασία του δικαιώματος της πρόσβασης και της συμμετοχής. Ποια είναι όμως αυτή η στάση και η συμπεριφορά των αστέγων που δε χαίρει κοινωνικής αποδοχής;

3.2. Ο τρόπος ζωής του άστεγου (“homeless lifestyle”)

1. Ατελής καταναλωτής
Λόγω της οικονομικής ανέχειας, είναι προφανές ότι στη ζωή του αστέγου, η κατανάλωση είναι ένα στοιχείο που λείπει ίσως και ολοκληρωτικά, το ίδιο και το «συμβολικό κεφάλαιο»[5], πράγμα που φέρνει τον άστεγο σε μειονεκτική θέση, στην κατώτατη «κοινωνική κατάσταση»[6]: Ο άστεγος δεν είναι καταναλωτής σε μια κοινωνία καταναλωτισμού και αφθονίας. Αυτό δημιουργεί ένα ανθρωπότυπο που αντιστρατεύεται πλήρως τις θεμελιώδεις αξίες της σημερινής κοινωνίας.
Η κατανάλωση είναι το μέτρο της επιτυχημένης ζωής, της ευτυχίας, ακόμα και της ανθρώπινης εντιμότητας, ενώ γίνεται και «ένας καινούριος και ιδιαίτερος τύπος εκκοινωνισμού» (Baudrillard, 2005: 88).  Αυτό σημαίνει ότι όποιος δεν καταναλώνει δεν είναι ούτε επιτυχημένος, ούτε ευτυχισμένος, ούτε έντιμος και σε τελική ανάλυση είναι και αντικοινωνικός, μια αφήγηση που ενσωματώνουν σαν οδυνηρή αλήθεια για τον εαυτό τους και οι ίδιοι οι άστεγοι. Τονίζοντας ακριβώς την προσπάθεια από την πλευρά της κυρίαρχης αντίληψης να οριστούν οι άστεγοι σύμφωνα με το πλαίσιο αξιών της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας, ο Bauman υποστηρίζει πως στο σήμερα οι άστεγοι ορίζονται ως «ατελείς καταναλωτές», ως ανίκανοι και ράθυμοι παίκτες που αποβάλλονται από το παιχνίδι που εκτυλίσσεται στην αρένα της ελεύθερης αγοράς. Η αποβολή, ο αποκλεισμός και τελικά η υπαρξιακή αποδόμηση των «κακών παικτών» φανερώνεται ως η μοναδική εναλλακτική λύση για όποιον είτε απειθαρχεί στους επίσημους κανόνες είτε αποτυγχάνει. Ο υπόλοιπος «υγιής» πληθυσμός στο πρόσωπο τους ενσαρκώνει τους «εσωτερικούς του δαίμονες», καθώς σε μια τέτοια περίοδο ανασφάλειας και αβεβαιότητας, στην πλέον οριακή κατάσταση των αστέγων μπορεί ανά πάσα στιγμή να περιέλθει ο καθένας χωρίς διάκριση, χωρίς προειδοποίηση και έτσι εξυπηρετεί στο να καθίστανται υποφερτές οι εντάσεις και οι κακουχίες της ζωής στην καταναλωτική κοινωνία. (Bauman, 2002[1]: 199-211)
2. Άνεργος
Όπως αναφέρουμε παραπάνω, ο οικονομικός αποκλεισμός εγκλωβίζει κάποιον σε ένα σπιράλ ανεργίας – αστεγίας, πράγμα που συχνά καταλήγει στην παραίτηση από την προσπάθεια εύρεσης τόσο δουλειάς όσο και στέγης. Ωστόσο, η ανεργία επενδύεται και ιδεολογικά με αρνητικό φορτίο, με αποτέλεσμα να συμβάλλει με πολλαπλό τρόπο στον κοινωνικό αποκλεισμό. Η εγκατάλειψη της προσπάθειας εύρεσης εργασίας προσβάλλει την λεγόμενη «ηθική της εργασίας». Η «ηθική της εργασίας» είναι ένα ιδεολόγημα που αναδύεται την εποχή της νεωτερικότητας και του φορντικού καπιταλισμού, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της μαζικής εργοστασιακής παραγωγής. Στην απόλυτη μορφή της έγκειται στο διαχωρισμό της παραγωγικής προσπάθειας από τις ανθρώπινες ανάγκες και δίνεται προτεραιότητα σε «ό,τι είναι δυνατό να γίνει», παρά σε «ό,τι είναι αναγκαίο να γίνει», εξυπηρετώντας έτσι το δόγμα «ανάπτυξη για την ανάπτυξη». Έτσι, το να εργάζεσαι συνιστά αξία αφ’ εαυτού, μια ευγενική και εξευγενίζουσα δραστηριότητα που μάλιστα αναγορεύεται από τους υμνητές της νεωτερικής σκέψης ως «διαδικασία πολιτισμού» (Bauman, 2002[1]: 29-73).
Όπως έχουμε ήδη πει, στη σημερινή μετανεωτερική κοινωνία ηγεμονικό ρόλο στο κοινωνικό φαντασιακό παίζει  η κατανάλωση και όχι η παραγωγή, μάλιστα η ζωντανήεργασία μετατρέπεται ταχύτατα σε εμπόδιο για την επίτευξη μεγαλύτερης παραγωγικότητας. Ωστόσο, η «ηθική της εργασίας» έχει ακόμη κάποιο ρόλο να διαδραματήσει και αυτός είναι η ηθική καταδίκη των φτωχών, ο αριθμός των οποίων συνεχώς αυξάνεται, μιας και δεν ζουν μέσα στα πλαίσια που αυτή θέτει, καθώς και η ηθική άφεση των υπολοίπων (Bauman, 2002[1]: 199).
3. Αποκλίνουσα συμπεριφορά, ανομία, παραβατικότητα
Κάτι που συμπληρώνει το προφίλ του αστέγου, όπως αυτό συνήθως προβάλλεται, είναι η αποκλίνουσα συμπεριφορά, η ανομία και η παραβατικότητα. Σίγουρα για αυτό ευθύνεται το στερεότυπο που θέλει όλους τους αστέγους με αυτά τα χαρακτηριστικά, πράγμα που δεν μπορεί να ισχύει σε απόλυτο βαθμό, ωστόσο σίγουρα τα παραπάνω στοιχεία τα συναντά κανείς πολύ συχνά στο χώρο των αστέγων. Πάρα πολύ συνηθισμένη είναι η χρήση ναρκωτικών ουσιών και ο αλκοολισμός, τα οποία είτε προϋπήρχαν και συνέβαλαν στην κατάληξη της αστεγίας είτε είναι επίκτητα χαρακτηριστικά του αστέγου και υπάγονται στη νοσούσα κουλτούρα του δρόμου. Επιπλέον, όσον αφορά στην ανομία και την παραβατικότητα, οι άστεγοι συχνά επιδίδονται σε παράνομες δραστηριότητες (επαιτεία, πορνεία – κυρίως οι γυναίκες -, διακίνηση παράνομων ουσιών και προϊόντων), ενώ σημαντικά μεγάλο ποσοστό τους έχει φυλακιστεί έστω και μία φορά (βλ. κεφάλαιο 2.2: δημογραφικά και στατιστικά στοιχεία που αφορούν τους άστεγους σε ΗΠΑ και Ευρώπη). Φαίνεται ότι για αρκετούς η ζωή τους εκτυλίσσεται εναλλάξ στο κελί και στο δρόμο.
4. Κοινωνική απομόνωση, παρορμητικότητα, ανασφάλεια
Οι άστεγοι, και κυρίως αυτοί που ζουν στο δρόμο από νεαρή ηλικία, είναι δηλαδή μακροχρόνια άστεγοι, συνήθως υιοθετούν έναν τρόπο ζωής που χαρακτηρίζεται από παροδικότητα, παρορμητικότητα, έλλειψη ισχυρών δεσμών και απουσία κοινωνικής ή άλλης υποστήριξης, πράγμα που τους οδηγεί στην κοινωνική απομόνωση και την αντικοινωνικότητα. Συχνά, μάλιστα φαίνεται να εγκλωβίζονται και να επιμένουν σε έναν τέτοιο τρόπο ζωής (Grunberg, 1998:241). Επίσης, ο άστεγος βρίσκεται σε μια μόνιμη κατάσταση ανασφάλειας, ζει αποκλειστικά στο παρόν και του είναι αδύνατο να σχεδιάσει μελλοντικά και τέλος του είναι πολύ δύσκολο να αναπτύξει δεσμούς εμπιστοσύνης στους άλλους και στο μέλλον.
«το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον εμφανίζονται κάτω από ένα θολό πρίσμα. Σε έναν αβέβαιο, μοιρολατρικό κόσμο όπου η τύχη παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί διάκριση μεταξύ της προετοιμασίας για το μέλλον και της ζωής στο παρόν» (Daly, 1998:124).

3.3 Η τελική «απανθρωποποίηση» (dehumanization) των αστέγων

Σαν κατακλείδα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι κάτι που στιγματίζει και επιδρά καταλυτικά και καταστροφικά στο άτομο, που χάνει την ταυτότητα, το είναι, το πρόσωπό του στον κόσμο. Παράλληλα, είναι καταστροφικός και για την κοινωνία, μαρτυρά μια κοινωνία που νοσεί, που έχει διαρρηχτεί εσωτερικά (Bauman, 2002[1]: 181-187). Αν κοιτάξει μάλιστα κανείς επιστημονικές έρευνες που έχουν γίνει για το θέμα, θα διαπιστώσει εξαιρετικά παράδοξες ανθρώπινες αντιδράσεις και συμπεριφορές, οι οποίες σίγουρα καταδεικνύουν μια νοσηρή κοινωνική συνθήκη.
Σύμφωνα με αυτές η εικόνα των αστέγων προκαλεί μειωμένη αντίδραση του ανθρώπινου εγκεφάλου στα πεδία της κοινωνικής αντίληψης. Το κύριο αίσθημα που προκαλείται είναι η αηδία, η οποία θεωρείται από τα βασικά αισθήματα που μπορεί να βιώσει ο άνθρωπος, με την έννοια ότι προκαλούνται τόσο απέναντι σε ανθρώπους όσο και απέναντι σε άψυχα αντικείμενα, σε αντίθεση με πιο σύνθετα κοινωνικά αισθήματα, που αναπτύσσονται μόνο σε σχέση με ανθρώπους (τέτοια είναι ο θαυμασμός, ο φθόνος, η ζήλια, ο οίκτος ή η συμπόνια).  Διάφορες καταγεγραμμένες αντιδράσεις του ανθρώπινου εγκεφάλου, όπως οι παραπάνω, που έγιναν στην ψυχιατρική,  αποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι έχουν «απανθρωποιήσει» (dehumanize) τους άστεγους. Αυτό πηγάζει κυρίαρχα από τα διάφορα στερεότυπα, την αντίληψη ότι πρόκειται για ηθικά έκφυλους, που είναι υπεύθυνοι για την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει (Harris, 2012:10-11) Φτάνουμε σε αυτό που ο Bourdieu είχε χαρακτηρίσει ως την χειρότερη μορφή αποστέρησης:
«Αυτή που βιώνουν όσοι χάνουν στη μάχη για αναγνώριση, για πρόσβαση στο κοινωνικά αναγνωρισμένο κοινωνικό ον, με μια λέξη στην ανθρωπότητα» (Misetics, 2012:13)

4. Η «πόλη των αστέγων»

Όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, οι άστεγοι θεωρούνται «απόκληροι» της κοινωνίας μας, εξοστρακίζονται από αυτή και βιώνουν έντονα τον κοινωνικό αποκλεισμό, σε βαθμό που «απανθρωποποιούνται». Το γεγονός αυτό έχει αποτύπωση και στο χώρο, συνεπώς, η πόλη για τους αστέγους είναι ένα περιβάλλον εχθρικό. H καθημερινότητά τους στην πόλη, το πώς ζουν και κινούνται μέσα σε αυτή, καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο βιώνουν την απαγόρευση της πρόσβασης τους σε μια σειρά από χώρους, ιδιωτικούς, ημιδημόσιους και δημόσιους, με όρια φυσικά η νοητά, που μπαίνουν από εξωτερικούς προς αυτούς παράγοντες, το κράτος ή και την υπόλοιπη κοινωνία. Επιπλέον, όπως θα δούμε παρακάτω, οι κυρίαρχες πολιτικές που ακολουθούνται για το χώρο της πόλης αναπαράγουν τους αποκλεισμούς και απευθύνονται σε λίγους. Παράλληλα, καθοριστικής σημασίας για τις κινήσεις και τις συγκεντρώσεις των αστέγων στην πόλη, είναι η χωροθέτηση των υπηρεσιών που παρέχονται από διάφορους φορείς που ασχολούνται και απευθύνονται  σ’ αυτούς στα πλαίσια μιας κοινωνικής πολιτικής. Τέλος, η καθημερινότητα των αστέγων στην πόλη δημιουργείται και από τους ίδιους, με πρωτοβουλίες που παίρνουν στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν σε ένα εχθρικό περιβάλλον και να καλύψουν το φάσμα των βιολογικών και ψυχολογικών αναγκών που έχει κάθε άνθρωπος. Η σύνθεση των τριών παραπάνω χωρικών πρακτικών διαμορφώνουν την πόλη, όπως την προσλαμβάνουν και την ανακατασκευάζουν οι άστεγοι, εμμένοντας σε σημεία και περιοχές που πιθανόν για εμάς του υπόλοιπους να είναι αδιάφορα. Αυτή η άλλη αντίληψη της πόλης κάνει τους P. Cloke, J. May και S. Johnsen να μιλάνε για την «πόλη των αστέγων» (Cloke, May & Johnsen, 2008:243-260). Στο παρόν κεφάλαιο θα εξετάσουμε ακριβώς αυτές τις χωρικές πρακτικές που κατασκευάζουν την «πόλη των αστέγων» και μέσα από μία διερεύνηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών θα προσπαθήσουμε να την «χαρτογραφήσουμε», με την έννοια ότι θα επιχειρήσουμε να υφάνουμε το πλέγμα των διαδρομών, των κομβικών σημείων, αλλά και των αλληλεπιδράσεων των αστέγων στο χώρο της πόλης.

4.1. Ο χωρικός αποκλεισμός των αστέγων

Δεδομένου ότι ο χώρος της πόλης και η πολιτική εξουσία συνιστούν δύο αλληλένδετα πεδία, οι μηχανισμοί επιβολής εξουσίας και ελέγχου προβάλλονται στο χώρο δημιουργώντας όρια. Η πρακτική του χωρικού αποκλεισμού είναι από τις πιο ακραίες και βίαιες μορφές άσκησης εξουσίας και εφαρμόζεται όταν η συνάντηση των διαφορετικών και ιδιαίτερων κοινωνικών ομάδων που συνιστούν την πόλη είναι ανεπιθύμητη, είτε λόγω πιθανού ενδεχόμενου σύγκρουσης, είτε λόγω αποστροφής και φόβου, είτε προκειμένου να αποκρυφτεί μια δυσάρεστη πραγματικότητα.
Ο χωρικός διαχωρισμός είναι ένας τρόπος αντίδρασης σε κάθε διαφορά. Έχει σαν στόχο την απαγόρευση της επικοινωνίας και τη συρρίκνωση της θέας του «Άλλου» και οδηγεί στη διαιώνιση της αποξένωσης με βίαιο τρόπο, καθώς και στη σταδιακή απώλεια της οικειότητας και των διαπροσωπικών κοινωνικών σχέσεων. Η επιβολή ορίων και ο αποκλεισμός εφαρμόζονται όταν αποτυγχάνουν τα άλλα μέτρα επίλυσης των προβλημάτων στην κοινωνία και η χρήση τους μπορεί να είναι τόσο αμυντική όσο και επιθετική. Ο επιβαλλόμενος χωρικός αποκλεισμός δεν καθορίζεται απαραίτητα από ρητούς κανόνες και ούτε έχει πάντα μόνιμο χαρακτήρα. Βασική διάκριση διαφοροποίησης αφορά στο δημόσιο – ιδιωτικό. Τα όρια στο δημόσιο χώρο είναι σαφώς πιο «διακριτικά» σε σχέση με αυτά στον ιδιωτικό χώρο, στον οποίο ο χωρικός αποκλεισμός μπορεί θεωρητικά να πάρει την πιο ακραία μορφή. Τα πράγματα βέβαια στην πράξη γίνονται πιο σύνθετα όταν αναφερόμαστε σε χώρους όπου η διάκριση σε δημόσιο και ιδιωτικό δεν είναι σαφής και ξεκάθαρη, όπως συμβαίνει σε ιδιωτικούς χώρους δημόσιας χρήσης, αλλά και σε δημόσιους χώρους όπου τα ιδιωτικά συμφέρονται υπερισχύουν. (Μάσεν, 2003)

4.1.1. Ο χωρικός αποκλεισμός την περίοδο της μετανεωτερικότητας

Για να μιλήσουμε συγκεκριμένα για την περίπτωση των αστέγων στην περίοδο που εξετάζουμε, το κράτος καλείται να τους αντιμετωπίσει ως κατάσταση εγγενή του καπιταλιστικού πολιτικοοικονομικού συστήματος που επικρατεί, και η λύση που δίνει είναι η απόκρυψη της, μέσω του χωρικού αποκλεισμού. Όπως συμβαίνει στην σφαίρα του κοινωνικού γίγνεσθαι έτσι και στο φυσικό χώρο πρέπει να εκτοπίζεται ή και να εξαλείφεται ό,τι είναι περιττό ή ακόμα περισσότερο οτιδήποτε μπορεί να μπει εμπόδιο στη ροή του κέρδους και του κεφαλαίου. Έτσι προκειμένου να βελτιωθεί η εικόνα της πόλης, ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης για τα μεσαία και ανώτερα στρώματα και να προσελκυστούν εμπορικές και τουριστικές δραστηριότητες θα πρέπει να εκδιωχθούν οι άνθρωποι που συνιστούν την άσχημη πλευρά της.
Η υπόλοιπη κοινωνία, από την πλευράς της, αποδέχεται και ενθαρρύνει αυτές τις πρακτικές και μάλιστα τις έχει ενσωματώσει και τις αναπαράγει στην καθημερινότητά της. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί με τα όσα αναλύσαμε παραπάνω για τον κοινωνικό αποκλεισμό και την ενοχοποίηση του άστεγου πληθυσμού, καθώς η στάση της κοινωνίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εικόνα του άστεγου εγκληματία που χτίζεται. Η αναζήτηση της προσωπικής – ατομικής ασφάλειας σε ένα εχθρικό περιβάλλον μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον αποκλεισμό του «ξένου στοιχείου», των «απόκληρων της κοινωνίας». Όπως λέει και ο Σταυρίδης, ο χώρος βρίσκεται σε κατάσταση εξαίρεσης «η οποία αποδίδει σε ένα υποκείμενο εξουσίας τη δύναμη να περιγράψει ένα έξω και ένα μέσα, ένα εκτός που απειλεί και ένα εντός που προστατεύεται ή, ανάποδα, τα όρια εντός των οποίων οφείλει να εγκλειστεί ως εξαίρεση η απειλή για να παραμείνει το περιβάλλον εκτός ασφαλές» (Σταυρίδης, 2005)

4.1.2. Εκφάνσεις του αποκλεισμού των αστέγων στο χώρο

1. Ιδιωτικός χώρος
Οι άστεγοι στην ουσία αποκλείονται από το δικαίωμα για προσωπικό – ιδιωτικό χώρο, για ένα καταφύγιο, αποκλείονται από το ανθρώπινο δικαίωμα στην κατοικία. Οι αυξήσεις των τιμών των ενοικίων, οι εξώσεις λόγω αδυναμίας αποπληρωμής στεγαστικών δανείων και η γενικότερη κατάσταση που επικρατεί λόγω οικονομικής κρίσης (ανεργία, επισφαλής εργασία, κ.α.) είναι λόγοι για τους οποίους όλο και περισσότεροι άνθρωποι μεταπηδούν στην κατηγορία των αστέγων. Καθοριστικό ρόλο στον αποκλεισμό των ασθενέστερων στρωμάτων από την κατοικία έχουν παίξει τόσο ο κατασκευαστικός και ο κτηματομεσιτικός όσο και ο χρηματοπιστωτικός τομέας με την κερδοσκοπική εκμετάλλευση της παραγωγής και της διαχείρισης της κατοικίας. Σύμφωνα με τον Guy Burgel, «η κινητικότητα στην κατοικία τόσο αποκαλύπτει όσο και δημιουργεί τις βασικές γραμμές του κοινωνικού χάρτη» (Burgel, 2003: 201). Τα παραπάνω σε συνάρτηση με την έλλειψη προνοιακής πολιτικής από πλευράς κράτους για κοινωνική κατοικία επιδεινώνουν την κατάσταση, αφήνοντας ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας αβοήθητο.
Ωστόσο, υπάρχουν υπηρεσίες και χώροι που απευθύνονται στους άστεγους, εκ των οποίων κάποιοι χρηματοδοτούνται από το Κράτος και τους δήμους, αλλά στην πλειοψηφία τους οργανώνονται από Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Δε θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν υποκατάστατα κατοικίας, αλλά για ένα σχετικά σημαντικό μέρος του άστεγου πληθυσμού αποτελούν μία προσωρινή λύση ή ένα υποστηρικτικό μηχανισμό. Αυτό, όμως, που έχει ιδιαίτερη σημασία να εξετάσουμε είναι η λογική με την οποία επιλέγεται η χωροθέτηση των υπηρεσιών αυτών. Κατά τον de Certeau (1984), πολλές φορές η χωροθέτηση των υπηρεσιών που παρέχουν κοινωνικές παροχές είναι μία στρατηγικής σημασίας ενέργεια, που ακολουθείται από πλευράς εξουσίας προκειμένου να πετύχει τη μετατόπιση και τον περιορισμό των άστεγων πληθυσμών σε περιθωριοποιημένες περιοχές, μικρής σημασίας, ώστε να «μη μολύνουν» το χώρο των «κανονικών ανθρώπων». (Cloke, May & Johnsen, 2008:243-260)
Οι άστεγοι, στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν την κατοικία που στερούνται, προβαίνουν συχνά στη στέγαση σε άτυπες και αυθαίρετες μορφές κατοικίας. Αυτός, όμως, που διαμορφώνει τα νομικά πλαίσια, που καθορίζουν το ποιες μορφές τέτοιας κατοικίας είναι νόμιμες και ποιες όχι είναι το κράτος. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις άτυπης και αυθαίρετης κατοικίας αστέγων, είτε πρόκειται για κατειλημμένους χώρους είτε για αυθαίρετη δόμηση,  έχουμε παραδείγματα εκτοπισμού τους ή μετατόπισής τους από αστικές περιοχές σε περιαστικές. Ακόμα και σε περιπτώσεις όπου το κράτος ακολούθησε διαφορετική πολιτική απέναντι στην αυθαίρετη δόμηση φτωχών κοινοτήτων, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των φαβέλων στο Μπάιρο της Βραζιλίας, όπου στα πλαίσια ενός αναπτυξιακού προγράμματος νομιμοποιήθηκαν από το κράτος και επιχειρήθηκε μία μερική αναβάθμισή των εγκαταστάσεων τους, ήταν διότι θεωρήθηκε λιγότερο δαπανηρή η διαδικασία του να τους παρέχουν κάποιες υποτυπώδεις  κοινωνικές υπηρεσίες και να βελτιώσουν την εικόνα των κτισμάτων, σε σχέση με την μετεγκατάστασή τους σε περιαστική περιοχή (Roy, 2007: 143-152). Αυτές οι πρακτικές, βέβαια, δε στόχευαν ούτε στην κοινωνική ένταξη των ανθρώπων αυτών ούτε στην ουσιαστική βελτίωση των συνθηκών στέγασης και διαβίωσης τους αφού δεν έγινε καμία προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Η λογική ήταν, μάλλον, πιο κοντά σε αυτή της συγκάλυψης, μίας προβληματικής κατάστασης, παρά στην προσπάθεια για την επίλυσή της. Στον αντίποδα,  βλέπουμε μορφές αυθαίρετης δόμησης που απευθύνονται στις μεσαίες και ανώτερες τάξεις όχι απλώς να νομιμοποιούνται, αλλά και να προωθούνται από το κράτος με τη πώληση δημόσιας γης σε ιδιωτικές κατασκευαστικές. (Roy, 2007: 143).
2. Χώροι δημόσιας χρήσης
Ο αποκλεισμός των αστέγων από τους ιδιωτικούς ή ιδιωτικών συμφερόντων χώρους, ακόμα κι όταν αυτοί έχουν θεωρητικά δημόσια χρήση, μπορεί να πάρει την πιο ακραία του μορφή, μιλάμε ουσιαστικά για την απαγόρευση της πρόσβασης σε αυτούς. Ειδικά όταν πρόκειται για χώρους εμπορικούς ή χώρους ψυχαγωγίας που απευθύνονται στις υψηλότερες τάξεις ο εκτοπισμός τους μπορεί να πάρει πολύ βίαιες μορφές είτε μιλάμε για φυσική σωματική βία είτε για ψυχική. Παρακάτω θα αναφέρουμε δύο περιπτώσεις χώρων δημόσιας χρήσης, τους οποίους θεωρούμε χαρακτηριστικά παραδείγματα, απ’ όπου οι άστεγοι αποκλείονται.
Η μία περίπτωση αφορά σε χώρους που στεγάζουν δημόσιες υπηρεσίες και που η πρόσβαση στο παρελθόν ήταν ελεύθερη χωρίς διακρίσεις και περιορισμούς. Τέτοιοι είναι για παράδειγμα, σταθμοί τρένων, αεροδρόμια, στάσεις λεωφορείων και μετρό, οι οποίοι στο παρελθόν μπορεί να αποτελούσαν κατεξοχήν χώρους συγκέντρωσης και καθημερινής χρήσης αστέγων, λόγω του ότι σ’ αυτούς μπορούσαν να καλύψουν κάποιες από τις βασικές τους ανάγκες. Μπορούσαν να κοιμηθούν προστατευμένοι από τα καιρικά φαινόμενα, να χρησιμοποιήσουν τις δημόσιες τουαλέτες για την υγιεινή τους, καθώς και να ζητιανέψουν εκμεταλλευόμενοι τη μεγάλη κίνηση κατά τη διάρκεια της μέρας. Πλέον τέτοιοι χώροι έχουν αρχίσει να χάνουν τον ανοιχτό χαρακτήρα τους και σταδιακά εξελίσσονται σε απαγορευμένες ζώνες για τους ανθρώπους του περιθωρίου. Κλείνουν κατά τη διάρκεια των βραδινών ωρών, η φύλαξη έχει εντατικοποιηθεί – και γίνεται ακόμα εντονότερη ύστερα από περιστατικά εγκληματικότητας – οι τουαλέτες είναι προσβάσιμες αποκλειστικά απ’ αυτούς που έχουν δικαίωμα να βρίσκονται στο χώρο, δηλαδή αυτούς που έχουν πληρώσει για τις υπηρεσίες που θα τους προσφερθούν, κ.α. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το project “Grandi Stazioni ” στην Ιταλία, το οποίο ξεκίνησε το 2003 και είχε σαν στόχο τον εκσυγχρονισμό 13 σταθμών τρένων στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, παράλληλα με την αστική και κοινωνική αναβάθμιση των γύρω περιοχών. Το έργο αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τον εκτοπισμό των αστέγων και άλλων μειονοτικών ομάδων από τους σταθμούς με πρακτικές όπως τη θέσπιση αυστηρών μέτρων ασφαλείας ή την προαπαιτούμενη επικύρωση εισιτηρίου κατά την είσοδο στο χώρο. (Doherty, J. 2006)
Η άλλη περίπτωση είναι αυτή των εμπορικών κέντρων ή αλλίως mall. Τα mall είναι ξεκάθαρα ιδιωτικοί εμπορικοί χώροι, αλλά πρόκειται επίσης για μία καλομελετημένη προσομοίωση του δημόσιου χώρου και συγκεκριμένα της δημόσιας αγοράς. Βασική επιδίωξη τους είναι να δίνουν την αίσθηση δημόσιου εμπορικού δρόμου, με τη ζωντάνια και την πληθώρα μαγαζιών και καταναλωτικών επιλογών. Προσφέρουν ένα ήρεμο και ευχάριστο περιβάλλον, σχεδόν «ειδυλλιακό», όπου η «ασφάλεια των επισκεπτών» είναι από τα βασικότερα στοιχεία. Οποιοδήποτε απρόβλεπτο ή δυσάρεστο συμβάν που θα μπορούσε να διαταράξει τη «χαρούμενη» διαδικασία της κατανάλωσης  πρέπει να αποτραπεί. Σε έναν τέτοιο χώρο προφανώς η αποκρουστική εικόνα ενός άστεγου θα ήταν πλήρως παράταιρη. Εξάλλου, δεν έχει κανένα λόγο ύπαρξης σε ένα εμπορικό κέντρο εφόσον δεν ανήκει στους εν δυνάμει καταναλωτές. Συνεπώς, η έντονη αστυνόμευση και φύλαξη, που είναι από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά ενός τέτοιου χώρου, αποκλείουν κατά κόρον την πρόσβαση του άστεγου πληθυσμού, του οποίου η παρουσία μόνο αρνητικά θα μπορούσε να συμβάλει. (Μάσεν, 2003:72-75)
3. Δημόσιος χώρος
Οι άστεγοι στερούνται οποιονδήποτε ιδιωτικό χώρο και κατά συνέπεια τις περισσότερες φορές είναι αναγκασμένοι να μεταφέρουν όλες τις προσωπικές τους δραστηριότητες και εμπειρίες στη δημόσια σφαίρα. (Madanipour, 2003:145). Επομένως, το ζήτημα των αστέγων είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το ζήτημα του δημόσιου χώρου, το οποίο αφορά το «από ποιους απαρτίζεται η δημόσια σφαίρα, από ποιους κατοικείται ο δημόσιος χώρος, και το πώς τέτοιου είδους χώροι διαμορφώνονται και ελέγχονται» (Kawash, 1998:325). Λόγω της άμεσης σχέσης και συνάφειας αυτού του κομματιού με το δημόσιο χώρο, ο τόπος με τον οποίο αυτός μεταλλάσσεται και τα χαρακτηριστικά που παίρνει κατά τη μετανεωτερική περίοδο επηρεάζουν άμεσα τη ζωή των αστέγων.
Σήμερα, σύμφωνα με τον Mitchell, μιλάμε ουσιαστικά για το «τέλος του δημόσιου χώρου» (Mitchell, 1995), σε μία περίοδο όπου στόχος είναι η – κατά τον κυρίαρχο λόγο – «βιώσιμη ανάπτυξη» της πόλης, η ανάπτυξη δηλαδή, της οικονομίας και της ανταγωνιστικότητάς της, σε μία κατεύθυνση ευνοϊκή προς το κεφάλαιο και την αγορά.  Προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση γίνονται είτε μέσω της ανάθεσης του σχεδιασμού αλλά και της διαχείρισης δημόσιων χώρων στον ιδιωτικό τομέα ή σε συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα είτε μέσω πολιτικών πρακτικών, που και πάλι ευνοούν την αγορά, από πλευράς κράτους και τοπικών αρχών. Φυσικά οι πρακτικές αυτές είναι άμεσα συνδεδεμένες αφενός με την προσπάθεια οικονομικής εξυγίανσης των δήμων και των δημόσιων διαχειριστών του χώρου, στα πλαίσια της φιλελεύθερης οικονομίας, και αφετέρου με το αυξανόμενο ενδιαφέρον των ιδιωτών επενδυτών απέναντι στο δημόσιο χώρο, τον οποίο αντιλαμβάνονται ως ένα πρόσφορο έδαφος κερδοφορίας. (Kim, 1987:1-37).  Ο δημόσιος χώρος αποκτά αξία, όταν μπορεί να είναι επικερδής για τον ιδιωτικό τομέα. Συντηρείται και προβάλλεται στο βαθμό που ευνοεί την επιβίωση και κυριαρχία του ιδιωτικού κεφαλαίου. «Φαίνεται ότι το δημόσιο υπάρχει όσο εξασφαλίζει το ιδιωτικό, ότι είναι το όχημα εκείνο που θα οδηγήσει το ατομικό, το ιδιωτικό σε θρίαμβο. Είναι ο σύγχρονος τρόπος χρήσης του δημόσιου χώρου που συνηγορεί στην άποψη, ότι η παραγωγή του αφορά τελικά την κατανάλωσή του από το ιδιωτικό» (Καζέρος, 2002:2). Οι δημόσιοι χώροι κατά συνέπεια, μετατρέπονται έμμεσα ή άμεσα σε «ιδιωτικούς» χάνοντας τον ανοιχτό τους χαρακτήρα και το ρόλο τους ως χώροι δράσης του κοινωνικού συνόλου. Η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου συνεπάγεται το δικαίωμα του εκάστοτε φορέα που είναι υπεύθυνος να θέτει όρια, υλικά ή άυλα, να ασκεί έλεγχο και να αποκλείει κατά βούληση κομμάτια της κοινωνίας από τη χρήση του χώρου.
Μια ευρέως διαδεδομένη πολιτική και πρακτική στο χώρο, που όχι μόνο προκαλεί χωρικό αποκλεισμό, αλλά πολλές φορές τον έχει και σαν βασική επιδίωξη, είναι ο εξευγενισμός και οι αναπλάσεις (gentrification). Ο εξευγενισμός λαμβάνει χώρα κατά βάση σε φυσικά ή κοινωνικά υποβαθμισμένες περιοχές, οι οποίες έχουν μπει στο στόχαστρο του κράτους και των ενδιαφερόμενων επενδυτών, ώστε να αποτελέσουν στο μέλλον αφενός χώρους προσέλκυσης κεφαλαίου μέσω κέντρων διασκέδασης, εμπορικών λειτουργιών και  χρήσεων πολιτισμού και αφετέρου αναβαθμισμένες περιοχές κατοικίας οι οποίες θα προορίζονται για τα μεσαία και υψηλά στρώματα της κοινωνίας. Σε πολλές περιπτώσεις ο άστεγος πληθυσμός αποτελεί τροχοπέδη σε τέτοια σχέδια ανάπλασης και ανάπτυξης υποβαθμισμένων περιοχών, στις οποίες συνήθως καταφεύγει για το λόγο ότι εκδιώκεται από τις πιο αναβαθμισμένες περιοχές. Στόχος, λοιπόν, σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ο εκτοπισμός των μη επιθυμητών, καθώς οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια αντιμετώπισης του φαινομένου από πλευράς κράτους έχει αποκλειστεί ως οικονομικά «ασύμφορη».
Παρότι με μία πρώτη επιφανειακή ανάγνωση η διαδικασία του εξευγενισμού φαίνεται να στοχεύει απλώς στην αναβάθμιση των εκάστοτε περιοχών, στην πραγματικότητα πρόκειται για μία διαδικασία ταξικού μετασχηματισμού. Πρόκειται για τη μεθοδευμένη αναδιαμόρφωση του χώρου, ο οποίος κατοικείται και χρησιμοποιείται από τα κατώτερα και πιο περιθωριοποιημένα στρώματα της κοινωνίας, προκειμένου αυτά να εκτοπιστούν και αντικατασταθούν από τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις. Όπως υποστηρίζουν διάφοροι μελετητές όπως ο Mike Davis, o Neil Smith και η Sharon Zukin, ο εξευγενισμός λειτουργεί επιθετικά προς τα πιο οικονομικά και κοινωνικά περιθωριοποιημένα κομμάτια της κοινωνίας, μέσω των αναπλάσεων αστικών περιοχών κατοικίας, αλλά και της ιδιωτικοποίησης χώρων που μέχρι πρότινος ήταν δημόσιοι (Kawash, 1998:320).
Προκειμένου να κατανοήσουμε τις πολιτικές των αναπλάσεων που αφορούν στο δημόσιο χώρο και κατ’ επέκταση στη σχέση των αστέγων με αυτόν, είναι κρίσιμο να κατανοήσουμε τη σχέση μεταξύ ιδιωτικού κεφαλαίου και δημόσιου χώρου, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα από τις πρακτικές των αναπλάσεων, διότι οι πολιτικές για το δημόσιο χώρο είναι πολιτικές που έχουν να κάνουν με την ιδιοκτησία. (Mitchell and Staeheli, 2005:143-174). Ο δημόσιος χώρος, στην περίπτωση του εξευγενισμού  χρησιμοποιείται ως εργαλείο προκειμένου να αποκτήσει μεγαλύτερη αξία η ιδιωτική περιουσία. Έτσι με την ανάπλαση και τον εξωραϊσμό των πλατειών, των πάρκων, των πεζοδρόμων κ.α. ανεβαίνουν οι τιμές των ιδιωτικής χρήσης ακινήτων των ευρύτερων περιοχών, οι οποίες είναι προσιτές μόνο σε ευκατάστατους ενδιαφερόμενους αγοραστές, ενοικιαστές και επιχειρηματίες.
Μία πολύ βασική κατεύθυνση των επεμβάσεων αυτών είναι η αίσθηση ασφάλειας, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την αναβαθμισμένη ποιότητα του σύγχρονου δημόσιου χώρου. Τόσο οι νέοι κάτοικοι, όσο και οι επισκέπτες και οι τουρίστες των εξευγενισμένων περιοχών πρέπει να αισθάνονται ασφαλείς. Κατά συνέπεια πρέπει να ελέγχεται η πρόσβαση τόσο στους ιδιωτικούς όσο και στους δημόσιους και να αποκλείονται συμπεριφορές και άτομα που θεωρούνται επικίνδυνα και που απειλούν την ποιότητα ζωής, όπως οι άστεγοι. Γι’ αυτό το λόγο δίνεται και ιδιαίτερη έμφαση στη φύλαξη και στην αστυνόμευση των χώρων αυτών. (Mitchell and Staeheli, 2005:143-174)
Θα μπορούσαμε εδώ να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «ρεβανσισμός» για να περιγράψουμε την νεοφιλελεύθερη πολιτική που στοχεύει στον αποκλεισμό και τον εκτοπισμό των διάφορων μειονοτήτων που απειλούν την κανονικότητα, την ορθή λειτουργία της πόλης, δηλαδή, όπως αυτή ορίζεται από την αστική πολιτική ελίτ και τους υποστηρικτές της. Το μοντέλο της «ρεβανσιστικής πόλης» (revanchist city) το εισήγαγε ο Neil Smith, προκειμένου να περιγράψει τις αστικές πολιτικές που ασκήθηκαν στη Νέα Υόρκη, στις αρχές του 1990, και οι οποίες στόχευαν στην απομάκρυνση των αστέγων και άλλων μειονοτήτων από το δημόσιο χώρο, γιατί θεωρήθηκε ότι αποτελούσαν απειλή για την ποιότητα ζωής και την ασφάλεια της υπόλοιπης κοινωνίας. Μέσω νόμων που είχαν στο στόχαστρο τους πληθυσμούς αυτούς, ποινικοποιήθηκαν συμπεριφορές στο δημόσιο χώρο, ώστε να απομακρυνθούν οι «ανεπιθύμητοι». Η νομοθεσία σε συνδυασμό με τη σκληρή κρατική καταστολή, η οποία ακολουθούσε το δόγμα της «μηδενικής ανοχής»[7], στόχευαν στην «εκκαθάριση» του δημόσιου χώρου της πόλης από αδύναμες διακριτές ομάδες, στις οποίες είχε πρώτα επιρριφτεί η ευθύνη για την αταξία, την εγκληματικότητα και τη υποβάθμιση που επικρατούσαν σ’ αυτόν. (Αγνώστου συγγραφέα [3], 2012)
Μέσα αποκλεισμού των αστέγων απ’ το δημόσιο χώρο:
Παραπάνω αναλύσαμε πώς ο δημόσιος χώρος μπορεί να χάσει το δημόσιο χαρακτήρα του και να μετατραπεί σε χώρο ιδιωτικών συμφερόντων. Ιδιαίτερη σημασία έχει να μελετήσουμε τα μέσα με τα οποία παρεμποδίζεται ή απαγορεύεται η πρόσβαση των αστέγων σε αυτόν, προκειμένου να διασφαλιστεί η επιθυμητή λειτουργία του.
1. Ποινικοποίηση των χωρικών πρακτικών των αστέγων μέσω νόμων
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αυξανόμενη τάση για την εφαρμογή περιορισμών όσον αφορά στη χρήση του δημόσιου χώρου από τους άστεγους. Η τάση αυτή διαφαίνεται μέσα από τη θέσπιση μιας σειράς νέων νόμων και κανονισμών οι οποίοι στοχεύουν στην ποινικοποίηση των ανθρώπων που διαμένουν στο δημόσιο χώρο. Τέτοιοι κανονισμοί έχουν εδραιωθεί στις Η.Π.Α. ενώ παράλληλα αρχίζουν να εφαρμόζονται σε ολόκληρο τον κόσμο, με ιδιαίτερη έμφαση σε χώρες όπου το φαινόμενο είναι πιο έντονο (όπως το Ηνωμένο Βασίλειο), μέσω ενός δικτύου νεοφιλελεύθερων πολιτικών. (Tosi, 2007:225).
Οι εν λόγω νόμοι, γνωστοί και ως “anti – homeless laws”, όπως είναι φυσικό αναφέρονται με έμμεσο τρόπο στην ποινικοποίηση των αστέγων, αφού η άμεση στοχοποίηση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας θα έθετε ζήτημα ρατσιστικής αντιμετώπισης. Στην πραγματικότητα όμως, τόσο το  περιεχόμενό τους όσο και η εφαρμογή τους φαίνεται να στοχεύουν άμεσα στην κατηγορία των αστέγων (Zanotto, 2012:36).
Οι πιο συνηθισμένες απαγορεύσεις, που τέτοιες νομοθεσίες επιβάλλουν στο δημόσιο χώρο, είναι: η κατασκήνωση, ο ύπνος, η άσκοπη παρατεταμένη παραμονή, η στάση ή η κατάκλιση σε συγκεκριμένους χώρους, η δημιουργία ενοχλητικών οσμών, η ούρηση, η αφόδευση, η κολύμβηση σε δημόσια ύδατα, το μπάνιο και η προσωπική υγιεινή, η χρήση κάποιου οχήματος ως κατοικία, η επαιτεία, το καθάρισμα των τζαμιών  των διερχόμενων οχημάτων, καθώς και η συντήρηση και η αποθήκευση προσωπικών αντικειμένων. Όλα τα παραπάνω μπορούν να αποτελέσουν ποινικά αδικήματα στον βαθμό που εκτελούνται εντός του δημόσιου χώρου. (Σκαπαρλής, 2013:115).
2. Επιτήρηση – αστυνόμευση δημόσιου χώρου
Προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των παραπάνω περιορισμών και να προληφθούν τυχόν αποκλίνουσες και «αντικοινωνικές» συμπεριφορές κρίνεται απαραίτητη η αυξημένη επιτήρηση και αστυνόμευση των δημόσιων χώρων τόσο από κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς, όσο και από ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης.
Οι κατασταλτικές παρεμβάσεις των οργάνων της τάξης απέναντι στους άστεγους κυμαίνονται από μια σχετικά πιο ήπια αντιμετώπιση, όπως το ξύπνημα και η απομάκρυνσή τους, μέχρι ιδιαίτερα σκληρές πρακτικές που αφορούν στην χρήση υπερβολικής βίας, την κατάσχεση και καταστροφή των υπαρχόντων τους, ή ακόμα και τους πυροβολισμούς που έχουν οδηγήσει και στη δολοφονία τους (Levinson, 2004:96). Μια σειρά ιδιωτικών φυλάκων, όπως οι security, οι θυρωροί, και το προσωπικό ασφαλείας, έρχονται να συμπληρώσουν το έργο της κρατικής αστυνομίας, αναπτύσσοντας εξίσου σκληρές πρακτικές, προκειμένου να συμβάλλουν υποστηρικτικά στη διασφάλιση της τάξης.
Εκτός των φυσικών προσώπων που λειτουργούν κατασταλτικά απέναντι στους άστεγους, μια σειρά νέων υπερσύγχρονων τεχνολογιών επιτήρησης αποτελεί το νέο τρόπο διακυβέρνησης και εφαρμογής αποκλεισμών στο δημόσιο χώρο. Συσκευές ελέγχου και παρακολούθησης καταγράφουν όλο το εικοσιτετράωρο την κάθε κίνηση και τον κάθε περαστικό, επεμβαίνοντας όλο  και περισσότερο στις ζωές των ανθρώπων, πόσο μάλλον αυτών που ζουν αποκλειστικά στο δρόμο. (Doherty, 2008: 293- 301).
3. Αποτρεπτικός αστικός σχεδιασμός και εξοπλισμός
Δεδομένου ότι η  διαμόρφωση του δημόσιου χώρου και ο κατάλληλα σχεδιασμένος αστικός εξοπλισμός παίζουν καθοριστικό ρόλο στον τρόπο που βιώνουν οι άστεγοι το χώρο, πολλές φορές χρησιμοποιούνται ως εργαλεία αποτροπής και εκδίωξης του άστεγου πληθυσμού. Υπάρχουν, λοιπόν, διάφορα παραδείγματα όπου η «μικροαρχιτεκτονική» των πόλεων λειτουργεί σαν μέσο χωρικού αποκλεισμού και ελέγχου του αστικού τοπίου. Από τα πιο χαρακτηριστικά είναι τα καθίσματα και τα παγκάκια στους δημόσιους χώρους, τα οποία χρησιμοποιούνται από τους άστεγους για ανάπαυση και ύπνο. Είναι σύνηθες φαινόμενο να αντικαθίστανται από νέα τα οποία είναι σχεδιασμένα με τέτοιον τρόπο ώστε να μην είναι δυνατή η κατάκλιση στην επιφάνειά τους (π.χ. κυλινδρικό σχήμα ή διαχωριστικά “μπράτσα”), ή ακόμα και να αφαιρούνται εντελώς από τους δημόσιους χώρους. Μία άλλη τακτική είναι η απομάκρυνση των θάμνων και της πυκνής βλάστησης, μέσω των οποίων οι άστεγοι μπορούν να αποκτήσουν κάποια ιδιωτικότητα, να αποφύγουν τα βλέμματα των περαστικών και κυρίως τις δυνάμεις καταστολής. Άλλες φορές η προσθήκη φυτεύσεων, όπως για παράδειγμα στις εσοχές των κτιρίων, αποτρέπει την κατάληψη του χώρου από τους άστεγους. Οι εκτοξευτήρες νερού σε υπαίθριους χώρους λειτουργούν εξίσου απωθητικά. Οι περιφράξεις των δημόσιων χώρων είναι επίσης ένα σύνηθες φαινόμενο για την αποτροπή της πρόσβασης από αστέγους. Κάποιες φορές βέβαια οι περιφράξεις λειτουργούν και αντίστροφα, αφού μπορεί να αποτελέσουν ένα προστατευμένο περιβάλλον για τους ίδιους. Πολύ σημαντική πρακτική αποκλεισμού, φυσικά, είναι αυτή της κατάργησης των δημόσιων τουαλετών από τους υπαίθριους χώρους. Πρόκειται σαφέστατα για μία πολιτική ενέργεια που πλήττει το δικαίωμα των αστέγων για προσωπική υγιεινή. Ο πρόεδρος της υπηρεσίας ανασχεδιασμού των δημόσιων χώρων της πόλης του Los Angeles, αναφερόμενος στην μη πρόβλεψη κάποιου αποχωρητηρίου στον ανασχεδιασμό ενός πάρκου, είχε δηλώσει ότι «η απόφαση να μην συμπεριληφθεί τουαλέτα ήταν μια πολιτική απόφαση και όχι μια απόφαση σχεδιασμού» (Davis, 2010:104). Απ’ τις πιο ακραίες και βίες στρατηγικές αποκλεισμού και απώθησης αστέγων από διάφορους χώρους είναι η τοποθέτηση αιχμηρών ή ανώμαλων αντικειμένων στις επιφάνειες που χρησιμοποιούν (κάτω από γέφυρες, σε εσοχές κτιρίων κλπ). (Σκαπαρλής, 2003:155-161).
Επίλογος
Έτσι, βλέπουμε μία σειρά πρακτικών που ορίζουν τις «κόκκινες ζώνες» του χάρτη της «πόλης των αστέγων». Πρόκειται για πρακτικές που προωθούν το κέρδος και την κατανάλωση, καθώς και το πλαστό όραμα για μια κοινωνία, όπου ο νόμος και η τάξη κυριαρχούν για την επίτευξη της ασφάλειας. Από τον ιδιωτικό χώρο της κατοικίας, στους χώρους δημόσιας χρήσης έως και το δημόσιο χώρο – ο οποίος πλέον απέχει πολύ απ’ το να είναι ελεύθερος και ανοιχτός προς όλους και όλες – οι «απόκληροι» της σύγχρονης κοινωνίας υφίστανται τον αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση, όταν κρίνεται πως η παρουσία τους είναι επιζήμια για την ποιότητα του χώρου. Με εξαίρεση κάποιες προσπάθειες που γίνονται από πλευράς ορισμένων φορέων για την υποστήριξη του πληθυσμού αυτού, οι υπόλοιπες πολιτικές στοχεύουν στην εξαφάνιση των αστέγων από το οπτικό πεδίο της υπόλοιπης κοινωνίας, αντί να κινούνται σε μία κατεύθυνση προς την καταπολέμηση του φαινομένου.

4.2. Χωρικές πρακτικές από πλευράς αστέγων

4.2.1. Χωρικές πρακτικές των αστέγων στο δημόσιο χώρο

Η ζωή των αστέγων στο δρόμο διαρθρώνεται γύρω από συγκεκριμένους τόπους και οι ίδιοι αναπτύσσουν μία πληθώρα στρατηγικών στο χώρο της πόλης και κατά βάση στο δημόσιο, καθότι αποτελούν κομμάτι αυτού, προκειμένου να τον οικειοποιηθούν για ιδιωτικούς, οικονομικούς, και κοινωνικούς σκοπούς. Υπάρχουν συνεπώς διαφορετικά μέρη που καταλαμβάνουν κατά τη διάρκεια της μέρας, όχι τυχαία, αλλά όπως θα δούμε και στη συνέχεια, προκειμένου να ικανοποιήσουν συγκεκριμένες ανάγκες. (Meert, 2006)
Η Ravenhill αναφέρει τέσσερις τρόπους με τους οποίους οι άστεγοι χρησιμοποιούν και παρεμβαίνουν στον δημόσιο χώρο αποσκοπώντας κάθε φορά σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Έτσι, με την δημιουργία ή την εγκατάσταση ενός εμποδίου σε δημόσιους χώρους όπως οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια τραβούν την προσοχή του κοινού, άλλοτε εκούσια και άλλοτε ακούσια. Άλλοτε, επιλέγουν τοποθεσίες που παρέχουν ασφάλεια τόσο από τα καιρικά φαινόμενα, όσο και από την υπόλοιπη κοινωνία, δημιουργώντας μ’ αυτό τον τρόπο τις κατάλληλες συνθήκες για να κοιμηθούν. Έπειτα, διαμορφώνοντας τον δημόσιο χώρο και το περιβάλλον τους με τη χρήση διαφόρων αντικειμένων και κατασκευών που έχουν επιμεληθεί προσωπικά, αποσκοπούν στην οικοδόμηση μιας ατομικής ή και συλλογικής ταυτότητας. Τέλος, στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν την έννοια του «σπιτιού», οριοθετούν τμήματα δημόσιων χώρων και προσπαθούν να αποκτήσουν τον απόλυτο έλεγχό τους οικοδομώντας ένα βιώσιμο περιβάλλον, το οποίο θα μπορεί να φιλοξενήσει τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, τα υπάρχοντά τους, την έκφραση των συναισθημάτων τους, καθώς και μια σειρά από καθορισμένες ενέργειες. (Ravenhill, 2008:177).
Σύμφωνα με τον Meert, oι άστεγοι διακρίνονται σε δύο γενικές κατηγορίες ανάλογα με τις πρακτικές που αναπτύσσουν στο δημόσιο χώρο: τους «αυτόνομους» και τους «περιφερόμενους». Οι αυτόνομοι άστεγοι προσπαθούν να μετασχηματίσουν το δημόσιο χώρο σε μία μορφή ιδιωτικής κατοικίας, μέσω αυτοσχέδιων κατασκευών (πχ παράγκες), ενώ πολύ συχνά καταλαμβάνουν και εγκαταλελειμμένα κτίρια. Συνήθως ζουν κατά ομάδες και οι επιλογές τους για τον τρόπο διαβίωσής τους είναι συνειδητές και προς μία κατεύθυνση συνεχούς εξέλιξης . Αποφεύγουν οποιαδήποτε σχέση με θεσμικούς φορείς, ωστόσο αναπτύσσουν κοινωνικές σχέσεις με τους γείτονες τους.  Από την άλλη, οι περιφερόμενοι άστεγοι δεν έχουν σταθερό τόπο διαμονής και μετακινούνται συνεχώς στο χώρο της πόλης. Κοιμούνται στο δρόμο, χωρίς απαραίτητα να έχουν κάποιο συγκεκριμένο σημείο αναφοράς. Είναι κατά βάση άνθρωποι με μειωμένη αυτοεκτίμηση και μια σειρά ψυχολογικών προβλημάτων, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζονται από μια γενικότερη παραίτηση από τον εαυτό τους και την ζωή τους. Αυτές οι δύο κατηγορίες, βέβαια, αποτελούν δύο ακραίες καταστάσεις και οι περισσότεροι άστεγοι κυμαίνονται μεταξύ αυτών, άλλοι ρέποντας προς την πρώτη και άλλοι προς δεύτερη αντίστοιχα. (Meert, 2006:13).
Επιπλέον, η καταδίωξη και η προσπάθεια απόκρυψης των αστέγων, προκειμένου να μην χαλάνε την εικόνα της πόλης τους ωθεί, όπως επισημαίνει ο Ducan, σε μια διαρκή μετακίνηση από «κύριους» σε «περιθωριακούς» χώρους, μια κίνηση ανάμεσα σε δύο ακραία σημεία με ενδιάμεσες στάσεις. Αν θεωρήσουμε τους άστεγους σαν ένα σώμα, θα μπορέσουμε να δούμε σε αυτό καταστάσεις «συστολής (στο περιθώριο) – διαστολής (στους κύριους χώρους)». Η απόδοση του χαρακτηρισμού «κύριος» ή «περιθωριακός» γίνεται με βάσει τα κριτήρια που θέτει η κυρίαρχη αντίληψη και η υπόλοιπη κοινωνία. Φαίνεται ότι οι άστεγοι προτιμούν να κατοικούν περιθωριοποιημένες από το κοινωνικό σύνολο περιοχές, στις οποίες η «στιγματισμένες» ταυτότητές τους είναι λιγότερο πιθανό να επιβαρύνουν την καθημερινότητα των «κανονικών» ανθρώπων (Cloke, May & Johnsen, 2008:243-260). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αναδίπλωσης σε χώρους του περιθωρίου στη χώρα μας είναι άστεγοι, οι οποίοι έχουν αποσυρθεί στις παρυφές της Αθήνας, στην πίσω πλευρά ενός λόφου και ζουν σε σπηλιές (Χτενέλη, 2013:37).

4.2.2. Χώροι στην πόλη όπου οι άστεγοι καλύπτουν της ανάγκες τους

Οι άστεγοι χρησιμοποιούν διαφορετικούς χώρους στην πόλη για την ικανοποίηση μιας σειράς αναγκών. Οι Cloke, May και Johnsen αναφέρουν μια σειρά τοποθεσιών όπου οι άστεγοι μπορούν να κοιμηθούν, να τραφούν, να αποκτήσουν εισοδήματα, καθώς και να περάσουν τον ελεύθερο χρόνο τους και να κοινωνικοποιηθούν (Cloke, May & Johnsen, 2008:247-257). Ο Meert προσθέτει σε αυτούς τις τοποθεσίες που αφορούν την προσωπική τους υγιεινή και καθαριότητα (Meert, 2006:18-19). Οι χώροι αυτοί έχουν να κάνουν τόσο με τις υπηρεσίες που παρέχονται από θεσμικούς φορείς, όσο και με ανεξάρτητες πρακτικές των αστέγων στο χώρο. Και στις δύο περιπτώσεις στόχος μας είναι να τους εξετάζουμε, όσο το δυνατόν περισσότερο, μέσα από την οπτική πλευρά των ίδιων των αστέγων, επιχειρώντας να συλλέξουμε τα στοιχεία αυτά που τελικά συνθέτουν την πόλη των αστέγων.
Χώροι διαμονής
Ένα μεγάλο μέρος του άστεγου πληθυσμού προκειμένου να καλύψει την ανάγκη του για διανυκτέρευση σε ένα σχετικά άνετο και ασφαλές περιβάλλον, προστατευμένο από τις καιρικές συνθήκες καταφεύγει σε ξενώνες φιλοξενείας – χρηματοδοτούμενους είτε από το κράτος, είτε από μη κυβερνητικές οργανώσεις, ή από δωρεές φιλανθρωπικών ιδρυμάτων – φτηνά ξενοδοχεία και hostels. Σε αυτούς τους χώρους, και κατά κύριο λόγο στους ξενώνες, υπάρχουν διάφοροι κανόνες επίσημοι ή άτυποι στους οποίους οι φιλοξενούμενοι πρέπει να υπακούν προκειμένου να γίνουν δεκτοί. Τέτοιοι είναι για παράδειγμα η απαγόρευση των παράνομων ουσιών και του αλκοόλ, της φιλοξενίας ολόκληρων οικογενειών ή ζευγαριών, των κατοικίδιων ζώων κα. Επίσης απαραίτητη προϋπόθεση είναι η καταγραφή των προσωπικών στοιχείων και η επίδειξη συγκεκριμένων πιστοποιητικών όσων επιθυμούν να διαμείνουν. Αυτοί οι περιορισμοί, όπως είναι φυσικό, αποτελούν παράγοντες που αποκλείουν αλλά και αποτρέπουν πολύ κόσμο απ’ το να απευθυνθεί σε τέτοιες υπηρεσίες. Ακόμα όμως και γι’ αυτούς που τους επιλέγουν, τέτοιοι χώροι δεν καλύπτουν την ανάγκη για προσωπικό – ιδιωτικό χώρο, καθώς αποτελούν απλώς μία προσωρινή λύση ανάγκης για κατάλυμα κατά τη διάρκεια της νύχτας. Επίσης, τέτοιες εγκαταστάσεις είναι πολύ συχνά τοποθετημένες σε υποβαθμισμένες και κακόφημες περιοχές και ως εκ τούτου, από πλευράς των ανθρώπων που τις χρησιμοποιούν,  πέρα από το αίσθημα του στιγματισμού, επικρατεί και αυτό του φόβου, κυρίως κατά τις βραδινές ώρες. Το αίσθημα ανασφάλειας ενισχύεται και εξαιτίας της μικροαρχιτεκτονικής των περιοχών αυτών (σκοτεινές γωνίες και πεζοδρόμια, ερημωμένα πάρκα και πλατείες) που δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για διάφορες παράνομες δραστηριότητες, όπως πορνεία, εμπόριο ναρκωτικών κα.
Ύστερα, πολλοί άστεγοι επιλέγουν την κατάληψη κάποιου εγκαταλελειμμένου κτιρίου σαν μέσο στέγασης. Τα κτίρια που επιλέγονται βρίσκονται συνήθως σε περιθωριοποιημένες περιοχές, όπου οι άστεγοι μπορούν να οικειοποιηθούν ένα κλειστό χώρο ανενόχλητοι. Οι καταλήψεις κτιρίων μπορεί να γίνονται είτε από άτομα που συνδέονται μεταξύ τους με συγγενικές ή φιλικές σχέσεις, ή να έχουν πιο «ανοιχτό» χαρακτήρα, με την έννοια ότι είναι ανοιχτές προς όλους όσους έχουν κοινές ανάγκες και τους εκφράζει ένας πιο συλλογικός τρόπος στέγασης. Το σημαντικότερο με τις καταλήψεις είναι ότι προσφέρουν ένα προστατευμένο (κρυμμένο) χώρο, όπου οι άστεγοι μπορούν να ζήσουν μακριά από τα βλέμματα του κοινού και να δημιουργήσουν μία κατάσταση εφάμιλλη της κανονικής κατοικίας. Παρόλο που οι καταλήψεις στερούνται διαφόρων υλικών ανέσεων, παρέχουν την αίσθηση της ιδιωτικότητας, της αυτονομίας και του ελέγχου. Σε αντίθεση με τους ξενώνες και τα hostel, oι κανονισμοί ορίζονται απ’ αυτούς που κατοικούν το χώρο και δεν επιβάλλονται από τρίτους, ενώ οι φίλοι και οι συγγενείς μπορούν να μπαινοβγαίνουν ελεύθερα και οι σχέσεις που αναπτύσσονται και οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ατόμων είναι αντίστοιχες με αυτές των στεγασμένων ανθρώπων. Αναπτύσσονται εσωτερικοί κώδικες επικοινωνίας και άτυποι κανόνες συμπεριφοράς, και πολλές φορές εμφανίζονται και μορφές ιεραρχίας ανάμεσα στα άτομα που διαμένουν στις κατάληψεις. Παρόλα αυτά, σε αντίθεση με τις νόμιμες υπηρεσίες που παρέχουν στέγαση, πολύ δύσκολα αν όχι ποτέ, δε θα αποκλειστεί κάποιος λόγω αποκλίνουσας συμπεριφοράς.
Οι περισσότεροι άστεγοι, από την άλλη, είτε από προσωπική επιλογή, είτε λόγω του ότι αναγκάζονται, διαμένουν κατά βάση στο δημόσιο χώρο. Κοιμούνται στα γρασίδια και στα παγκάκια πάρκων και πλατειών, σε χώρους στάθμευσης, κάτω από γέφυρες και σκάλες, σε εσοχές πολυκατοικιών και καταστημάτων, σε σκηνές, σε χώρους δημόσιας χρήσης, όπως σταθμούς τρένων και αεροδρόμια, ή ακόμα και σε δημόσιες τουαλέτες (Meert, 2006:13-15). Η επιλογή του τόπου διανυκτέρευσης στο δημόσιο χώρο σχετίζεται άμεσα με την μικροαρχιτεκτονική της πόλης, ενώ βασικοί παράγοντες αποτελούν η προστασία από τα καιρικά φαινόμενα και το να μην γίνονται αντιληπτοί από την αστυνομία, αλλά και από το ευρύτερο κοινό. Οι ίδιοι, όσον αφορά στο χώρο που θα μείνουν, προσπαθούν να είναι όσο το δυνατόν πιο διακριτικοί, εφόσον όσο το λιγότερο «ενοχλούν», τόσο πιο αποδεκτοί γίνονται από την υπόλοιπη κοινωνία. Τις περισσότερες φορές θα φροντίσουν να καθαρίσουν το μέρος στο οποίο κοιμήθηκαν και να καλύψουν τυχόν ίχνη τους, ειδικά όταν πρόκειται για μέρη που αποκτούν κίνηση κατά τη διάρκεια της μέρας, όπως είναι για παράδειγμα οι χώροι στάθμευσης, οι σταθμοί των τρένων κα. Είναι αρκετά σύνηθες το φαινόμενο κατά τη διάρκεια της νύχτας να μαζεύονται πολλά άτομα μαζί σε συγκεκριμένα μέρη, προκειμένου να νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια, προσφέροντας μάλιστα μεγαλύτερη φροντίδα στις πιο ευάλωτες ομάδες (ειδικά στις γυναίκες), αλλά και για λόγους ζεστασιάς και κοινωνικοποίησης.
Η διαμονή στο δρόμο για τους περισσότερους δεν είναι μία στατική διαδικασία, αλλά μία διαδικασία συνεχούς μετακίνησης, είτε προς αναζήτηση ενός ασφαλέστερου μέρους, είτε προκειμένου να μην αφήσουν εμφανή σημάδια διαμονής στο δημόσιο χώρο. Αυτές οι μετακινήσεις, άλλοτε ορατές κι άλλοτε αόρατες προς το ευρύ κοινό, αφήνουν διακριτικά ίχνη στο χώρο και δημιουργούν νέα δίκτυα μεταξύ των διαφόρων σημείων της πόλης, πέρα από τα κλειστά δίκτυα των κοινωνικών υπηρεσιών, αντανακλώντας μ’ αυτό τον τρόπο τη βαθιά γνώση του αστικού τοπίου και της μικροαρχιτεκτονικής του. (Cloke, May & Johnsen, 2008:243-260).
Χώροι σίτισης:
Τα σημεία διανομής συσσιτίου, όπως είναι φυσικό, αποτελούν χώρους ιδιαίτερης σημασίας για τους άστεγους και παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των διαδρομών τους στην πόλη. Στο Bristol της Αγγλίας, για παράδειγμα, χρησιμοποιείται ο όρος “food route” για να περιγράψει τη διαδρομή του άστεγου πληθυσμού από το ένα σημείο διανομής συσσιτίου στο άλλο κατά τη διάρκεια της ημέρας. Συσσίτια μοιράζονται συνήθως από φιλανθρωπικά ιδρύματα, από εκκλησίες, από τις ΜΚΟ, αλλά και από το δήμο. Οι άστεγοι γνωρίζουν τα σημεία απ’ όπου μπορούν να προμηθευτούν πρωινό, μεσημεριανό, βραδινό, καφέ, καθώς και τις ώρες διανομής τους και με βάση αυτά διαμορφώνουν το πρόγραμμά τους. Γνωρίζουν επίσης και λαμβάνουν υπόψη και τα υπόλοιπα οφέλη που μπορούν να αποκομίσουν επισκεπτόμενοι τέτοιους χώρους. Το βασικότερο είναι η κοινωνικοποίηση. Υπάρχουν μάλιστα χώροι, όπως τα «κέντρα ημέρας», που προορίζονται ακριβώς γι’ αυτό το σκοπό. Αποτελούν μέρη όπου μπορούν να συνευρεθούν πολλά άτομα, να γνωριστούν, να φάνε μαζί, να συζητήσουν. (Cloke, May & Johnsen, 2008:243-260).
Χώροι επαιτείας:
Εξίσου μεγάλης σημασίας είναι και τα σημεία όπου πολλοί από τους αστέγους επιλέγουν για επαιτεία. Τα σημεία αυτά δεν είναι τυχαία, ενώ μάλιστα είναι συγκεκριμένα αυτά που θεωρούνται προνομιακά. Τέτοια σημεία είναι για παράδειγμα, κοντά σε αυτόματα μηχανήματα ανάληψης χρημάτων (ATM) και μέρη όπου οι περαστικοί συνήθως διακατέχονται από αισθήματα ευχαρίστησης και χαράς (έξω από χώρους διασκέδασης, μπαρ, εστιατόρια). Η σημασία των χώρων επαιτείας διαφαίνεται από το γεγονός ότι πολλές φορές γίνονται αιτία διαπληκτισμού μεταξύ αστέγων. Η κατοχύρωση των σημείων επαιτείας αποτελεί άτυπο νόμο του δρόμου και είναι ζήτημα σεβασμού το να μην παίρνει κάποιος τη θέση επαιτείας κάποιου άλλου. Ένας λόγος που ερμηνεύει τη στάση αυτή είναι ότι διατηρώντας μια συγκεκριμένη θέση στο δρόμο, με τον καιρό οι τακτικοί περαστικοί αναγνωρίζουν το άτομο που επαιτεί εκεί, και κατ’ αυτό τον τρόπο αποκτά κατά κάποιο τρόπο «μόνιμους πελάτες». Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις τα κατοχυρωμένα σημεία επαιτείας μπορούν να παραχωρηθούν σε άλλους επαίτες, αλλά με την καταβολή αντίτιμου, εν είδει ενοικίου.
Οι χώροι επαιτείας αποτελούν σημεία στο χάρτη της πόλης των αστέγων, τα οποία  καθορίζονται μέσω της γνώσης των πιθανών και των πιο αποδοτικών χώρων στην πόλη για το σκοπό αυτό. Τα σημεία αυτά τα επιλέγουν οι άστεγοι ή ακόμα πολλές φορές τα δημιουργούν δίνοντάς τους οι ίδιοι αξία. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση μίας άστεγης γυναίκας όταν την ρώτησαν ποια σημεία θεωρεί καλά για επαιτεία: «Δεν υπάρχουν καλά μέρη επαιτείας από μόνα τους. Επιλέγεις ένα μέρος και το κάνεις δικό σου. Έτσι γίνεται καλό και αποκτάς και πελάτες». Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε για τους χώρους επαιτείας ότι είναι χώροι που αποκτούν νόημα ως τέτοιοι μόνο μέσα από τις πρακτικές των αστέγων και τις αλληλεπιδράσεις τους με την υπόλοιπη κοινωνία. Δεν πρόκειται για χώρους σχεδιασμένους από κάποιο θεσμικό φορέα, που προορίζονται για τους άστεγους. Είναι χώροι που δεν αναφέρονται σ’ αυτούς από τη φύση τους αλλά αξιοποιούνται και επανανοηματοδοτούνται απ’ τους ίδιους. (Cloke, May & Johnsen, 2008:243-260).
Χώροι προσωπικής υγιεινής και καθαριότητας:
Τέλος, αναφερόμενοι στην ικανοποίηση των αναγκών της προσωπικής τους υγιεινής, οι άστεγοι χρησιμοποιούν, όπως και στην περίπτωση της σίτισης, μια σειρά από ιδρύματα, οργανισμούς και υπηρεσίες. Εκτός αυτών, συχνά χρησιμοποιούν τόσο τις δημόσιες τουαλέτες, όσο και αυτές των ιδιωτικών καταστημάτων όταν τους επιτρέπεται. (Meert, 2006:18-19).
Χώροι κοινωνικοποίησης, ελεύθερου χρόνου:
Αναπόσπαστο κομμάτι των δικτύων κίνησης των αστέγων, τα οποία καθορίζονται από τα σημεία στάσης για ύπνο, σίτιση και επαιτεία, όπως είδαμε παραπάνω,  είναι και οι χώροι στους οποίους οι άστεγοι συχνάζουν και περνάνε τον ελεύθερο τους χρόνο. Είναι μία πτυχή της ζωής των αστέγων που δεν πρέπει να υποτιμάται, καθώς παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην απόκτηση μίας ταυτότητας πέραν αυτής του «άστεγου». Οι ίδιοι άλλοτε επιζητούν την ενσωμάτωση και την ίση αντιμετώπιση από την υπόλοιπη κοινωνία, ενώ άλλοτε προτιμούν να συναθροίζονται μεταξύ τους, αλληλεπιδρώντας μεν με τους υπόλοιπους ανθρώπους, αλλά διατηρώντας παράλληλα μία διακριτότητα απ’ αυτούς. Έτσι στην πρώτη περίπτωση επιλέγουν να κάνουν ατομικά ή συλλογικά δραστηριότητες και να πηγαίνουν σε μέρη – πολλές φορές απαγορευμένα – όπου συχνάζει ο κοινός στεγασμένος κόσμος, αποκρύπτοντας την ταυτότητα του άστεγου, ενώ στη δεύτερη συναθροίζονται σε κεντρικά ή περιθωριοποιημένα σημεία της πόλης, όπου κοινωνικοποιούνται μεταξύ τους, αναπτύσσουν σχέσεις, ανταλλάσσουν πληροφορίες και εκφράζονται ελεύθερα. Όταν οι συναθροίσεις αυτές γίνονται σε κεντρικά σημεία της πόλης, αυτά επανανοηματοδοτούνται μεν, άλλα για μικρό χρονικο διάστημα – όσο διαρκούν οι συγκεντρώσεις – και με τρόπο που τις περισσότερες φορές δε γίνεται αντιληπτός στην υπόλοιπη κοινωνία. Αντίθετα, σε άλλες περιπτώσεις, συνήθως στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές, οι συναθροίσεις των αστέγων παίζουν καθοριστικό ρόλο στο χαρακτήρα και στο νόημα που αποκτούν αυτές. Τα περισσότερα παραδείγματα βέβαια, αφορούν σε περιοχές που η φήμη τους είναι συνυφασμένη με τις παράνομες δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στο χώρο, όπως εμπόριο και χρήση ναρκωτικών.
Εδώ έχει ιδιαίτερο νόημα να επισημάνουμε πως οι άστεγοι δεν αποτελούν μία ομογενοποιημένη κοινωνική ομάδα που δρα και συμπεριφέρεται με ενιαίο τρόπο. Μπορούμε να διακρίνουμε διάφορες κατηγορίες και ομάδες εντός του άστεγου πληθυσμού που λειτουργούν ανεξάρτητα και πολλές φορές εχθρικά μεταξύ τους. Μία απ’ τις πιο διακριτές κατηγορίες είναι αυτή των τοξικοεξαρτημένων, οι οποίοι συνήθως απομονώνονται και περιθωριοποιούνται από τους υπολοίπους. Μπορεί να συχνάζουν, να επαιτούν και να τρώνε σε κοινά μέρη, αλλά στην ουσία δεν υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ χρηστών και υπόλοιπων αστέγων. (Cloke, May & Johnsen, 2008:243-260).

4.3. Συμπερασματικά

Η «πόλη των αστέγων», ως φυσικός χώρος, δεν είναι άλλη από την ίδια τη συμβατική πόλη που ζούμε όλοι και όλες μας. Επιλέγουμε το χαρακτηρισμό αυτό για να περιγράψουμε τις συμπεριφορές των ανθρώπων χωρίς στέγη, τον τρόπο που κατοικούν, βιώνουν, και αντιλαμβάνονται το χώρο της πόλης, καθώς και τα δίκτυα (χωρικά και κοινωνικά) που αναπτύσσουν, θεωρώντας, ωστόσο, δεδομένη τη συνύπαρξη και τη συνεχή αλληλεπίδρασή τους με την υπόλοιπη κοινωνία.
Ο χάρτης της πόλης των αστέγων συντίθεται από τους χώρους διαμονής, ύπνου, σίτισης, επαιτείας και υγιεινής που αναλύσαμε παραπάνω, οι οποίοι αντανακλούν τις στρατηγικές των θεσμικών φορέων, από τη μία, αλλά και τις πρακτικές των αστέγων με βάση τις ανάγκες τους από την άλλη. Οι άστεγοι αναπτύσσουν ρουτίνες καθημερινότητας εντός των πόλεων με έναν τρόπο που μαρτυρά την κατανόηση των κοινωνικο – χωρικών δυνατοτήτων που τους παρέχει το αστικό περιβάλλον. Παρόλο που οι διάφορες υπηρεσίες αποτελούν κομβικά σημεία που ορίζουν την αρχή και το τέλος ορισμένων διαδρομών τους, υπάρχει μία πληθώρα άλλων διαδρομών που διατρέχουν ολόκληρη την πόλη ανεξάρτητα από αυτές. Πρόκειται για συγκεκριμένες τακτικές που αναπτύσσουν οι άστεγοι στο χώρο αποδεικνύοντας το γεγονός ότι κατέχουν την «τέχνη» να αξιοποιούν, να προσπερνούν και να καταλαμβάνουν προσωρινά το χώρο της πόλης. Η «πόλη των αστέγων», επομένως, δεν αποτελείται από χώρους σχεδιασμένους που προορίζονται γι’ αυτούς, αλλά από χώρους της πόλης οι οποίοι επιλέγονται και αποκτούν νόημα μόνο με τη φυσική και συναισθηματική αλληλεπίδραση των ίδιων σ’ αυτούς. (Cloke, May & Johnsen, 2008:243-260).
Τέλος, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι είναι πολύ απλοϊκό σχήμα να θεωρούμε πως οι άστεγοι είναι οι κατατρεγμένοι του συστήματος και η επιδίωξη τους είναι απλά και μόνο η επιβίωσή τους μέσα σ’ αυτό. Αντίθετα, μία πιο διεξοδική ανάλυση δείχνει τους άστεγους, μέσα πάντα σε συγκεκριμένα όρια, να λειτουργούν είτε ατομικά, είτε συλλογικά και να αναπτύσσουν δεξιότητες. Αφενός δημιουργούν μεταξύ τους δίκτυα και πολλές φορές, κι αφετέρου κοινά στοιχεία που έχουν, όπως ο χώρος που μοιράζονται, η ταυτότητα του άστεγου και οι αμυντικοί μηχανισμοί που αναπτύσσουν, οδηγούν προς μία θετική κατεύθυνση, όσον αφορά στην μεταξύ τους επικοινωνία και αλληλεπίδραση, αλλά και στις πρακτικές που αναπτύσσουν στο χώρο. (Cloke, May & Johnsen, 2008:243-260).

5. Το φαινόμενο της αστεγίας στην Ελλάδα

5.1. Ιστορική εξέλιξη

Το φαινόμενο των αστέγων είναι σχετικά πρόσφατο την Ελλάδα συγκριτικά με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Οι άνθρωποι που δεν είχαν πρόσβαση σε επαρκή κατοικία κατά τις προηγούμενες δεκαετίες ήταν λίγοι. Αυτό μάλλον οφειλόταν στην ύπαρξη άτυπων κοινωνικών και οικογενειακών δικτύων που λειτουργούσαν ως ασπίδα προστασίας για την διόγκωση του φαινομένου, καθώς και σε μια σειρά άλλων παραγόντων που σχετίζονται με πολιτικές αποφάσεις, όπως η ανοχή της αυθαίρετης δόμησης, η ένταξη των αυθαιρέτων στα σχέδια πόλης, το σύστημα της αντιπαροχής, και οι ευνοϊκές στεγαστικές δανειοδοτήσεις από τις τράπεζες που εξασφάλισαν σχεδόν για όλες τις κοινωνικές τάξεις πρόσβαση στην κατοικία αλλά και στην ιδιοκτησία (Τουφεξή, 2013:15).
Από την άλλη, ο ρόλος του κράτους και της πολιτείας ως φορείς της κοινωνικής πολιτικής που αφορά τη στέγαση ήταν περιορισμένος, αφού το ζήτημα αντιμετωπίζονταν επιτυχώς από τις ανωτέρω προαναφερθείσες πολιτικές. Κρατική μέριμνα για το ζήτημα αποτελούν τα προγράμματα προσφυγικής και λαϊκής κατοικίας του Υπουργείου Πρόνοιας σε πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής κατά τη δεκαετία του 1920, τα οποία συνεχίστηκαν με μειωμένη ένταση μέχρι τη δεκαετία του 1960, ενώ από το 1954 λειτουργεί ο Ο.Ε.Κ. (Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας) που παρείχε στέγη μέσω κληρώσεων σε άτομα με χαμηλά εισοδήματα. Επιπλέον, η πολιτεία δραστηριοποιήθηκε κατά καιρούς σημειακά στο ζήτημα της στέγασης που αφορούσε ανθρώπους που έμεναν άστεγοι εξαιτίας φυσικών καταστροφών ή ειδικές κοινωνικές ομάδες όπως οι Ρομά (Τουφεξή, 2013:15).
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 η χώρα αλλάζει από χώρα αποστολής σε χώρα «υποδοχής» μεταναστών, κυρίως από την Αλβανία, τις χώρες της ΕΣΣΔ και κάποιες αφρικανικές χώρες όπως το Σουδάν και η Νιγηρία (Ζαραφωνίτου, 2012:3). Οι νέοι πληθυσμοί εγκαθίστανται στα κέντρα των μεγάλων πόλεων, στο οποίο υπάρχει προσιτό οικιστικό απόθεμα, που εγκαταλείφτηκε από τα μεσαία και αστικά στρώματα με την προαστιοποίηση.
Την ίδια περίοδο παρατηρείται έντονη άνοδος στις τιμές κατοικίας (υπερδιπλασιασμός των τιμών μεταξύ 1993 και 2007), πράγμα που, συνδυασμένο με την παραδοσιακά ανύπαρκτη στεγαστική πολιτική και την ανάληψη της παραγωγής κατοικίας από τον ιδιωτικό τομέα, οδήγησε σε μια μεγάλου βαθμού εξάρτηση του δικαιώματος στην κατοικία από το τραπεζικό σύστημα. Η σχέση κατοικίας – τραπεζικού συστήματος αποτέλεσε καθοριστική παράμετρο στο εγγύς παρελθόν και έχει άμεσα αντίκτυπο στο παρόν της οικονομικής κρίσης. Ένας ακόμη παράγοντας που παίζει το ρόλο του στην έξαρση του φαινομένου, που «εξερράγη» από το 2008 και μετά εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, είναι και μετάβαση από την προστατευτική στην πυρηνική οικογένεια, που είχε ως αποτέλεσμα τη χαλάρωση των ενδοοικογενειακών δεσμών αλληλεγγύης (Τουφεξή, 2013:16-17).
Όσον αφορά στο νομικό πλαίσιο, η έννοια του «αστέγου» εισάγεται στην ελληνική νομοθεσία και κατοχυρώνεται θεσμικά μόλις το 2012 με το νόμο 4052 ως «ειδική – ευάλωτη κοινωνική ομάδα» ανθρώπων που χρήζει μέτρων προστασίας. Ο ορισμός που υιοθετείται από τους επίσημους φορείς είναι η τυπολογία ETHOS του οργανισμού FEANTSA, όπως αυτός αναλύεται παραπάνω. Τέλος, είναι κρίσιμο να επισημάνουμε ότι το δικαίωμα στη στέγη κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα της Ελλάδος, στην 4η παράγραφό του άρθρου 21 ως εξής: «η απόκτηση κατοικίας από αυτούς που τη στερούνται ή στεγάζονται ανεπαρκώς αποτελεί αντικείμενο ειδικής φροντίδας του κράτους».
Ο αριθμός των αστέγων στην Ελλάδα αυξάνεται συνεχώς και λόγω της ρευστότητας και της δυναμικής της κρίσης η καταμέτρηση και η διεξαγωγή έγκυρων συμπερασμάτων είναι πολύ δύσκολη. Το «δικαίωμα στη στέγη» γίνεται όλο και πιο ευάλωτο και τα ποσά που δαπανώνται για να καλυφθούν οικιστικά έξοδα είναι πλήρως δυσανάλογα. Αρκεί να σκεφτούμε ότι ο μέσος όρος των νοικοκυριών ξοδεύει γύρω στο 30% των εσόδων του και τα φτωχά νοικοκυριά πάνω από το 50%, όταν σύμφωνα με τη EUROSTAT «οικονομικά προσιτή στέγη» σημαίνει οικιστικά έξοδα κάτω του 40% του διαθέσιμου εισοδήματος. Επιπλέον, υπερχρεωμένο με οικιστικά έξοδα είναι πάνω από το 70% των φτωχών νοικοκυριών της χώρας (Karagianni, 2013:44-45).
Το εξαιρετικά επισφαλές τοπίο έρχεται να επισφραγίσει η πολιτική που ακολουθείται όσον αφορά στην κατοικία από την ελληνική κυβέρνηση, που είναι: έλλειψη υπηρεσιών για τους αστέγους, υποθήκες λόγω καθυστερουμένων οφειλών, εξώσεις, αυξήσεις στις τιμές και ιδιωτικοποιήσεις επιχειρήσεων κοινής ωφελείας (ρεύμα, νερό, θέρμανση) και τέλος το κλείσιμο του ΟΕΚ, μοναδικού παραδείγματος κρατικής κοινωνικής πολιτικής όσον αφορά στην κατοικία, που προβλέπεται στα πλαίσια του 2ου Μνημονίου, αφού όπως αναγράφεται «δεν αποτελεί πρωτεύουσα κοινωνική δαπάνη» (European Comission, 2012:110).

5.2. Δημογραφικά – στατιστικά στοιχεία των αστέγων στην Ελλάδα

Σύμφωνα με την καταγραφή των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων (2009), ο αριθμός των αστέγων ανέρχεται στα 7.720 άτομα, στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται οι παράνομοι μετανάστες, οι πολιτικοί πρόσφυγες και οι μετακινούμενοι Ρομά. Από την άλλη μεριά, το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για την Έλλειψη Στέγης ανέβαζε τον αριθμό των αστέγων στις 20.000 (2010), εκ των οποίων περίπου οι μισοί βρίσκονται στην πόλη των Αθηνών (Ζαραφωνίτου, 2012:9). Όσον αφορά στατιστικά και δημογραφικά στοιχεία που αφορούν την πληθυσμιακή ομάδα των αστέγων στην Ελλάδα, ιδιαίτερα κατατοπιστικές είναι 2 έρευνες που διεξήγαγε η ΜΚΟ Κλίμακα το 2006 και το 2012.
ΜΚΟ Κλίμακα 2006: «Άστεγοι στην Ελλάδα: ψυχοκοινωνικό προφίλ και συνθήκες διαβίωσης στον δρόμο»
Σύμφωνα με την έρευνα του 2006 που φέρει τον τίτλο «Άστεγοι στην Ελλάδα: ψυχοκοινωνικό προφίλ και συνθήκες διαβίωσης στον δρόμο», το 75% των αστέγων είναι άνδρες και το 25% γυναίκες, το 3,8% είναι έγγαμοι, ενώ ο μέσος όρος ηλικίας ανέρχεται στα 47 έτη. Το 10,9% έχει τελειώσει κάποιο ΑΕΙ ή ΤΕΙ, το 23,5% το λύκειο, ενώ το 9,3% είναι αναλφάβητο. Το 46,5% βρίσκεται στην κατάσταση του αστέγου εδώ και 3 χρόνια ή και περισσότερο, ενώ το 25% έχει φυλακιστεί με μέσο χρόνο παραμονής στη φυλακή τους 29 μήνες. Περισσότεροι από τους μισούς είχαν κοιμηθεί τους τελευταίους δύο μήνες στον δρόμο ή σε άλλον εξωτερικό δημόσιο χώρο, ενώ για το 55% η εύρεση χώρου για διανυκτέρευση αποτελούσε καθημερινό πρόβλημα. Ως πολύ συχνό ή και καθημερινό πρόβλημα, το 38% ανέφερε την εύρεση τροφής, το 36% την εύρεση ρουχισμού, και το 49% την εύρεση κάποιου χώρου όπου μπορεί να πλυθεί. Το 32% ένιωθε από λίγο ως και καθόλου ασφαλές κατά τη διάρκεια της ημέρας, ποσοστό που ανεβαίνει στο 59% κατά τη διάρκεια της νύχτας. Αρκετοί έπεφταν θύματα εγκληματικότητας, με πιο συχνές τις κλοπές και τις διαρρήξεις. Το 42% δήλωνε πως έχει παιδιά αλλά κανένας ότι ζουν μαζί του, ενώ το 75% είχε κακές σχέσεις με την οικογένειά του. Οι άστεγοι σε ποσοστό που κυμαίνεται μεταξύ του 54% και του 66% δήλωναν πως δεν έχουν σχεδόν ποτέ επαφές με φίλους και γνωστούς. Το 70% δεν εργάστηκε καθόλου το δίμηνο που προηγήθηκε της έρευνας, με το 55% να θεωρεί πως η κατάσταση της υγείας του ήταν κακή. Το 88% των αστέγων ένιωθε συναισθήματα που παραπέμπουν σε ψυχική ασθένεια, το 34% έκανε χρήση αλκοόλ, το 12% καθημερινή χρήση αλκοόλ, ενώ το 14% έκανε χρήση ναρκωτικών, εκ των οποίων το 54% θεωρούσε πως έχει πρόβλημα εξάρτησης (Κατσαδώρος, 2006).
ΜΚΟ Κλίμακα 2012: «Η έλλειψη στέγης στην Ελλάδα του 2012»
Εξετάζοντας την έρευνα του 2012 με τίτλο «Η έλλειψη στέγης στην Ελλάδα του 2012», μπορούμε να παρατηρήσουμε τις αλλαγές που έλαβαν χώρα τα τελευταία 6 χρόνια όσον αφορά το προφίλ των αστέγων. Το ποσοστό των ανδρών ανέβηκε από το 75% στο 82,2%, ενώ σχεδόν το 61% των αστέγων βρίσκεται ηλικιακά μεταξύ των 41 και των 55 ετών. Η συντριπτική πλειοψηφία είναι αλλοδαποί με το ποσοστό τους να αγγίζει το 90%, ενώ εντυπωσιακή είναι η αύξηση του ποσοστού των αστέγων με τριτοβάθμια εκπαίδευση που πλέον αγγίζει το 20% έχοντας διπλασιαστεί. Επίσης τριπλασιάστηκε το ποσοστό των έγγαμων φτάνοντας το 12%. Ακόμη, αυξήθηκαν ιδιαιτέρως όσοι κοιμούνται αποκλειστικά σε υπαίθριους χώρους τον τελευταίο ένα χρόνο, φτάνοντας το 63,8%, ενώ ένα 10,5% χρησιμοποιεί ως κατάλυμα κάποιο αυτοκίνητο. Το 30,2% έχει περάσει τουλάχιστον μια νύχτα στη φυλακή. Το εντυπωσιακό είναι πως το 58,1% όσων φυλακίστηκαν οφειλόταν σε οικονομικούς λόγους. Το 64,8% είναι άστεγοι για λιγότερο από 2 χρόνια, ενώ το 1/3 έχει κακοποιηθεί και το 45% περίπου έχει πέσει θύμα κλοπής. Το 50% ξοδεύει μέχρι 20 ευρώ το μήνα, ενώ το 57,6% δυσκολεύεται να εξασφαλίσει τροφή, το 52,9% ρουχισμό και το 41% να εξασφαλίσει κάποιο χώρο για μπάνιο. Πλέον, το 54,8% δηλώνει ότι έχει φίλους, ενώ οι εξαρτήσεις από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά κυμαίνονται σε παρόμοια επίπεδα με το 2006. Ανασφάλιστοι είναι το 58,1%, με το έντονο άγχος να αποτελεί πρόβλημα για το 66,7%, και το 18,1% να έχει αποπειραθεί να αυτοκτονήσει τουλάχιστον 1 φορά. Το 53,5% δεν ψήφισε στις τελευταίες εκλογές, ενώ σχεδόν το 80% θεωρεί πως θα καταφέρει να αλλάξει την κατάστασή του. Τέλος, περισσότερο από το 75% κάνει όνειρα για το μέλλον (Κατσαδώρος, 2012).vi13

6. Η «πόλη των αστέγων» στη Θεσσαλονίκη

Αφού είδαμε τα δεδομένα που δίνει για το φαινόμενο τον αστέγων η ελληνική εμπειρία, θα περάσουμε πιο ειδικά στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης και θα αναζητήσουμε τη «Θεσσαλονίκη των αστέγων» ακολουθώντας τα κριτήρια που τέθηκαν για την «πόλη των αστέγων» στο κεφάλαιο 4. Τα στοιχεία που έχουμε συγκεντρώσει για τη Θεσσαλονίκη προέρχονται τόσο από πρωτογενή όσο και από δευτερογενή έρευνα. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι συνεντεύξεις που πήραμε από δύο μέλη των ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στην πόλη, PRAKSIS και ΑΡΣΙΣ, οι οποίες αποτελούν και το βασικό υλικό πάνω στο οποίο θα στηριχθούμε για τη διεξαγωγή συμπερασμάτων. Ιδιαίτερη έμφαση δώσαμε επίσης και σε ένα υλικό που ετοίμασαν για μας, μετά από δική μας αίτηση, μέλη της ΜΚΟ PRAKSIS που συμμετέχουν στο “Street-Work” που διεξάγει η οργάνωση, δηλαδή στις εξορμήσεις που γίνονται στο δρόμο προκειμένου να εντοπιστούν άστεγοι και άνθρωποι που χρειάζονται βοήθεια. Πέρα από το υλικό αυτό, τα υπόλοιπα στοιχεία που συλλέξαμε από δευτερογενή έρευνα και λειτουργούν σαν υποστηρικτικό υλικό προέρχονται από άρθρα του διαδικτύου και του τοπικού τύπου και από μια μεταπτυχιακή ερευνητική εργασία με παρόμοιο θέμα (Karagianni, 2013), στην οποία βρήκαμε συγκεντρωμένα και στοιχεία επιτόπιας έρευνας.

6.1. Πρωτογενής έρευνα (συνεντεύξεις)

6.1.1. Η διαδικασία εκπόνησης των συνεντεύξεων

Όσον αφορά στις συνεντεύξεις, ήταν ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι αυτές έγιναν και στις δύο ΜΚΟ, γιατί αυτό επέτρεπε τη διασταύρωση των δεδομένων. Όπως αναφέρεται στις κεντρικές ιστοσελίδες των οργανώσεων, η PRAKSIS έχει σαν κύριο στόχο τη δημιουργία,εφαρμογή και υλοποίηση προγραμμάτων ανθρωπιστικής και ιατρικής δράσης και είναι συνέχεια προγραμμάτων που λειτουργούν από το 1996, κυρίως σε Πολυϊατρεία σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα (PRAKSIS, Ποιοί Είμαστε)[8], ενώ η ΑΡΣΙΣ δραστηριοποιείται από το 1992 για την υποστήριξη και την προάσπιση των δικαιωμάτων των παιδιών και των νέων και αναπτύσσει δράσεις για την πρόληψη του κοινωνικού αποκλεισμού (Άρσις, Η Άρσις είναι…)[9].
Η συνέντευξη από την Άρσις έλαβε χώρα στις 23 Ιουλίου 2013 και η υπεύθυνη που μας μίλησε ήταν η Άννα, μια νεαρή κοπέλα, η οποία εργαζόταν στη ΜΚΟ ως κοινωνιολόγος σε θέση συντονιστή. Η συνέντευξη στην PRAKSIS έγινε στις 29 Ιουλίου 2013 και μιλήσαμε με την κα Στεφανία, κοινωνική λειτουργό και υπεύθυνη του “Street-Work”. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στις εξορμήσεις στο δρόμο που γίνονται στα πλαίσια “Street-work” συμμετέχουν διεπιστημονικές ομάδες, συχνά και μεταφραστές. Οι δύο συνεντεύξεις έγιναν με κοινό ερωτηματολόγιο και διήρκησαν περίπου μία ώρα, διεξήχθησαν σε άνετο κλίμα και οι ερωτηθείσες επέδειξαν μεγάλη προθυμία.
Όσον αφορά στα χαρακτηριστικά της συνέντευξης, προτιμήθηκε η ημιδομημένη συνέντευξη, γιατί προσφέρει αμεσότητα, ταχύτερη και σαφέστερη ανατροφοδότηση, ευελιξία στη διαμόρφωση των ερωτήσεων, εφόσον δίνει τη δυνατότητα στον ερευνητή να αισθάνεται ελεύθερος να αλλάξει τη σειρά των ερωτήσεων ή και τη διατύπωσή τους ανάλογα με την πορεία της συζήτησης, έχει ιδιαίτερα πλούσιο περιεχόμενο απαντήσεων και μπορεί να παρέχει πολλές πληροφορίες για το υπό μελέτη φαινόμενο. Το ερωτηματολόγιο βάσει του οποίου έγιναν οι συνεντεύξεις αποτελείται από 13 ερωτήσεις ανοιχτού τύπου και θα λέγαμε ότι χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο επιδιώκει να συλλέξει πληροφορίες που αφορούν κυρίως στα δημογραφικά, ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά των αστέγων στην πόλη της Θεσσαλονίκης, ενώ το δεύτερο ανιχνεύει τη χωρική αποτύπωση του άστεγου πληθυσμού της πόλης (χώροι συγκέντρωσης, κομβικά σημεία, δίκτυα κλπ). Παρακάτω θα γίνει αναλυτική παράθεση των στοιχείων που συγκεντρώσαμε.

6.1.2. Αναλυτική παράθεση των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν από τις συνεντεύξεις

Εκτίμηση για τον αριθμό των αστέγων στην πόλη της Θεσσαλονίκης και πηγές δεδομένων.
Όσον αφορά στον αριθμό του άστεγου πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, η εκπρόσωπος της Άρσις δήλωσε ότι δεν υπάρχει ακριβής και έγκυρη καταγραφή, παρόλ’ αυτά θα μπορούσαμε να έχουμε μια εκτίμηση αν λάβουμε υπόψη ότι καθημερινά στον ξενώνα διαμονής για αστέγους στην πόλη, το λεγόμενο «Φιλοξενείο» φιλοξενούνται 35 με 40 άτομα. Η εκπρόσωπος της PRAKSIS ανέφερε ότι έχουν κάνει οι ίδιοι μια καταγραφή, η οποία απεικονίζει 413 άτομα με ονοματεπώνυμο. Η καταγραφή αυτή έγινε κυρίως με πηγή  τα δεδομένα που υπάρχουν στο «Φιλοξενείο», τα οποία διασταυρώνονται και με άλλους φορείς, που παρέχουν υπηρεσίες στους αστέγους και με τα αποτελέσματα του “street-work”. Τονίζει, όμως, ότι ο αριθμός είναι σίγουρα μεγαλύτερος, μιας και καθημερινά βλέπουν καινούρια άτομα, και ότι ο κύριος παράγοντας που προκαλεί αστεγία είναι η ανεργία. Τονίζει, επίσης, το μεγάλο πρόβλημα της «κρυφής αστεγίας», ανθρώπων, δηλαδή, που ζουν σε άθλιες συνθήκες, στερούμενοι ειδών πρώτης ανάγκης, παρόλο που δεν τους βλέπουμε στο δρόμο. Ακόμα δεν έχει γίνει συστηματική καταγραφή του αριθμού αυτού, αν και είναι στα μελλοντικά σχέδια, ωστόσο από τη στιγμή που θα ξεκινήσει η καταγραφή εκτιμά ότι θα χρειαστούν 6 με 8 μήνες για να υπάρξουν αποτελέσματα. Όπως χαρακτηριστικά μας δήλωσε «όταν ανακαλύψουμε αυτό το νούμερο, θα τρομάξουμε».
Κατηγορίες αστέγων που εντοπίζονται στη Θεσσαλονίκη σύμφωνα με τη FEANTSA.
Η εκπρόσωπος της PRAKSIS μας δήλωσε ότι η ΜΚΟ κυρίαρχα ασχολείται με τους αστέγους στο δρόμο (roofless, 1η κατηγορία της FEANTSA). Ωστόσο, δεν λείπουν και οι υπόλοιπες κατηγορίες, συγκεκριμένα πρόσφατα ανέφερε ότι ανακαλύφθηκαν δύο ζευγάρια, το ένα με παιδιά, που μένουν σε διαμέρισμα χωρίς φως και νερό, διαβιούν, δηλαδή, σε ανεπαρκές /ακατάλληλο κατάλυμα (inadequate housing, 4η κατηγορία FEANTSA). Επισημαίνει επίσης, παρά τους ορισμούς της FEANTSA, ότι οι άνθρωποι που ζουν σε συνθήκες συνωστισμού αλλά με φως και νερό, θεωρείται ότι δεν έχουν μπει ακόμα σε καθεστώς αστεγίας και είναι στόχος να συμπεριληφθούν στο πλάνο του επόμενου χρόνου.
Κατηγοριοποίηση των καταλυμάτων που διαβιούν οι άστεγοι.
Τα είδη καταλυμάτων ή «σπιτιών» των αστέγων που έχουν εντοπιστεί στη Θεσσαλονίκη είναι:
  1. διάφορα παραπήγματα,
  2. καταλήψεις χώρων,
  3. τυπικά σπίτια (διαμερίσματα ή μονοκατοικίες) χωρίς φως και νερό,
  4. ο ξενώνας για τους άστεγους «Φιλοξενείο»
  5. η διαβίωση με εξαιρετικά ευτελή και προσωρινά υλικά (σκηνές, σεντόνια, κουβέρτες κλπ) στο δρόμο
Όσον αφορά ειδικά στο «Φιλοξενείο», έχει χωρητικότητα για 60 – 70 άτομα και σε αυτό προσέρχονται συχνά τα ίδια άτομα. Δεν προϋποθέτει χαρτιά και νομικά έγγραφα για να φιλοξενηθεί κανείς, ωστόσο συχνά αποκλείονται άτομα με ψυχικές ασθένειες ή τοξικοεξαρτημένοι, για λόγους ασφαλείας και λειτουργικότητας.
Ποιοτικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού των αστέγων.
Εθνικότητα: Οι εκπρόσωποι και των δύο ΜΚΟ δήλωσαν ότι πλέον το μεγαλύτερο ποσοστό των αστέγων με τους οποίους έρχονται σε επαφή είναι Έλληνες, ποσοστό το οποίο έχει τριπλασιαστεί μόλις από το 2009. Η εκπρόσωπος της Άρσις μίλησε και για μετανάστες, που προέρχονται κυρίως από τις αραβικές χώρες και την Αφρική. Είναι εντυπωσιακό ότι πριν την κρίση οι Έλληνες άστεγοι ήταν σε συντριπτικό ποσοστό Ρομά – που είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία ούτως ή άλλως – ενώ όσον αφορά στους υπόλοιπους οι Έλληνες ήταν ελάχιστες περιπτώσεις, από τους τελευταίους στη λίστα σε αριθμό, με πρώτους τους Αλβανούς, δεύτερους τους Ρώσους, τρίτους τους Αφγανούς, κ.α. Παραδόξως, οι μετανάστες άστεγοι φαίνεται να είναι πιο «τυχεροί» από τους Έλληνες, καθώς αφενός έρχονται από χειρότερες συνθήκες και με γνώση ότι θα ζήσουν σε καθεστώς εξαθλίωσης και αφετέρου οι δεσμοί μεταξύ τους είναι πιο συνεκτικοί και υποστηρίζονται από τις δικές τους κοινότητες. Οι Έλληνες, επιπλέον, δεν είναι ενημερωμένοι για τα δίκτυα υποστήριξης και ντρέπονται να προσφύγουν σε αυτά, ενώ πιο εύκολα καταφεύγουν στις ΜΚΟ παρά στις κρατικές υπηρεσίες.
Φύλο: Κατά συντριπτικό ποσοστό, γύρω στο 80%, οι Έλληνες άστεγοι είναι άντρες. Η αστεγία προσβάλει κυρίως τον αντρικό πληθυσμό λόγω ανεργίας, καθότι η ελληνική κοινωνία μπορεί ακόμα να υποστηρίξει μια άνεργη γυναίκα με παιδιά, ενώ δεν θα υποστηρίξει εύκολα έναν άντρα.  Συχνά μάλιστα και ο ίδιος, λόγω αξιοπρέπειας, δεν ανέχεται να ζει παρασιτικά και προτιμά να μετακινείται από πόλη σε πόλη αναζητώντας δουλειά, ακόμα και αν κατά τη διάρκεια της αναζήτησης θα διαμένει στο δρόμο.
Ηλικία: Οι ηλικίες των αστέγων καλύπτουν μεγάλο φάσμα. Σύμφωνα με τις ερωτηθείσες των ΜΚΟ, περισσότερο νεαρές ηλικίες συναντάμε σε άτομα που είναι χρήστες ναρκωτικών ουσιών, ενώ ο υπόλοιπος πληθυσμός κυμαίνεται συνήθως από 40-45 χρόνια και πάνω.
Επίπεδο Μόρφωσης: Το επίπεδο μόρφωσης των αστέγων είναι αρκετά υψηλό, ελάχιστοι είναι οι αναλφάβητοι και αυτοί που δεν έχουν τελειώσει το δημοτικό. Όσον αφορά στους Έλληνες, σε γενικές γραμμές είναι απόφοιτοι λυκείου ή τεχνικού λυκείου, ενώ σπανιότερα συναντάμε και απόφοιτους πανεπιστημίου, άτομα που ξέρουν πολλές ξένες γλώσσες ή άτομα με μεγάλη εργασιακή εμπειρία. Στις περιπτώσεις αυτές συντρέχουν συνήθως πολλοί λόγοι παράλληλα, με σχετικά σίγουρο και αυτόν της ανεργίας, και οδηγούν στην αστεγία. Όσον αφορά στους μετανάστες, η εκπρόσωπος της Άρσις ανέφερε ότι μερικές φορές το επίπεδο μόρφωσης είναι πολύ υψηλό, σχεδόν όλοι έχουν τελειώσει τουλάχιστον το δημοτικό και για παράδειγμα σχεδόν όλοι οι μετανάστες από τη Γεωργία έχουν και από ένα πτυχίο.
Εισόδημα: Οι περισσότεροι άστεγοι δεν εργάζονται και όταν αυτό συμβαίνει πρόκειται για περιστασιακή ή μαύρη εργασία (π.χ. μεροκάματα στη λαϊκή, κουβαλήματα σε μαγαζιά), μικρής κλίμακας παρεμπόριο ή επαιτεία, ενώ μας ανέφεραν ότι έχουν υπόψη τους και ένα περιστατικό πορνείας, που προσέφυγε στην PRAKSIS. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η εκπρόσωπος της PRAKSIS δήλωσε ότι στην επαιτεία καταφεύγουν συνήθως οι χρήστες ναρκωτικών ουσιών και οι Ρομά (πλέον Βούλγαροι), οι τελευταίοι μέσα από κυκλώματα, ενώ οι ντόπιοι  δεν επαιτούν και δέχονται μόνο υλική βοήθεια. Όπως χαρακτηριστικά μας είπε:
«Όχι μόνο δέχονται (μόνο) υλική βοήθεια […], αλλά υπήρχαν άνθρωποι που όταν πηγαίναμε να του δώσουμε και μπουφάν και sleeping-bag, έλεγαν «όχι, έχω μπουφάν ή έχω sleeping- bag, δώστε το σε κάποιον άλλο που έχει ανάγκη». […] Πραγματικά ήταν συγκινητικό όταν το είδαμε αυτό».
Τις περισσότερες φορές η εργασία που κάνουν είναι πλήρως αναντίστοιχη με την ειδίκευση και τα προσόντα που πολλοί από αυτούς έχουν, ειδικά αυτό συμβαίνει σε άτομα από το εξωτερικό με πλούσιο βιογραφικό που αποκλείονται και για λόγους ηλικίας. Επιπλέον, η κατάσταση της αστεγίας δυσχεράνει ακόμα περισσότερο την προσπάθεια ανεύρεσης εργασίας, καθώς παίζει σημαντικό ρόλο η σωματική και ψυχική κατάσταση, οι οποίες όταν πρόκειται για άστεγο δεν είναι καλές και δεν είναι προσεγμένη η εξωτερική εμφάνιση.
Ψυχική και σωματική υγεία: Σε γενικές γραμμές η σωματική και ψυχική υγεία των αστέγων δεν είναι καλή. Δεν υπάρχει η καθημερινή υγιεινή ή η ξεκούραση, με αποτέλεσμα να είναι συνεχώς ταραγμένοι. Επιπλέον, οι περισσότεροι από αυτούς έχουν σοβαρά προβλήματα υγείας (καρδιά, εγκεφαλικό, μεταδιδόμενα νοσήματα κλπ.), πράγμα που συνήθως έχει παίξει το ρόλο του ώστε να εκπέσουν στην κατάσταση της αστεγίας, ενώ άλλοι, ένας μικρός αριθμός, έχουν δεχθεί κακοποίηση και είναι θύματα ενδοοικογενειακής βίας.
Επιπλέον, τεράστιο ποσοστό των αστέγων, γύρω στο 80% είναι εξαρτημένοι, κατά κύριο λόγω σε ναρκωτικές ουσίες, αλλά και σε αλκοόλ, στον τζόγο κλπ. Η εξάρτηση είναι επίσης ένας από τους λόγους που οδηγεί στην αστεγία, ενώ πολύ σπάνια συμβαίνει το αντίθετο, να αναπτύξει, δηλαδή, κανείς τέτοιες συνήθειες, αφού έχει μείνει στο δρόμο. Είναι ενδεικτικό, όπως μας είπε η εκπρόσωπος της PRAKSIS, ότι από τα στοιχεία που συλλέγονται από το «Φιλοξενείο» φαίνεται σχεδόν οι μισοί να είναι χρήστες μεθαδόνης, που δεν τους δέχεται η οικογένεια τους. Επίσης, υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις προβλημάτων ψυχικής υγείας.
Τέλος, η εκπρόσωπος της Άρσις μας τόνισε ότι πριν από 10 χρόνια η εικόνα του άστεγου που κυριαρχούσε ήταν αυτή του περιθωριοποιημένου ατόμου, που έχει περιέλθει σε αυτή την κατάσταση ίσως και λόγω προσωπικής του επιλογής. Πλέον με το φαινόμενο των νεοαστέγων η εικόνα αυτή έχει μεταβληθεί αρκετά, αφού σχεδόν όλοι οι νεοάστεγοι είναι άτομα που είχαν στέγη και σχετική οικονομική άνεση. Ο νεοάστεγος είναι ο παλιός γείτονας, ο παλιός συνάδελφος, ο παλιός συμφοιτητής.
Οι φορείς που ασχολούνται με την καταπολέμηση του φαινομένου και οι υπηρεσίες που προσφέρουν.
Για την ενημέρωσή μας σχετικά με αυτό, παραθέτουμε έναν κατάλογο που πήραμε από τις ΜΚΟ που διανέμεται σε αστέγους, προκειμένου να τους πληροφορήσει για το που μπορούν να εξυπηρετηθούν. Κάποια, επιπλέον, σημεία που προσέθεσε η εκπρόσωπος της PRAKSIS ήταν σχετικά με τα όλο και περισσότερα προγράμματα για αστέγους που ανοίγει η Ευαγγελική Εκκλησία, με χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα το «Στρατό Σωτηρίας», που προσφέρει γεύματα και χώρους υγιεινής. Η Ευαγγελική Εκκλησία είναι αρκετά ανεκτική στη διαφορετικότητα, δεν απαιτεί νομικά χαρτιά και δεν καταγράφει απαραίτητα προσωπικά στοιχεία, για να προσφέρει βοήθεια, σε αντίθεση με την ορθόδοξη, όπου παρατηρούνται συχνά φαινόμενα αποκλεισμού ανθρώπων (π.χ. των χρηστών), γεγονός που ενθαρρύνεται από τη συντηρητική ηγεσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην πόλη. Τέλος, επισήμανε ενδεικτικά και την προσφορά της Γερμανικής κοινότητας.
Η εκπρόσωπος της Άρσις μας μίλησε για τη ΜΚΟ που δούλευε και συγκεκριμένα ανέφερε πως βασική επιδίωξη της Άρσις είναι να δημιουργήσει ένα δίκτυο μεταξύ των οργανώσεων για τους άστεγους και να τους βοηθήσει παρέχοντας πληροφορίες για το πού θα πρέπει να απευθύνονται για την κάλυψη της κάθε ανάγκης τους (υγεία, φαγητό, ένδυση, υγιεινή κλπ). Η ίδια η Άρσις παρέχει γεύματα (πρωινό κάθε πρωί από δωρεές από φούρνους και ενίοτε και συσσίτιο), είδη ένδυσης, υπόδησης, έπιπλα ή και ηλεκτρικές συσκευές σε ανθρώπους που ζουν σε ακατάλληλα καταλύματα (4η κατηγορία FEANTSA).
Όπως μας δήλωσαν και τα δύο μέλη των ΜΚΟ, οι ΜΚΟ δεν κάνουν διακρίσεις ούτε έχουν σαν προϋπόθεση το να είναι κάποιος αναγνωρισμένα και νόμιμα πολίτης, για να τον βοηθήσουν. Κομμάτι της προσπάθειας που κάνουν είναι και η διασύνδεση με χώρους εργασίας, προκειμένου να εξασφαλίσουν δουλειά στους αστέγους, οι ανεύρεση γνωριμιών και το στήσιμο βιογραφικού. Κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο. Οι περισσότεροι από τους αστέγους δεν θέλουν να βρεθούν σε άγνωστο χώρο ή να καταπιαστούν με δουλειές που δεν γνωρίζουν, δεν θέλουν να πηγαίνουν σε μικρές κοινωνίες (π.χ. χωριά), γιατί φοβούνται το «στίγμα» και προτιμούν να μένουν στη μεγάλη πόλη και να «χάνονται» σε αυτή. Ενδεικτικό είναι ότι οι περισσότεροι από αυτούς που κατά κάποιο τρόπο έχουν «αποκατασταθεί», είναι οι Βούλγαροι, που είχαν εμπειρία σε αγροτικές εργασίες.
Αντίθετα, για να βοηθηθεί κάποιος από το Δήμο Θεσσαλονίκης και τις κοινωνικές υπηρεσίες που προσφέρει, πρέπει να είναι δημότης Θεσσαλονίκης και να έχει χαρτιά. Επιπλέον, απ’ ό,τι φαίνεται με βάση τα λεγόμενα της εκπροσώπου της Άρσις, λόγω γραφειοκρατικών κολλημάτων ο Δήμος προσπαθεί να διοχετεύει τις κοινωνικές εργασίες προς τις ΜΚΟ, με χαρακτηριστικό παράδειγμα μια μεγάλη δωρεά που είχε λάβει την οποία δώρισε στην ΜΚΟ Άρσις, προκειμένου να δοθεί βοήθεια σε άστεγους μη δημότες της Θεσσαλονίκης.
Μάλιστα, σχετικά με τη κρατική πολιτική που ασκείται γενικά, η εκπροσώπος της PRAKSIS ήταν ξεκάθαρη στο ότι οι πολιτικές του κράτους είναι αυτές που οδηγούν τον κόσμο στην αστεγία και όλα τα υπόλοιπα, ακόμα και η δική τους προσφορά, δεν είναι κινήσεις που μπορούν να εξαλείψουν το πρόβλημα. Κράτος Πρόνοιας δεν υπάρχει πια και η πλειοψηφία των υπηρεσιών που προβλέπονται για τους αστέγους, προέρχονται από φιλανθρωπικά ιδρύματα ή εκκλησίες, που χορηγούνται από μεγαλοαστικές οικογένειες της χώρας και ιδιωτικές δωρεές (π.χ. «Φιλοξενείο»).
Χωρική καταγραφή του φαινομένου και φορείς που την εκπονούν.
Η μοναδική πηγή χωρικής καταγραφής του φαινομένου γίνεται από ομάδες που κάνουν “street-work” και είναι ομάδες της ΜΚΟ PRAKSIS και του ΟΚΑΝΑ. Τα στοιχεία αυτά μας δόθηκαν από την PRAKSIS και θα αναλυθούν παρακάτω.
Κόμβοι, τοπόσημα και σημεία συγκέντρωσης των αστέγων στη Θεσσαλονίκη.
Σημεία παροχής υπηρεσιών
Και οι δύο ερωτηθείσες τόνισαν τη σημασία που έχουν για έναν άστεγο τα σημεία που τους παρέχονται υπηρεσίες (συσσίτια, φάρμακα, υποκατάστατα κλπ.) και είπαν ότι αυτά αποτελούν πόλους έλξης γύρω από τα οποία συγκεντρώνονται κατά τη διάρκεια της μέρας.  Οι χώροι αυτοί, κυρίως οι χώροι που παρέχουν συσσίτια, λειτουργούν και ως χώροι κοινωνικοποίησης, αναφορικά με τα οποία η εκπρόσωπος της PRAKSIS έδωσε έμφαση στο Στέκι Μεταναστών, το Χριστιανικό Στέκι και τους Άγιους Πάντες.
Τόποι διαμονής
Όμως, ενώ η εκπρόσωπος της Άρσις δήλωσε ότι οι τόποι διαμονής των αστέγων είναι συνήθως γύρω από τα σημεία αυτά (νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, Παναγία Δεξιά όπου παρέχεται συσσίτιο από την εκκλησία, ψηλά στην πλατεία Αριστοτέλους όπου παρέχεται συσσίτιο του Δήμου κ.α.), η εκπρόσωπος της PRAKSIS, η οποία συμμετέχει και στο “street-work”, δηλώνει ότι συχνά τα βράδια κοιμούνται σε προθαλάμους των νοσοκομείων του κέντρου (κυρίως στο ΑΧΕΠΑ), σε κάποια από τα οποία έχει συγκροτηθεί και ένα δίκτυο που σε επαφή με τις ΜΚΟ φροντίζει και για κάποιες παροχές, ωστόσο κυρίως αποσύρονται πιο περιφεριακά, σε πολλά σημεία που ούτε στη ΜΚΟ είναι γνωστά και κρύβονται στις «καβάτζες» τους (δηλαδή στο χώρο που μένουν, στο «σπίτι» τους) για να αισθάνονται ασφάλεια. Μας ανέφερε χαρακτηριστικά το Μέγαρο Μουσικής, το Πάρκο Μουσικής, γκρεμισμένα κτίσματα στα κάστρα, τη γέφυρα στο ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης, το Σιδηροδρομικό Σταθμό και το ΙΚΑ που βρίσκεται πίσω από τα Δικαστήρια. Επιπλέον, φαίνεται να εντοπίζουν και να προτιμάνε χώρους στους οποίους έχουν φιλική ή ανεκτική αντιμετώπιση.
Από τα λεγόμενα και των δύο εκπροσώπων υπάρχει συμφωνία στο ότι η «καβάτζα» είναι πολύ σημαντική για έναν άστεγο και η διεκδίκησή της είναι πολύ συχνά λόγος διαπληκτισμού. Ένας άστεγος πολύ δύσκολα αφήνει την «καβάτζα» του, αν δεν έχει εξασφαλίσει μια άλλη μόνιμη λύση (αυτός είναι και ένας λόγος που γενικά δεν προτιμούνε να φιλοξενούνται στον ξενώνα «Φιλοξενείο», που εξασφαλίζει μόνο τη νυχτερινή διαμονή και το πρωί αδειάζει). Είναι ενδεικτικά ότι από τους 413 που έχουν έγκυρα καταγραφεί, από το «Φιλοξενείο» έχουν περάσει γύρω στους 105. Άλλοι λόγοι για τους οποίους δεν προτιμούν το «Φιλοξενείο» είναι το γεγονός ότι αυτό έχει κανόνες (π.χ. απαγορεύεται το κάπνισμα) και συγκεκριμένο ωράριο. Πρέπει να δώσουν προσωπικά στοιχεία και πληροφορίες και επίσης απαγορεύονται τα κατοικίδια, που είναι πολύ σημαντικά για έναν άστεγο. Όπως χαρακτηριστικά μας δήλωσε η υπεύθυνη της Άρσις: «Είναι πάρα πολύ δεμένοι με τα σκυλιά, γιατί είναι παρέα, είναι τρόπος επιβίωσης. […] Τα ζώα θα βρούνε πιο θερμές περιοχές. […] Έχει παρατηρηθεί πολλές φορές και εδώ πέρα, όταν δίνουμε φαγητό, (ο άστεγος) πρώτα θα δώσει στο σκύλο και ύστερα θα καταναλώσει ο ίδιος».
Επίσης, στο «Φιλοξενείο», με συνείδηση των φορέων που εμπλέκονται σε αυτό, δεν τους επιτρέπεται να οικειοποιηθούν το χώρο, να δημιουργήσουν προσωπικό χώρο, είναι χώρος μόνο για ύπνο με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα. Συγκεκριμένα όσον αφορά στους αστέγους, θεωρείται ότι δεν είναι επιθυμητό να τους δίνεις τη δυνατότητα να περιθάλπονται το βράδυ, ενώ κάνουν μια επικίνδυνη ζωή μέσα στη μέρα, καθώς έτσι θα εμείνουν σε αυτόν τον τρόπο ζωής.
Χώροι εισοδήματος
Για έναν άστεγο ιδιαίτερη σημασία έχουν και τα σημεία από τα οποία εξασφαλίζει εισόδημα ή εμπορεύεται (στην περίπτωση των χρηστών). Υπ’ αυτή την έννοια, σημαντικό μέρος είναι η λαχαναγορά, στην οποία κάποιοι κάνουν μεροκάματα, και οι χώροι της πόλης, στους οποίους γίνεται το εμπόριο ναρκωτικών. Αυτοί είναι η Καμάρα, η Ναυαρίνου, το Πάρκο Ξαρχάκου και οι περιοχές έξω από τις μονάδες του ΟΚΑΝΑ. Στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους της πόλης (Τσιμισκή, Ερμού, Εγνατία κλπ), στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, στην Αριστοτέλους, στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, αλλά και στο Φοίνικα και στην Καλαμαριά εγκαθίστανται κυκλώματα Βουλγάρων Ρομά, που κατοχυρώνουν θέσεις επαιτείας και τις εμπορεύονται. Το ίδια ισχύει και για τα φανάρια στους αυτοκινητόδρομους. Πρόκειται για μετακινουμένους πληθυσμούς, που υπάρχει περίπτωση μεν να ζουν σε καθεστώς αστεγίας, όμως λόγω της ιδιαιτερότητας και της επικινδυνότητας, καθώς πρόκειται για μαφία, οι ΜΚΟ δεν τους περιλαμβάνουν στον πληθυσμό των αστέγων και αναπτύσσουν άλλες ενέργειες για να τους πλησιάσουν.
Τοπόσημα
Τέλος, σημαντικά σημεία για τους άστεγους είναι γενικά οι πλατείες και τα πάρκα, στα οποία μπορούν να κάθονται σχετικά ανενόχλητοι. Μεταξύ αυτών η εκπρόσωπος της PRAKSIS ξεχώρισε το Λευκό Πύργο και την πλατεία Αριστοτέλους. Στον πρώτο πιστεύει ότι βολεύει τους άστεγους η ανοιχτοσιά και το μεγάλο περιθώριο κίνησης, καθώς και το ότι δεν τους παρεξηγούν όταν κοιμούνται στα παγκάκια, γιατί αυτό είναι κάτι που το κάνει και ένας τουρίστας. Στη δεύτερη πιστεύει ότι οι άστεγοι δεν νιώθουν αποκλεισμένοι και δακτυλοδεικτούμενοι, καθώς πρόκειται γενικώς για αναγνωρισμένο χώρο παρανομίας της πόλης (ναρκωτικά, παράνομο εμπόριο τσιγάρων, πορνεία κ.α.).
Διαδρομές των αστέγων
Η καθημερινή κίνηση των αστέγων γίνεται κυρίως προς του φορείς που τους εξασφαλίζουν κάποιες παροχές, κινούνται δηλαδή κυρίως προς το κέντρο της πόλης. Ειδικά για τους χρήστες, καθοριστικής σημασίας στο πως κινούνται είναι το πού μπορούν να εξασφαλίζουν τη δόση τους. Όσον αφορά στους μακροχρόνια άστεγους, αυτοί δεν μετακινούνται τόσο και είναι πιο αυτόνομοι σε σχέση με τους φορείς. Ο δρόμος για αυτούς έχει δημιουργήσει κάποιου είδους ιδρυματοποίηση, έχουν χώρους που οικειοποιούνται και ασκούν επάνω τους κάποιου είδους εξουσία, μερικές φορές αναπτύσσουν το δικό τους κοινωνικό δίκτυο (π.χ. κάποιον άνθρωπο ή μαγαζί που τους προμηθεύει πράγματα) και είναι δύσκολο να προσεγγιστούν, ακόμη και από τους ανθρώπους που κάνουν “street-work”.
Ομαδοποιήσεις των αστέγων που αποτυπώνονται και χωρικά.
Σύμφωνα με τις εκπροσώπους των ΜΚΟ, δεν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι υπάρχουν έντονες ομαδοποιήσεις και διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των αστέγων. Ίσως η μόνη βασική διαχωριστική γραμμή είναι αυτή μεταξύ των χρηστών και των μη χρηστών, από τη μία οι χρήστες και από την άλλη όλοι οι υπόλοιποι. Σχεδόν αποκλείεται να βρούμε στον ίδιο χώρο χρήστες και μη χρήστες και όταν πρόκειται για εξωτερικό χώρο συνήθως οι χρήστες εκτοπίζουν τους μη χρήστες. Ακόμα και στο «Φιλοξενείο» οι άστεγοι μη χρήστες προσπαθούν να διαχωριστούν από τους χρήστες, που είναι και η κατηγορία που θεωρούν λιγότερο αποδεκτή από όλες (π.χ. είναι πιο ανεκτικοί απέναντι σε κάποιον αλκοολικό). Από κει και πέρα αξίζει να σημειωθεί ότι συνήθως αυτοί που μένουν σε διαμερίσματα συνήθως έχουν κοινά φυλετικά και εθνοτικά χαρακτηριστικά και αναπτυγμένους δεσμούς μεταξύ τους, ενώ δεν εκλείπει, αν και δεν είναι έντονος, και ο ρατσισμός μεταξύ των αστέγων, λόγω γλώσσας και πολιτιστικών διαφορών. Τέλος, όσον αφορά κυρίως στους δημόσιους χώρους που συχνάζουν, ισχύει ότι οι διαφορετικές μεριές είναι «πιασμένες» από διαφορετικές παρέες αστέγων.
«Απαγορευμένες ζώνες» με φυσικά ή νοητά όρια για τους αστέγους.
Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά η εκπρόσωπος της PRAKSIS, οι άστεγοι «εκδιώκονται πιο έντονα εκεί που χαλάει η εικόνα της πόλης». Φοβούνται την αστυνομία, γιατί διώκονται από αυτή στο δημόσιο χώρο, τους συλλαμβάνουν, τους παίρνουν πράγματα και αντικείμενα που κουβαλούν μαζί τους και τα πετούν. Όταν συμβαίνουν οι έλεγχοι στο χώρο που ζουν ή κινούνται, μετακομίζουν για λίγο καιρό και αργότερα επιστρέφουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που μας ανέφερε ήταν η βίαιη εκδίωξή τους από τη Μελενίκου. Επιπλέον, απαγορευμένες ζώνες είναι χώροι που δεν μπορούν να προσεγγιστούν με τα πόδια ή τη συγκοινωνία, ιδιωτικοί χώροι όπου πρέπει να καταβάλουν αντίτιμο ή γίνεται “face-control”. Τέλος, είναι δύσκολο για έναν άστεγο να πάει σε απομακρυσμένες περιοχές με λίγους κατοίκους και προτιμάει να κινείται στο κέντρο, όπου οι κάτοικοι είναι εξοικειωμένοι με το φαινόμενο.
Διερεύνηση και χωρική αποτύπωση των δικτύων επικοινωνίας μεταξύ των αστέγων και άλλων στοιχείων με τα οποία συγκροτούν τη δική τους «προσωπική κατάσταση».
Και τα δύο μέλη των ΜΚΟ μας δήλωσαν ότι οι άστεγοι βλέπουν περισσότερο αυτά που τους χωρίζουν μεταξύ τους, παρά αυτά που τους ενώνουν. Δεν είναι δικτυωμένοι, δεν υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ τους, αποφεύγουν να συγκροτούν μεγάλες παρέες (πολύ σπάνια θα δούμε από τρεις μαζί και πάνω) και απομονώνονται. Το στόχο της δικτύωσης προσπαθούν να τον πετύχουν σχεδόν αποκλειστικά οι ΜΚΟ. Σε αυτά τα πλαίσια δρομολογείται από την PRAKSIS η λειτουργία ενός Κέντρου Ημέρας για αστέγους, το οποίο πρόκειται να εγκατασταθεί στη Μοναστηρίου και να ξεκινήσει τη λειτουργία του από το Σεπτέμβρη του 2013. Επίσης, βασικό ρόλο παίζουν και οι διάφοροι κοινωνικοί δεσμοί (συγγενείς, φίλοι), όταν υπάρχουν, καθώς παίζουν υποστηρικτικό ρόλο.
Η μοναδική πιο συλλογική ενεργοποίηση αστέγων που μας ανέφεραν ήταν η κατάληψη «Επιβίωση», χώρος αυτοοργάνωσης των ίδιων που γρήγορα έκλεισε από το Δήμο, μετά από κινητοποίηση της γειτονιάς εναντίον τους. Ωστόσο, έχει μια σημασία το γεγονός ότι υπάρχει η κοινή γλώσσα «αργκό» της εξάρτησης (π.χ. «σέο»= σύριγγα, «κουμπιά»= χάπια, κάποιος «κρατάει το τηλέφωνο»= πίνει).
Κατά την εκπρόσωπο της PRAKSIS, ενδιαφέρον έχει ο τρόπος με τον οποίο οι άστεγοι «χτίζουν» το δικό τους «σπίτι» και δημιουργούν τη δική τους ιδιωτικότητα. Τα υλικά που χρησιμοποιούν είναι ευτελή υλικά που μπορούν να μαζέψουν από το δρόμο (π.χ. χαρτόκουτα, αντίσκηνα, σεντόνια κ.α.), ενώ όλοι κρατούν και κουβαλούν μαζί τους πράγματα συναισθηματικής αξίας, που δίνουν την αίσθηση του οικείου και αποτελούν κομμάτι της ταυτότητάς τους. Άνθρωποι 55 – 60 χρονών που κουβαλούν ένα λούτρινο αρκουδάκι, φωτογραφίες, το ποτήρι «ΤΟΥΣ» ή το πιρούνι «ΤΟΥΣ», παρόλο που ζουν σε τόσο άθλιες συνθήκες,  είναι πολύ προσεκτικοί σε θέματα υγιεινής και δεν τα μοιράζονται ούτε και με ανθρώπους που δεν είναι άστεγοι. Επίσης, είναι προσεκτικοί με τα ρούχα τους, θέλουν να έχουν στυλ και προσπαθούν να τα συνδυάζουν, θέλουν να έχουν τα δικά τους ρούχα και εσώρουχα και προτιμούν να τα πλένουν από το να παίρνουν καινούρια. Αυτό μερικές φορές τους κάνει και υποχόνδριους, αφού προτιμούν να μην πάρουν ρούχα, ακόμη και ζεστά για το βαρύ χειμώνα, όταν δεν θα μπορούν να τα πλένουν.
Προσεγγίζοντας την «Πόλη των Αστέγων».
Σύμφωνα με τις εκπροσώπους των ΜΚΟ, η «πόλη των αστέγων» στη Θεσσαλονίκη, αν είναι δόκιμο να πούμε ότι υπάρχει χωρίς να αναπαράγει αυτό διαχωρισμούς και αποκλεισμούς, είναι σίγουρα σε βρεφικό στάδιο. Τα δίκτυα που αναπτύσσονται είναι πολύ περιορισμένα, επικοινωνία δηλαδή βλέπουμε μόνο σε επίπεδο παρέας (2,3 άτομα). Η εκπρόσωπος της PRAKSIS ισχυρίζεται ότι μάλλον υπάρχει ένας κώδικας επικοινωνίας του δρόμου, που διασφαλίζει την ασφάλεια των αστέγων. Αυτό φαίνεται για παράδειγμα στην ενημέρωση που διαχέεται μεταξύ τους, όταν στοχοποιούνται και «καθαρίζονται» περιοχές από την αστυνομία. Τότε, «πέφτει σύρμα», κοινοποιείται, δηλαδή, με ένα τρόπο σε όλους και προφυλάσσονται με το να μετακινούνται προσωρινά.
Η εκπρόσωπος της Άρσις πιστεύει ότι και η ίδια η κοινωνία δεν αφήνει την «πόλη των αστέγων να ανθίσει» και αυτό γιατί το ίδιο το φαινόμενο της αστεγίας προσβάλλει δύο από τους βασικούς άξονες πάνω στους οποίους δομείται η ελληνική κοινωνία εδώ και πολλά χρόνια. Αυτοί είναι: 1) Το σχετικά δεδομένο και αδιαπραγμάτευτο της στέγασης, δεδομένου μάλιστα και του υψηλού ποσοστού ιδιοκατοίκησης, που προκαλεί και έντονα το αίσθημα της ιδιοκτησίας στη γη και 2) τους στενούς δεσμούς που συνδέουν την ελληνική οικογένεια. Οι άστεγοι καταρρίπτουν και τις δύο αυτές «αξίες» της ελληνικής πραγματικότητας, πράγμα που κάνει τους υπόλοιπους να φοβούνται και να αντιδρούν άσχημα απέναντί τους.
Στο ίδιο κλίμα, η εκπρόσωπος της PRAKSIS, ισχυρίζεται ότι όσο αυξάνεται το φαινόμενο, τόσο πιο δύσκολο είναι να αντιμετωπιστεί. Η στάση της υπόλοιπης κοινωνίας σκληραίνει όσο φοβάται για τη δημόσια υγεία, όσο πιο κοντά της βλέπει το φαινόμενο και όσο μεγαλώνει η πιθανότητα για τον οποιοδήποτε να περιέλθει σε αντίστοιχη κατάσταση. Το χαρακτηριστικό παράδειγμα που μας έδωσε ήταν η στάση της γειτονιάς απέναντι στο Κέντρο Ημέρας, που όπως είπαμε παραπάνω πρόκειται να λειτουργήσει. Στις αρχικές διερευνητικές συζητήσεις που έκαναν, ο κόσμος ήταν πολύ θετικός, πράγμα που άλλαξε ξαφνικά, μόλις ήρθαν αντιμέτωποι με το πρόβλημα, όταν δηλαδή εμφανίστηκαν οι πρώτοι άστεγοι.

6.2. Δευτερογενής έρευνα (υλικό PRAKSIS & αρθογραφία & μεταπτυχιακή εργασία: Karagianni, 2013)

6.2.1. Παράθεση των στοιχείων που συγκεντρώνουμε από το υλικό της ΜΚΟ PRAKSIS

Το υλικό που πήραμε από τη ΜΚΟ PRAKSIS aφορά στη διαδικασία με την οποία διεξάγεται το “street-work” από στελέχη της οργάνωσης σε συγκεκριμένες περιοχές της Θεσσαλονίκης από το Σεπτέμβριο του 2011 μέχρι και σήμερα που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη.
Αρχικά γίνεται μία κατηγοριοποίηση των αστέγων της Θεσσαλονίκης σύμφωνα με την τυπολογία ETHOS της FEANTSA, στην οποία γίνεται εμφανές ότι στην πόλη συναντάμε και τις 4 κατηγορίες, όπως τις έχουμε παραθέσει αναλυτικά σε προηγούμενο κεφάλαιο: 1) Άστεγοι στο δρόμο (roofless), 2) Άτομα που στερούνται κατοικίας (houseless), 3) Άτομα που διαβιούν σε επισφαλείς συνθήκες στέγασης (insecure housing), 4) Άτομα που διαβιούν σε ανεπαρκή/ακατάλληλα καταλύματα (inadequate housing). Η οργάνωση επισημαίνει ότι η κατάσταση αστεγίας τα τελευταία δύο χρόνια στην πόλη αποτελεί ένα φαινόμενο διαρκώς αυξανόμενο, εφόσον συσχετίζεται άμεσα με την οικονομική δυσχέρεια της χώρας.  Από αυτή πλήττονται άμεσα όχι μόνο τα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας αλλά και οικογένειες οι οποίες μέχρι πρότινος μπορούσαν να διαβιούν με άνεση ικανοποιώντας καταναλωτικές τους ανάγκες.
Στη συνέχεια περιγράφονται αναλυτικά τα στάδια δράσης της PRAKSIS και εξηγούνται οι στόχοι της. Η δράση της ΜΚΟ ξεκίνησε το Σεπτέμβρη του 2011 με κάποιες διερευνήσεις στην πόλη για το φαινόμενο της αστεγίας και χωρίζεται σε 3 χρονικές φάσεις: 1) Σεπτέμβρης-Μάρτης 2011 – 1η διερευνητική, 2) Ιούλιος-Αύγουστος 2012 – 2η διερευνητική, 3) Οκτώβρης-Νοέμβρης 2012 – 3η διερευνητική, στο τέλος της οποίας συγκροτούνται και οι 6 ομάδες “street-work”. Αυτές στελεχώνονται από κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους, γιατρούς, νοσηλευτές, διαπολιτισμικούς μεσολαβητές και δικηγόρους και συνεχίζουν να δρουν μέχρι σήμερα. Το “street-work” ξεκίνησε στο κέντρο της πόλης, αλλά πλέον διευρύνεται και σε πιο απομακρυσμένες περιοχές, λαμβάνει χώρα δηλαδή στις περιοχές: Αγίου Δημητρίου – Λαγκαδά – Σιδηροδρομικός Σταθμός – Δικαστήρια/ΙΚΑ – Λιμάνι – Ντορέ – Λευκός Πύργος – Μακεδονία Παλλάς – Ναυτικός Όμιλος – Πανεπιστήμιο – Αγίου Δημητρίου. Στόχος της δράσης είναι να προσεγγιστεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι του άστεγου πληθυσμού και να καταγραφούν  οι ανάγκες του, με σκοπό αφενός την προσπάθεια επίλυσης των άμεσων προβλημάτων του, όσο αυτό είναι δυνατό π.χ. με τη διανομή sleeping-bag, μπουφάν, υποδημάτων και ρουχισμού και αφετέρου την παροχή πληροφοριών σχετικά με τις κοινωνικές δομές που υπάρχουν στην πόλη, ώστε να διευκολυνθεί η καθημερινότητα του.
Από το Φεβρουάριο του 2013 οι ομάδες του “street-work” παρεμβαίνουν και στο πρόγραμμα Νυκτερινής Φροντίδας Αστέγων, που λαμβάνει χώρα στο «Φιλοξενείο». Σε αυτό γίνεται συντονισμένη διαχείριση πιλοτικού προγράμματος για την υποστήριξη της κοινωνικά ευαίσθητης ομάδας του άστεγου πληθυσμού, μέσω της παροχής υπηρεσιών διανυκτέρευσης, ψυχοκοινωνικής και νοσηλευτικής υποστήριξης και διασύνδεσης με την κοινότητα, στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της προσπάθειας για τη λειτουργία μόνιμων δομών ημερήσιας και νυχτερινής φροντίδας αστέγων, πρόγραμμα που χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ και σε πρώτη φάση ορίστηκε η λειτουργία του από 2 Φεβρουαρίου έως τις 31 Μαρτίου 2013. Η PRAKSIS παρέμεινε στο Φιλοξενείο έως τις 31 Μαΐου 2013, ενώ η λειτουργία του κέντρου συνεχίστηκε από τους υπόλοιπους φορείς. Η υλοποίηση του προγράμματος ήταν αποτέλεσμα συντονισμένων προσπαθειών μετά από πρωτοβουλία του Δήμου Θεσσαλονίκης και την παραχώρηση χώρου (πρώην Φιλοξενείο/ Παπάφειο) από την Μητρόπολη Θεσσαλονίκης στην Αντιδημαρχία Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Η συνεργασία φορέων, απέδωσε το σχήμα: Αντιδημαρχία Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ΜΚΟ PRAKSIS, ΜΚΟ ΑΡΣΙΣ και ΟΚΑΝΑ. Για την αποτελεσματική υλοποίηση του προγράμματος ορίστηκε Συντονιστής Προγράμματος η Αντιδημαρχία Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Συντονιστής Δράσης η ΜΚΟ PRAKSIS.
Τέλος, παρατίθενται τα αποτελέσματα – συμπεράσματα της έρευνας. Καταρχήν, αξίζει να σημειωθεί ότι βάσει της έκθεσης που μας έδωσε η ΜΚΟ, στο χρονικό διάστημα ενός χρόνου που μεσολάβησε από την 1η στη 2η διερευνητική, η κατάσταση φαίνεται να επιδεινώθηκε τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά.  Αυξήθηκε ο αριθμός των αστέγων γυναικών και μεταξύ αυτών παρουσιάστηκαν και οικογένειες, οι οποίες αντιμετώπιζαν προβλήματα υγείας, χωρίς κανένα υποστηρικτικό περιβάλλον. Τα προβλήματα υγείας επιβαρύνθηκαν από τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, ενώ τα άτομα που προέρχονται από περιβάλλον τοξικοεξάρτησης παρουσίαζαν έντονες μολύνσεις. Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με την έκθεση της ΜΚΟ, εκτιμάται ότι οι ενορίες στηρίζουν σε μεγάλο βαθμό τον άστεγο πληθυσμό, καθώς παρέχουν συσσίτια και ρουχισμό.
Όσον αφορά στα συνολικά αποτελέσματα που παραθέτει η ΜΚΟ, ενημερωμένα μέχρι και τις 10 Σεπτεμβρίου 2013, ο καταγεγραμμένος αριθμός των αστέγων φτάνει τα 422 άτομα, τα οποία εντοπίζονται και στις συγκεκριμένες περιοχές στις οποίες βρίσκονται μέσω χαρτογράφησης. Από αυτούς το 80% είναι Έλληνες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία άντρες, πάνω από το 70% ανύπαντροι ή διαζευγμένοι. Οι περισσότεροι είναι άνω των 40, ενώ οι νεότεροι είναι συνήθως χρήστες ή σε προσπάθεια απεξάρτησης. Περισσότεροι από τους μισούς έχουν τελειώσει τουλάχιστον το γυμνάσιο, ενώ ο μεγαλύτερος αριθμός απασχολούνταν πριν μείνει άστεγος ως ιδιωτικός υπάλληλος, στην οικοδομή (ελαιοχρωματιστές, τεχνίτες) ή ως ελεύθερος επαγγελματίας. Τέλος, σχεδόν οι μισοί από αυτούς είναι ανασφάλιστοι.
Βάσει της έκθεσης, οι άστεγοι κατανέμονται και σε κατηγορίες σύμφωνα με τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά: 1) νεοάστεγοι, 2) μετανάστες – πρόσφυγες, 3) άτομα με εξαρτήσεις (ναρκωτικά, αλκοόλ, τζόγος).
Νεοάστεγοι
Οι νεοάστεγοι είναι συνήθως άτομα που έχασαν πρόσφατα τη δουλειά τους και αδυνατούν να αποκατασταθούν επαγγελματικά, άτομα που έχασαν την ιδιοκτησία τους λόγω δανείων ή οφειλών ή άτομα τα οποία έμειναν άστεγα μετά τον θάνατό συγγενικού προσώπου, όταν το ενοίκιό τους εξασφαλιζόταν από οικονομικούς πόρους (π.χ. σύνταξη) του προσώπου αυτού.
Η πλειοψηφία αυτών έχουν απομακρυνθεί από την οικογένειά τους και δεν έχουν κανένα υποστηρικτικό περιβάλλον για να τους βοηθήσει, ενώ από αναφορές τους στα μέλη της ΜΚΟ φαίνεται ότι προτιμούν οι οικογένειές τους (παιδιά αλλά και πρώην σύζυγοι), να μην γνωρίζουν την τωρινή τους κατάσταση.
Τα άτομα αυτά συνήθως μόλις βρεθούν σε κατάσταση αστεγίας ζητούν βοήθεια από την ενορία της περιοχής τους, για να εξασφαλίσουν την διατροφή και τον ρουχισμό τους. Ταυτόχρονα επισκέπτονται τις Υπηρεσίες του Δήμου με αίτημα την εύρεση εργασίας, πράγμα το οποίο είναι το κύριο μέλημά τους. Επιπλέον, επιδιώκουν να καλύψουν την ανάγκη για σίτιση και ασφαλή ύπνο, καθώς και να αποκτήσουν άδεια για την πώληση περιουσιακών τους στοιχείων.
Για λόγους ασφάλειας επιλέγουν φωτεινά και πολυσύχναστα σημεία, ως τόπους διανυκτέρευσης, ενώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους είναι η εσωστρέφεια και η φροντίδα της εξωτερικής τους εμφάνισης, καθώς και το ότι δεν επιθυμούν να αναγνωρίζονται ως άστεγοι .
Μετανάστες και πρόσφυγες
Οι άστεγοι μετανάστες είναι κυρίως αυτοί που έχουν μεταναστεύσει στην Ελλάδα σχετικά πρόσφατα. Στην κατηγορία αυτή κατατάσσονται άτομα από ασιατικές χώρες, καθώς και άτομα από τη Βουλγαρία. Ζουν σε άθλιες συνθήκες, κάτω από το όριο της φτώχειας και συνήθως μαζεύουν παλιά σίδερα για να βγάλουν κάποιο μεροκάματο. Διαβιούν είτε στον δρόμο είτε σε ακατάλληλους χώρους ή συσσωρεύονται πολλά άτομα μαζί σε μικρά διαμερίσματα. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν είναι ότι δεν έχουν τα απαραίτητα νομικά έγγραφα (διαμένουν παράνομα στη χώρα) οπότε είναι δύσκολο να εγγραφούν σε συσσίτια, μιας και τις περισσότερες φορές απαιτείται η προσκόμιση απαραίτητων δικαιολογητικών (πχ. εκκαθαριστικό της εφορίας). Είναι πιο εξωστρεφείς από τους Έλληνες άστεγους, ζητούν πιο εύκολα βοήθεια, κυρίως από ΜΚΟ οργανώσεις, γεγονός που τους βοηθάει να μαθαίνουν πιο γρήγορα να κινούνται και να εξυπηρετούνται από τις υπάρχουσες δομές της πόλης, είναι περισσότερο δικτυωμένοι και συναντώνται κατά ομάδες των δύο ή και περισσοτέρων ατόμων.
Χρήστες
Πρόκειται για άτομα εθισμένα στα ναρκωτικά, στο αλκοόλ ή στο τζόγο, τα οποία στερούνται υποστηρικτικού πλαισίου. Παρατηρήθηκε ότι τα άτομα που είναι εθισμένα στον τζόγο και στο αλκοόλ είναι ιδιαίτερα εσωστρεφή και μοναχικά, ενώ τα άτομα με εξάρτηση σε ναρκωτικές ουσίες είναι πιο κοινωνικά και εξωστρεφή. Εδώ παρουσιάζονται και εξαρτημένα άτομα που προέρχονται από την επαρχία και μετακομίζουν στη Θεσσαλονίκη με σκοπό να παρακολουθήσουν κάποιο πρόγραμμα απεξάρτησης, αλλά λόγω οικονομικής ανέχειας της οικογένειας τους αδυνατούν να μισθώσουν μια κατοικία και έτσι διαμένουν στο δρόμο.
Τέλος, στην έκθεση επισημαίνεται ότι οι άστεγοι αναγκάζονται να διανύουν μεγάλες αποστάσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους για τροφή, ένδυση, καθαριότητα κ.α., ενώ τη νύχτα επιλέγουν σταθερά, συγκεκριμένα μέρη, όπως πάρκα, σταθμούς τρένων, αεροδρόμια ή σταθμούς ΚΤΕΛ, νοσοκομεία, εγκαταλελειμμένα κτίρια/ σπίτια, προκειμένου να μπορούν να προφυλάσσονται. Η ανασφάλεια και ο φόβος που νιώθουν είναι μεγάλος, γιατί πολύ συχνά πέφτουν θύματα σωματικής βίας ή κλοπών, με αποτέλεσμα να χάνουν επίσημα έγγραφα που τυχόν έχουν μαζί τους (ταυτότητες, διαβατήρια ή άλλα έγγραφα), χρήματα, ρούχα ή και κουβέρτες. Οι γυναίκες είναι πιο ανασφαλείς σε σχέση με τους άντρες και επιλέγουν για την διανυκτέρευσή τους μέρη φωτεινά και με κίνηση, όπως αεροδρόμιο, νοσοκομεία και σιδηροδρομικούς σταθμούς. Συχνά δεν έχουν τον ανάλογο εξοπλισμό ένδυσης και υπόδησης ώστε να μπορούν να ανταπεξέλθουν στις ανάλογες καιρικές συνθήκες που επικρατούν.
Η έκθεση επισημαίνει ότι μεγάλος αριθμός των αστέγων είναι ανασφάλιστοι λόγω ανεργίας ή λόγω οφειλών σε ασφαλιστικούς φορείς, ενώ υπάρχουν και άτομα που πρέπει να λαμβάνουν χρόνια αγωγή και δεν τη λαμβάνουν λόγω έλλειψης χρημάτων ή ασφάλειας. Πολλές φορές για να εξυπηρετηθούν από υπηρεσίες του δήμου ή από άλλους φορείς απαιτείται η κατοχή ή η έκδοση ειδικών εγγράφων, κάτι που τους δυσκολεύει γιατί απαιτείται αγορά παράβολων και δεν διαθέτουν τα χρήματα. Αρκετοί είναι πιο δραστήριοι σε θέματα που απαιτούν γραφειοκρατικές ενέργειες, όταν έχουν την υποστήριξη κοινωνικών λειτουργών. Είναι πολύ λίγες οι περιπτώσεις μέχρι τώρα όπου οι ίδιοι δραστηριοποιούνται για απαραίτητα δημόσια έγγραφα, όπως έκδοση βιβλιάριου πρόνοιας ή ταυτότητας χωρίς να προηγηθεί παρέμβαση/ υποστήριξη από κοινωνική υπηρεσία.
Τέλος, παρατηρήθηκε ότι δεν έχουν ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ τους. Οι περισσότεροι είναι μοναχικοί και εσωστρεφείς, ενώ δεν εμπιστεύονται εύκολα ούτε άλλους συνανθρώπους τους, ούτε φορείς που στηρίζουν ευάλωτους πληθυσμούς .

6.2.2. Παράθεση των στοιχείων που συγκεντρώσαμε από την αρθρογραφία και τη μεταπτυχιακή εργασία (Karagianni, 2013)

Η πληροφορία που συλλέξαμε αφορά τόσο στους χώρους της πόλης, κατά βάση της δημόσιας σφαίρας, που επιλέγουν οι άστεγοι για διαμονή και το είδος των καταλυμάτων που εμφανίζονται όσο και σε ενέργειες από την πλευρά του Δήμου και φιλανθρωπικών οργανώσεων, προκειμένου να στηθούν κάποιες δομές για τη στήριξη του άστεγου πληθυσμού. Αφορά, επίσης, στο μοναδικό παράδειγμα αυτοοργανωμένης κίνησης των ίδιων των αστέγων για στέγαση, που έλαβε χώρα στην πόλη της Θεσσαλονίκης, την κατάληψη «Επιβίωση», η οποία και καταστάλθηκε από τους κρατικούς μηχανισμούς με την έξωση των άστεγων που διέμεναν στο κτίριο.
Σημεία συγκέντρωσης των αστέγων στο δημόσιο χώρο
Σύμφωνα με ένα ρεπορτάζ του Φώτη Κουτσαμπάρη, το οποίο δημοσιεύτηκε το Δεκέμβρη του 2012, οι άστεγοι, στερούμενοι κάποιου ιδιωτικού χώρου, αναγκάζονται να «εγκατασταθούν» σε πεζοδρόμια, σε εισόδους πολυκατοικιών και βρώμικες γωνιές κτιρίων, στις αυλές των νοσοκομείων, σε προαύλιους χώρους εκκλησιών, σε παγκάκια και γρασίδια πάρκων και πλατειών, κάτω από αερογέφυρες, καθώς και σε ετοιμόρροπα και εγκαταλελειμμένα κτίσματα, χωρίς θέρμανση και νερό. Υπάρχουν κι άτομα που μένουν κατά δεκάδες σε ημιυπόγεια πολυκατοικιών, οι οποίοι συγκαταλέγονται στους άστεγους.
Οι περιοχές της πόλης όπου εντοπίζονται μεγαλύτερες συγκεντρώσεις άστεγου πληθυσμού είναι οι εξής: στη δυτική πλευρά της πόλης, πίσω από το Σιδηροδρομικό Σταθμό, στη Μελενίκου, στην πλατεία της Αρχαίας Αγοράς, στο πάρκο του Λευκού Πύργου, στο πάρκο «Ντορέ», στην αλάνα πίσω από το Μέγαρο Μουσικής, στο χώρο πίσω απ’ την εκκλησία της Αχειροποιήτου, στο προαύλιο της Παναγίας Δεξιάς στην Καμάρα και στην οδό Αφροδίτης στο Βαρδάρη (Κουτσαμπάρης, 2012).
Είδη καταλυμάτων που δημιουργούν οι άστεγοι
Με βάση τη μεταπτυχιακή εργασία της συναδέλφου Μαρίας, η κατηγοριοποίηση που θα μπορούσαμε να κάνουμε στα βασικά είδη των καταλυμάτων, που έχουν υιοθετηθεί από τους άστεγους της Θεσσαλονίκης, είναι:
  1. οι μικροί θύλακες παραπηγμάτων
  2. τα κατειλημμένα κτίρια
  3. η ενοικίαση διαμερισμάτων (μόνιμη ή παράνομη, άτυπη/παράνομη ή με υποστήριξη)
  4. το πεζοδρόμιο και προσωρινές – ευτελείς μορφές στέγασης σε αυτό
1. οι μικροί θύλακες παραπηγμάτων
1. οι μικροί θύλακες παραπηγμάτων
Η 1η κατηγορία είναι η πιο καινούρια κατηγορία που εμφανίζεται στη Θεσσαλονίκη, πρόκειται για παράνομα κατειλημμένη δημοσία ή ιδιωτική γη που φέρει πάνω της κατοικία από ευτελή υλικά δόμησης και χωροθετείται συνήθως σε επισφαλή ή σχετικά αόρατα σημεία (π.χ. πάνω σε ρυάκια, κάτω από γέφυρες). Ο συγκεκριμένος τύπος στέγασης υιοθετείται αρχικά από μετανάστες και στη συνέχεια και από Έλληνες που εξωθούνται στη φτώχεια στα πλαίσια τις οικονομικής κρίσης. Αυτού του τύπου η στέγαση φαίνεται να διατηρείται και να εξαπλώνεται. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων θυλάκων κατοικιών είναι:
  1. Ο καταυλισμός στην περιοχή Δόξα, στις όχθες μικρού ποταμού, ιδιοκτησία της ΕΥΑΘ με εγκαταλελειμμένα σπίτια χωρίς φως, νερό, θέρμανση. Σε αυτόν βρήκαν στέγη Αλβανοί και Βούλγαροι Ρομά, οι οποίοι κάλυπταν μερικώς το κόστος ζωής τους με το μάζεμα και την ανακύκλωση σιδήρου και χαλκού. Ο καταυλισμός εκκενώθηκε το Σεπτέμβριο του 2012 από το Δήμο Θεσσαλονίκης, στα πλαίσια ανάπλασης της περιοχής.
  2. Παραπήγματα στη βορειοδυτική πλευρά του κέντρου, πάνω στα βυζαντινά τείχη. Οι κάτοικοι των εν λόγω παραπηγμάτων είναι τόσο μετανάστες όσο και Έλληνες νεόπτωχοι και διαβιούν εκεί εδώ και δύο χρόνια, χωρίς φως, νερό, θέρμανση.
2. τα κατειλημμένα κτίρια
2. τα κατειλημμένα κτίρια
Η 2η κατηγορία εμφανίστηκε μόνο μια φορά, με την κατάληψη «Επιβίωση» τον Οκτώβρη του 2012. Σε αυτή συμμετείχαν τόσο Έλληνες όσο και μετανάστες, ωστόσο δεν διήρκησε για πολύ, καθώς μετά από ένα μήνα οι άστεγοι υπέστησαν έξωση από το Δήμο, χωρίς να δοθεί εναλλακτική.
Η 3η κατηγορία διακρίνεται σε 3 επιμέρους επίπεδα:
  1. Μόνιμη άτυπη/παράνομη διαμονή σε διαμερίσματα. Είναι μια στεγαστική λύση που υπάρχει και πριν την κρίση και υιοθετείται κυρίως από μετανάστες. Εμφανίζεται κυρίως σε πολυκατοικίες στις βορειοδυτικές παρυφές του κέντρου, όπου διαβιούν άτομα σε συνθήκες συνωστισμού, συχνά χωρίς ρεύμα, νερό ή θέρμανση, λόγω αδυναμίας αποπληρωμής των λογαριασμών.
  2. Μόνιμη διαμονή με υποστήριξη σε διαμερίσματα. Η υποστήριξη δίνεται από το πρόγραμμα «Κοινωνική Κατοικία» της ΜΚΟ PRAKSIS, λειτουργεί τα δύο τελευταία χρόνια και αποτελεί την μοναδική προληπτική πολιτική για την αστεγία στην πόλη. Σε αυτό προτεραιότητα έχουν οι ελληνικές οικογένειες με παιδιά που αντιμετωπίζουν σφοδρή επιδείνωση των συνθηκών ζωής του τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Μάιο του 2012, στην μητροπολιτική περιοχή της Θεσσαλονίκης για το συγκεκριμένο πρόγραμμα έγιναν 1.318 αιτήσεις από τις οποίες έγιναν δεκτές οι 320. Σήμερα συμμετέχουν στο πρόγραμμα 124 οικογένειες, ενώ ο αριθμός των αιτήσεων αυξάνεται ραγδαία και δεν μπορεί να καλυφθεί, λόγω της έλλειψης χρηματοδότησης.
  3. Προσωρινή διαμονή με μίσθωση δωματίων «με τη μέρα», τα οποία και πάλι βρίσκονται κυρίαρχα στις βορειοδυτικές παρυφές του κέντρου.
    3. η ενοικίαση διαμερισμάτων (μόνιμη ή παράνομη, άτυπη/ παράνομη ή με υποστήριξη)
    3. η ενοικίαση διαμερισμάτων (μόνιμη ή παράνομη, άτυπη/
    παράνομη ή με υποστήριξη)
Τέλος, η 4η κατηγορία αφορά ανθρώπους φτιάχνουν πρόχειρες κατασκευές (με χαρτόκουτα, νάυλον,, κουβέρτες κλπ.), για να μείνουν στο δρόμο στην περιοχή του κέντρου ή κοντά σε αυτό (Karagianni, 2013: 58-65).
4. το πεζοδρόμιο και προσωρινές-ευτελείς μορφές στέγασης σε αυτό
4. το πεζοδρόμιο και προσωρινές – ευτελείς μορφές στέγασης σε αυτό
Υποστηρικτικές δομές για αστέγους από το Δήμο, τις εκκλησίες και τις ΜΚΟ
Ξενώνες αστέγων
Το «Φιλοξενείο» ιδρύθηκε το Φεβρουάριο του 2013 ύστερα από τη συνεργασία του Δήμου Θεσσαλονίκης με τη Μητρόπολης Θεσσαλονίκης, στην οποία ανήκει το Παπάφειο Ίδρυμα, και τις ΜΚΟ «ΑΡΣΙΣ» και «ΠΡΑΞΙΣ». Το Γ’ Σώμα Στρατού συνέβαλε με την χορήγηση 25 κλινών. Έπειτα από την αποκατάσταση ενός μεγάλου μέρους του κτιρίου, αυτό μπορεί να φιλοξενήσει μέχρι και 50 άτομα. Ο χώρος του πρώην Φιλοξενείου του Παπαφείου Ιδρύματος λειτουργεί ως υπνωτήριο από τις 8.30 το βράδυ. Όπως αναφέρεται στο άρθρο η διαδικασία για τον εντοπισμό και στήριξη των αστέγων γίνεται μέσω της Δημοτικής Αστυνομίας και της ΕΛ.ΑΣ., ενώ το συντονισμό έχει η Κοινωνική Λειτουργός του Δήμου Θεσσαλονίκης. (Αγνώστου Συγγραφέα[3], 2013)
Σε άλλα άρθρα του διαδικτύου βρήκαμε στοιχεία και για έναν ακόμη ξενώνα αστέγων, που λειτουργούσε στον Εύοσμο, στην οδό Μάρκου Μπότσαρη 15 – 17 από το Φεβρουάριο του 2013, ωστόσο σήμερα η λειτουργία του έχει σταματήσει. Ο εξοπλισμός του χώρου έγινε από την αντιδημαρχία Κοινωνικής Προστασίας και Παιδείας σε συνεργασία με τις κοινωνικές υπηρεσίες του δήμου, προκειμένου να υποδεχτεί προσωρινά άστεγους που πλήττονται από το έντονο ψύχος και τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Παράλληλα έχει εξασφαλιστεί και η σίτιση των άστεγων από το συσσίτιο της Ενορίας του Αγίου Αθανασίου Ευόσμου (Αγνώστου Συγγραφέα[4]).vi18
Κέντρο Ημέρας Υποδοχής Αστέγων
Όπως αναφέρουμε στα στοιχεία των συνεντεύξεων παραπάνω, από το Σεπτέμβρη του 2013 η ΜΚΟ PRAKSIS σκοπεύει να λειτουργήσει ένα Κέντρο Ημέρας Αστέγων στην πόλη.
Άλλες παροχές από πλευράς Δήμου
Στην οδό Αμύντα, σιτίζονται με δαπάνες του δήμου 350 άτομα, σε χώρο που παρέχει η Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, ενώ άλλα 300 άτομα σιτίζονται κάθε Κυριακή στον χώρο της Φοιτητικής Λέσχης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Επίσης διανέμεται κολατσιό σε 800 παιδιά σε σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του Δήμου Θεσσαλονίκης, ενώ σε κτίριο επί της οδού Μοναστηρίου, πραγματοποιούνταιδωρεάν εμβολιασμοί απόρων και ανασφάλιστων παιδιών (Αγνώστου Συγγραφέα[3], 2013).
Τέλος, στο πλαίσιο αντιμετώπισης έκτακτων καιρικών φαινομένων τις ημέρες των εορτών των Χριστουγέννων του 2011-12 (για την χρονιά 2012-13 δεν έχουμε στοιχεία), ο Δήμος Θεσσαλονίκης επέτρεψε τη διαμονή αστέγων σε θερμαινόμενους χώρους:
  1. Ε’ ΚΑΠΗ, Γαμβέτα 56 και Φλέμιγκ 36, από τις 8 το πρωί έως τις 9 το βράδυ
  2. 13ο Γυμνάσιο, Εθνικής Αμύνης 26, από τις 9:30 το βράδυ έως τις 8 το πρωί
  3. Β’ ΚΑΠΗ , οδός Λαγκαδά 35 , από τις 8 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ (Αγνώστου Συγγραφέα[5], 2012)
Ωστόσο, σύμφωνα με ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο pheme.gr τον Ιανουάριο του 2012, λέγεται πως ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται ο Δήμος το ζήτημα των αστέγων χαρακτηρίζεται από μεγάλη προχειρότητα. Αναφέρεται ενδεικτικά ότι κανείς από τους θερμαινόμενους χώρους δεν λειτουργούσε καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ώρου, τα ωράριά τους ήταν συμπληρωματικά και έπρεπε οι άστεγοι να μεταφερθούν από τον ένα στον άλλο, διανύοντας απόσταση 45λεπτών με τα πόδια, καθώς δεν είχε προβλεφθεί μεταφορικό μέσο (Αγνώστου Συγγραφέα[6], 2012).
Κατάληψη εγκαταλελειμμένου κτιρίου από άστεγους με το όνομα «Επιβίωση»
Τέλος, αξίζει να παραθέσουμε κάποια στοιχεία που βρήκαμε για την κατάληψη «Επιβίωση» που έγινε από αστέγους, μοναδικό παράδειγμα συλλογικής αυτοοργανωμένης κινητοποίησης των αστέγων στην πόλη. Στις αρχές Οκτωβρίου του 2012 στο ερειπωμένο πρώην νοσοκομείο «Άγιος Παύλος» στην οδό Φράγκων 17 βρήκαν καταφύγιο γύρω στα 30 άτομα, μεταξύ αυτών και οικογένειες, που αντιμετώπιζαν πρόβλημα στέγης. Η ανθρωπογεωγραφία των ενοίκων ήταν ανομοιογενής, με μοναδικό κοινό χαρακτηριστικό την ανάγκη για επιβίωση στο οικονομικό περιθώριο και την έλλειψη στέγης. Οι ένοικοι με τη βοήθεια μεμονωμένων ατόμων, συλλογικοτήτων και ομάδων της Θεσσαλονίκης, από πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους, ανασκεύασαν τον 4ο και 5ο όροφο του κτιρίου και επιδιόρθωσαν ό,τι μπορούσε να φτιαχτεί, ενώ συναυλίες και εκδηλώσεις διοργανώθηκαν για την οικονομική ενίσχυση των ενοίκων και την κάλυψη των βασικών τους αναγκών. Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσε η «Επιβίωση» ήταν μέσα από γενικές συνελεύσεις.
Μετά τη μεταφορά του νοσοκομείου Άγιος Παύλος από το κέντρο της πόλης στην Καλαμαριά το 1999, το κτίριο, που ανήκει στην καθολική μονή των «Αδελφών του Ελέους», παρέμεινε κλειστό. Μέχρι το 2009 το ελληνικό δημόσιο μίσθωνε το κτίριο – φάντασμα για περίπου 150.000 ευρώ το χρόνο, ενώ τα σχέδια για τη δημιουργία ενός πρότυπου Κέντρου Υγείας αστικού τύπου παρέμενε στα χαρτιά. Μετά την κατάληψη η ιδιοκτήτρια μονή προσέφυγε στη Δικαιοσύνη και κατέθεσε μηνυτήρια αναφορά. Λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα οι άποροι και άστεγοι ένοικοι της «Επιβίωσης» απομακρύνθηκαν από το κτίριο, ύστερα από επέμβαση των ΜΑΤ, με τη συνδρομή της Εισαγγελίας και της Αστυνομίας. Έγιναν συνολικά 25 προσαγωγές, ενώ μέχρι να σφραγιστεί το κτίριο μια αστυνομική κλούβα βρισκόταν σταθμευμένη έξω από το παλιό νοσοκομείο. Οι άστεγοι μεταφέρθηκαν προσωρινά σε ξενοδοχεία της πόλης με τα έξοδα πληρωμένα από τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Θεσσαλονίκης, οι μηνύσεις αποσύρθηκαν, ωστόσο μόνιμη λύση στο πρόβλημα των συγκεκριμένων ανθρώπων δε δόθηκε (Αγνώστου Συγγραφέα[7]).

6.3. Συμπεράσματα για τη Θεσσαλονίκη

Μετά την εκτενή παράθεση των δεδομένων που συγκεντρώσαμε από τη πρωτογενή και τη δευτερογενή έρευνα, θα επιχειρήσουμε να συνοψίσουμε τα στοιχεία και να διεξάγουμε κάποια συμπεράσματα σε σχέση με τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά των αστέγων στη Θεσσαλονίκη, τις πολιτικές από τους διάφορους φορείς που αφορούν στους αστέγους, τους χωρικούς αποκλεισμούς που υφίστανται και τέλος τις πρακτικές των ίδιων των αστέγων, σε μία προσπάθεια να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο βιώνουν το χώρο της πόλης.

6.3.1. Οι κατηγορίες, τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά των αστέγων την Θεσσαλονίκης

Όσον αφορά στα δημογραφικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά των αστέγων στην πόλη της Θεσσαλονίκης δεν υπάρχει κάποια έγκυρη καταγραφή από κάποιο φορέα, ωστόσο οι καταγεγραμμένοι άστεγοι από τις ΜΚΟ σύμφωνα με πιο πρόσφατα δεδομένα είναι 422. Πρόκειται για το άθροισμα των ατόμων που έχουν απευθυνθεί στις ΜΚΟ, έχουν φιλοξενηθεί σε ξενώνες και έχουν καταμετρηθεί κατά τη διαδικασία του streetwork. Φυσικά, ο αριθμός σίγουρα υπερβαίνει κατά πολύ τα μέχρι τώρα δεδομένα και συνεχώς αυξάνεται, λόγω της οικονομικής κρίσης και της συνεπαγόμενης ανεργίας που πλήττει όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Η δυσκολία καταγραφής του φαινομένου έγκειται κυρίως στα μεγάλα ποσοστά «κρυφής αστεγίας», ανθρώπων, δηλαδή, που ζουν σε άθλιες συνθήκες και στερούνται είδη πρώτης ανάγκης, παρόλο που δεν διαμένουν στο δρόμο.
Στη Θεσσαλονίκη συναντάμε και τις 4 κατηγορίες αστέγων, όπως αυτές ορίζονται από τη FEANTSA. Υπάρχουν, δηλαδή, άστεγοι στο δρόμο, άτομα που στερούνται κατοικίας, άτομα που διαβιούν σε επισφαλείς συνθήκες στέγασης και άτομα που διαβιούν σε ανεπαρκή ή ακατάλληλα καταλύματα.
Ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του άστεγου πληθυσμού παρατηρούμε αρχικά, πως το μεγαλύτερο ποσοστό των αστέγων σήμερα, σύμφωνα με τις καταγραφές των ΜΚΟ είναι Έλληνες. Παλιότερα ήταν κυρίως Ρομά, Αλβανοί, Ρώσοι, Αφγανοί, ενώ οι Έλληνες ήταν ελάχιστοι, κι αυτό λόγω της μέχρι πρότινος ύπαρξης στενών οικογενειακών και κοινωνικών δεσμών οι οποίες πλέον έχουν αρχίσει να αποδομούνται, αλλά και του ιδιαίτερου στεγαστικού συστήματος της Ελλάδας (αντιπαροχή, αυθαίρετη δόμηση). Οι άστεγοι μετανάστες προέρχονται κυρίως από τις αραβικές χώρες, τη Βουλγαρία και την Αφρική και οι περισσότεροι δε διαθέτουν νομιμοποιητικά έγγραφα. Κατά συντριπτικό ποσοστό, οι Έλληνες άστεγοι είναι άντρες κι αυτό διότι ο γυναικείος πληθυσμός στηρίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό από την ελληνική κοινωνία. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είναι άνω των 40 ετών, ενώ νεαρές ηλικίες συναντάμε σε άτομα που είναι χρήστες ναρκωτικών ουσιών. Το επίπεδο μόρφωσης των αστέγων είναι αρκετά υψηλό, όσον αφορά στους Έλληνες αλλά και στους μετανάστες. Πολλοί είναι αυτοί που έχουν αποφοιτήσει από το γυμνάσιο ή έχουν κάποιο πτυχίο, ενώ είναι μικρό το ποσοστό αυτών που είναι αναλφάβητοι ή δεν έχουν τελειώσει το δημοτικό. Οι περισσότεροι άστεγοι δεν εργάζονται και όταν αυτό συμβαίνει πρόκειται για περιστασιακή ή μαύρη εργασία, μικρής κλίμακας παρεμπόριο ή επαιτεία. Ο μεγαλύτερος αριθμός αστέγων πάσχει από σοβαρά προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας, λόγω του ότι δεν καλύπτουν βασικές ανάγκες και εξαιτίας της καθημερινής κόπωσης. Επιπλέον, σημαντικό ρόλο παίζει το ότι οι περισσότεροι είναι ανασφάλιστοι και κατά συνέπεια δεν έχουν τη δυνατότητα να ακολουθήσουν κάποια αγωγή που απαιτεί φάρμακα ή επισκέψεις σε γιατρούς. Έπειτα, τεράστιο ποσοστό των αστέγων είναι εξαρτημένοι, κατά κύριο λόγω σε ναρκωτικές ουσίες, αλλά και σε αλκοόλ και στον τζόγο. Πολλοί μάλιστα έχουν οδηγηθεί στην κατάσταση της αστεγίας λόγω αυτού. Τέλος, με την επιδείνωση του  φαινομένου της αστεγίας που πλήττει όλο και ευρύτερα κομμάτια της κοινωνίας έχει αναδυθεί μία νέα κατηγορία αστέγων, οι νεοάστεγοι. Η κατηγορία αυτή έχει αλλάξει την καθιερωμένη εικόνα του άστεγου ως απροσάρμοστου, περιθωριοποιημένου ατόμου, που επικρατούσε πριν μερικά χρόνια, αφού πλέον βλέπει κανείς στο δρόμο ανθρώπους που είχαν στέγη, δουλειά και σχετική οικονομική άνεση.vi19vi20vi21vi22vi23

6.3.2. Οι πολιτικές των διαφόρων φορέων που αφορούν στους αστέγους

Οι φορείς που ασχολούνται κατά βάση με την παροχή υπηρεσιών στους αστέγους είναι οι ΜΚΟ Άρσις και PRAKSIS, ο δήμος και η εκκλησία. Όπως φαίνεται και στο χάρτη που συγκεντρώνει τα σημεία παροχής υπηρεσιών, υπάρχουν πολλοί χώροι, στους οποίους οι άστεγοι μπορούν να απευθυνθούν, προκειμένου να καλύψουν κάποιες από τις βασικές τους ανάγκες. Πιο συγκεκριμένα, οι υπηρεσίες αφορούν στην υποστήριξη εξαρτημένων ατόμων, ιατρική βοήθεια, σίτιση, διανυκτέρευση, προσωπική υγιεινή, οικονομική βοήθεια, νομική υποστήριξη, συμβουλευτική υποστήριξη, υποστήριξη γυναικών, χώρους κοινωνικοποίησης. Παρατηρούμε επίσης μεγαλύτερη πύκνωση των υπηρεσιών αυτών στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Οι υπηρεσίες που παρέχουν οι ΜΚΟ είναι: σίτιση, ρουχισμός, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχολογική υποστήριξη και συμβουλευτικές υπηρεσίες.  Γενικά δεν κάνουν διακρίσεις ανάμεσα στα άτομα που απευθύνονται σε αυτές και βοηθούν και όσους/ες δεν είναι νόμιμοι πολίτες. Κομμάτι της προσπάθειας τους είναι και η διασύνδεση με χώρους εργασίας, προκειμένου να εξασφαλίσουν δουλειά στους αστέγους, χωρίς βέβαια αυτό να είναι πάντα εύκολο ή και εφικτό.
Οι εκκλησίες κατά βάση διοργανώνουν συσσίτια και προσφέρουν χώρους υγιεινής. Υπάρχουν όμως, αρκετές περιπτώσεις που αποκλείονται άτομα τα οποία δε διαθέτουν τα απαραίτητα νομικά έγγραφα, αλλά και οι τοξικοεξαρτημένοι. Επίσης, αντιφατικό είναι το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος φορέας ως δικαιούχος, σε συνεργασία με τις δημοτικές αρχές, είχε μεσολαβήσει για τον εκτοπισμό των αστέγων που είχαν καταλάβει πριν μερικά χρόνια το εγκαταλελειμμένο κτίριο του νοσοκομείου Αγ. Παυλος. Ο δήμος, απ’ την πλευρά του, προσφέρει υπηρεσίες αποκλειστικά σε δημότες Θεσσαλονίκης, αποκλείοντας ένα μεγάλο μέρος ευπαθών ομάδων. Συνεργάζεται συνήθως με τους άλλους φορείς, ωστόσο σχετικά με ορισμένες υπηρεσίες που παρέχει κατά καιρούς παρατηρείται μεγάλη προχειρότητα και ανευθυνότητα στον τρόπο αντιμετώπισης. Τέλος, ενέργειες εκτοπισμού αστέγων από διάφορους χώρους μέσω αστυνομικών επεμβάσεων είναι προφανώς υπ’ ευθύνη των δημοτικών αρχών.  Έτσι βλέπουμε από πλευράς εκκλησίας και δήμου να προβαίνουν σε ενέργειες που αναιρούν σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές που ακολουθούν οι ίδιοι για την υποστήριξη του άστεγου πληθυσμού.
Σήμερα ο μοναδικός, ίσως, χώρος διανυκτέρευσης για τους άστεγους στη Θεσσαλονίκη είναι ο ξενώνας «Φιλοξενείο». Σε αυτόν προκειμένου να γίνει κάποιος δεκτός δε χρειάζεται να διαθέτει χαρτιά και νομικά έγγραφα, ωστόσο αποκλείονται άτομα με ψυχικές ασθένειες και οι τοξικοεξαρτημένοι, για λόγους ασφαλείας και λειτουργικότητας, κατά τα λεγόμενα των ΜΚΟ. Πέρα απ’ αυτούς που αποκλείονται, υπάρχουν και άστεγοι που από επιλογή δεν απευθύνονται σε τέτοιους χώρους, απ’ τη μία εξαιτίας των κανονισμών και των περιορισμών που τους επιβάλλονται, όπως η απαγόρευση του καπνίσματος και των κατοικίδιων, κι απ’ την άλλη διότι υπάρχει ο κίνδυνος να χάσουν την «καβάτζα» τους στο δημόσιο χώρο. Προτιμούν, επομένως, να διατηρήσουν και να διαφυλάξουν το «δικό τους» χώρο στο δρόμο, παρά να στραφούν σε μία προσωρινή λύση (μόνο διανυκτέρευση) που προσφέρουν οι ξενώνες. Δεδομένου ότι πρόκειται για χώρους που συνειδητά δεν αφήνουν περιθώρια στους άστεγους να τους οικειοποιηθούν, δεν ελκύουν το κομμάτι των αστέγων – κατά βάση τους μακροχρόνια άστεγους – που έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν μία κατάσταση ιδιωτικότητας στο δημόσιο χώρο.
Γενικά, όπως ισχυρίζεται και η εκπρόσωπος της PRAKSIS, οι πολιτικές του κράτους είναι αυτές που επιδεινώνουν το φαινόμενο της αστεγίας. Το Κράτος Πρόνοιας είναι πλέον ανύπαρκτο, ενώ η πλειοψηφία των υπηρεσιών που προβλέπονται για τους αστέγους, προέρχονται από εκκλησίες ή ΜΚΟ και φιλανθρωπικά ιδρύματα, που χορηγούνται από μεγαλοαστικές οικογένειες της χώρας και ιδιωτικές δωρεές. Ακόμα όμως κι αυτές δεν είναι σε καμία περίπτωση ικανές να εξαλείψουν το πρόβλημα της αστεγίας, ένα πρόβλημα που άπτεται του γενικότερου κοινωνικο-πολιτικοοικονομικού συστήματος.

6.3.3. Οι χωρικοί αποκλεισμοί που υφίστανται οι άστεγοι

Οι αποκλεισμοί των αστέγων που έχουν παρατηρηθεί στην πόλη της Θεσσαλονίκης αφορούν κυρίως σε χώρους όπου θεωρείται ότι χαλάνε την εικόνα και την αισθητική τους, ενώ γίνονται συνήθως πιο αποδεκτοί στις περιοχές του κέντρου όπου οι κάτοικοι είναι πιο εξοικειωμένοι με το φαινόμενο. Σε πολλές περιπτώσεις που εκτοπίζονται από το δημόσιο χώρο αυτό γίνεται μέσω της αστυνομίας. Όσον αφορά στους ιδιωτικούς χώρους, εκεί η πρόσβασή τους είναι πιο δύσκολη και ιδιαίτερα όπου απαιτείται η καταβολή κάποιου αντίτιμου ή η κατάλληλη εξωτερική εμφάνιση. Η κοινωνία, όσο επιδεινώνεται το φαινόμενο, αποκτά όλο και πιο σκληρή στάση απέναντί τους, κυρίως από φόβο και ανασφάλεια για το ίδιο της το μέλλον, όπως υποστηρίζει η εκπρόσωπος της PRAKSIS. Τα επίσημα δεδομένα που συγκεντρώσαμε δείχνουν, σε γενικές γραμμές, ότι δεν υπάρχει κάποιο ακραίο περιστατικό εκτοπισμού αστέγων, πέρα από συγκεκριμένες περιπτώσεις. Βέβαια είναι πολύ πιθανό να υπάρχουν όρια και περιορισμοί που συμβάλλουν στο χωρικό αποκλεισμό τους, τα οποία όμως  δεν είμαστε σε θέση να αναγνώσουμε και να αναλύσουμε εις βάθος, στα πλαίσια της παρούσας εργασίας. Θεωρούμε επίσης, κρίνοντας από τη διεθνή εμπειρία, πως το γεγονός ότι το φαινόμενο δεν έχει πάρει ακόμα μια πιο ακραία μορφή, η οποία όμως προοιωνίζεται, είναι ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο δεν έχουν εκδηλωθεί και οι αντίστοιχες αρνητικές αντιδράσεις σε όλο τους το φάσμα.

6.3.4. Οι πρακτικές των αστέγων στο χώρο της πόλης

Ο τρόπος που βιώνουν οι άστεγοι την πόλη περιλαμβάνει μία σειρά πρακτικών στο χώρο για την κάλυψη των διάφορων αναγκών τους για στέγαση, ύπνο, απόκτηση χρημάτων, προσωπική υγιεινή και κοινωνικοποίηση.
Είδη καταλυμάτων των αστέγων
Αρχικά, τα είδη καταλυμάτων ή «σπιτιών» των αστέγων που έχουν εντοπιστεί στη Θεσσαλονίκη είναι διάφορα παραπήγματα, κατειλημμένα κτίρια, διαμερίσματα που μισθώνονται από φορείς ή ενοικιασμένα διαμερίσματα χωρίς ρεύμα, θέρμανση ή νερό, στα οποία μπορεί και να βρίσκονται σε συνθήκες συνωστισμού, δωμάτια που νοικιάζονται με τη μέρα, καθώς και καταλύματα κατασκευασμένα με εξαιρετικά ευτελή και προσωρινά υλικά (σκηνές, σεντόνια, κουβέρτες κλπ) στο δρόμο. Συνήθως αυτοί που ζουν πολλά χρόνια στο δρόμο οικειοποιούνται το δημόσιο χώρο στον οποίο «εγκαθίστανται» και κατά κάποιο τρόπο προσδίδουν σ’ αυτόν την έννοια της ιδιωτικότητας και του προσωπικού χώρου με διάφορους τρόπους. Έχοντας απολέσει μία σειρά αυτονόητων δικαιωμάτων προσπαθούν να συγκροτήσουν και να διαφυλάξουν τη δική τους ταυτότητα στη δημόσια πλέον σφαίρα, δίνοντας το δικό τους στίγμα στο χώρο.
Διαδρομές – κινήσεις των αστέγων
Είναι σύνηθες φαινόμενο οι άστεγοι που διαμένουν στο δρόμο να κινούνται κατά τη διάρκεια της ημέρας στο κέντρο, γύρω από τους χώρους που παρέχουν υπηρεσίες, επιβεβαιώνοντας έτσι την ιδιαίτερη σημασία που έχουν γι’ αυτούς. Ωστόσο, όσον αφορά στη διανυκτέρευσή τους, οι περισσότεροι προτιμούν τις πιο απόμερες περιοχές της πόλης, όπως είναι ο Σιδηροδρομικός Σταθμός, και ο χώρος πίσω απ’ τα Δικαστήρια. Οι πιο ευάλωτες ομάδες, όπως οι γυναίκες, και συνήθως οι νεοάστεγοι για λόγους ασφαλείας επιλέγουν πιο πολυσύχναστα και φωτεινά μέρη. Εντοπίζεται, λοιπόν, η κίνηση των αστέγων από τους περιθωριακούς στους κύριους χώρους της πόλης και βλέπουμε το σώμα των αστέγων να συστέλλεται και να διαστέλλεται αντίστοιχα. Είναι δύσκολο όμως να χαρτογραφηθούν στο σύνολό τους οι διαδρομές των αστέγων καθώς αυτές δεν ορίζονται αποκλειστικά από τους θεσμικά προκαθορισμένους χώρους γι’ αυτούς, αλλά πρόκειται επιπλέον και για δίκτυα που αναπτύσσουν οι άστεγοι στο χώρο και συνδέουν σημεία που αποκτούν ιδιαίτερη αξία και επανανοηματοδοτούνται απ’ τους ίδιους.
Εξασφάλιση εισοδήματος
Για παράδειγμα, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα εισόδημα κάποιοι δουλεύουν μεροκάματα σε μαγαζιά και στην λαχαναγορά, ενώ πολλοί (οι χρήστες) εμπλέκονται και στο εμπόριο ναρκωτικών και άλλοι (κυρίως οι Ρομά) καταφεύγουν στην επαιτεία. Τα σημεία που επιλέγουν για εμπόριο ναρκωτικών και για επαιτεία δεν είναι τυχαία και έχουν να κάνουν με τις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής. Έτσι για παράδειγμα, το εμπόριο παράνομων ουσιών γίνεται συχνά έξω από μονάδες του ΟΚΑΝΑ ή και σε άλλα μέρη όπου συχνάζουν τοξικοεξαρτημένοι, όπως η Ροτόντα και η Ναυαρίνου. Η επαιτεία αντίστοιχα γίνεται σε πολυσύχναστους και εμπορικούς δρόμους και στα φανάρια των κεντρικών αυτοκινητόδρομων.
vi24Ελεύθεροι δημόσιοι χώροι της πόλης
Έπειτα, σημεία με ιδιαίτερη σημασία για τους άστεγους είναι τα πάρκα και οι πλατείες, όπου έχουν τη δυνατότητα να κινούνται με μεγαλύτερη ελευθερία, χωρίς να τραβάνε τα βλέμματα ή να αισθάνονται στιγματισμένοι και περιθωριοποιημένοι. Στους χώρους αυτούς γίνεται πιο αισθητή η αλληλεπίδραση με την υπόλοιπη κοινωνία, καθώς αποτελούν χώρους στάσεις και καθημερινής χρήσης και για τους δύο. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αποτελούν βασικά «σημεία τομής» της «πόλης των αστέγων» με τη συμβατική πόλη.
Ομαδοποιήσεις των αστέγων
Όπως αναφέραμε και σε προηγούμενο κεφάλαιο, οι άστεγοι δεν συνιστούν μία ομοιογενή κοινωνική ομάδα. Στη Θεσσαλονίκη, ίσως η πιο βασική διαχωριστική γραμμή είναι αυτή μεταξύ χρηστών και μη χρηστών. Οι χρήστες συνήθως απομονώνονται και περιθωριοποιούνται από όλους τους υπόλοιπους άστεγους, ακόμα κι όταν βρίσκονται στο ίδιο μέρος, ή καταλαμβάνουν αυτοί το χώρο εκτοπίζοντας τους υπόλοιπους. Επίσης, περιπτώσεις συνωστισμένης συγκατοίκησης, κυρίως μεταναστών, σε διαμερίσματα αφορούν κατά βάση ανθρώπους με κοινά φυλετικά και εθνοτικά χαρακτηριστικά. Αυτό αποδεικνύει και τους πιο στενούς δεσμούς και την αλληλοϋποστήριξη που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ομοεθνείς μετανάστες σε σχέση με τους Έλληνες άστεγους. Υπάρχει η συνύπαρξη αστέγων διαφορετικών εθνοτήτων, ωστόσο, ο ρατσισμός μεταξύ τους, λόγω γλώσσας και πολιτιστικών διαφορών δεν εκλείπει. Σε γενικές γραμμές δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, ούτε δείχνουν εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον, ενώ ακόμα και στο δημόσιο χώρο είναι σπάνιο φαινόμενο η συνύπαρξη σε μεγάλες παρέες.
vi25Επίλογος
Σε αντίθεση με πόλεις του εξωτερικού, όπου το φαινόμενο είναι πιο εξελιγμένο, στη Θεσσαλονίκη οι άστεγοι στο σύνολό τους δεν έχουν αναπτύξει – τουλάχιστον στο βαθμό που είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε – κοινωνικά δίκτυα και κοινούς κώδικες επικοινωνίας, με εξαίρεση ίσως τους χρήστες παράνομων ουσιών. Ωστόσο σε διάφορες περιπτώσεις υπάρχουν δείγματα αλληλέγγυας συμπεριφοράς μεταξύ τους και ειδικά όταν πρόκειται για επεμβάσεις των δυνάμεων καταστολής. Έτσι, αναφερόμενες στην «πόλη των αστέγων» στη Θεσσαλονίκη, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι βρίσκεται ακόμα σε πρωτόλειο στάδιο με την έννοια ότι τα δίκτυα που αναπτύσσουν οι άστεγοι είναι ακόμα πολύ αχνά αποτυπωμένα στο χώρο της πόλης, ενώ σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται και καθορίζονται από τις πολιτικές των θεσμικών φορέων.

Γενικά συμπεράσματα

Προσπαθώντας να συνοψίσουμε τα προηγούμενα κεφάλαια στο κλείσιμο της εργασίας, συμπεραίνουμε ότι το φαινόμενο της αστεγίας είναι μεν ένα ιστορικό φαινόμενο, που το συναντάει κανείς από αρχαιοτάτων χρόνων, από την άλλη όμως αποκτάει ιδιαίτερα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά σε κάθε ιστορική περίοδο, τα οποία θα πρέπει να εξετάζονται ως τέτοια. Έτσι, οι άστεγοι του 21ου αιώνα είναι οι άστεγοι του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και αποτελούν κομμάτι των αποκλεισμών που δημιουργεί το σύστημα, καθώς αποβάλλει ένα κοινωνικό κομμάτι που δεν χρειάζεται πια στην παραγωγή. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι το φαινόμενο της αστεγίας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ριζικά αυτοτελώς, ξέχωρα από αλλαγές στο ευρύτερο πολιτικοοικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι.
Επιπλέον, η κατανόηση των «αστέγων», ως υποκείμενο που διαμορφώνεται στις ιδιαίτερες συνθήκες της σύγχρονης εποχής, απαιτεί μια εποπτεία του τρόπου με τον οποίο αυτό προσδιορίζεται τόσο από τις αρχές όσο και από την κοινωνία, αλλά και του τρόπου με τον οποίο αυτοπροσδιορίζεται το ίδιο. Σε κάθε περίπτωση, είναι εμφανές ότι ο προσδιορισμός για τον «άστεγο» ενέχει και ένα πρώτο βήμα προσδιορισμού την έννοιας του «σπιτιού». Γενικά δεν υπάρχει ένας μοναδικός ή σωστός ορισμός και οι προσεγγίσεις είναι πάρα πολλές. Οι δύο μεγάλες κατηγοριοποιήσεις που προτείνουμε είναι: η μία με βάση το είδος της προσέγγισης, δηλαδή κατά πόσο δομική (βασίζεται στην ανάλυση των κοινωνικών αιτιών)  ή ψυχολογική (εστιάζει στο άτομο) είναι, και η άλλη με βάση το υποκείμενο που δίνει τον προσδιορισμό (ακαδημαϊκή, επιχειρησιακή, του κοινού ή των ίδιων των αστέγων). Αξίζει να επισημάνουμε ότι οι προσδιορισμοί που δίνονται προκειμένου να ασκηθεί η όποια κοινωνική πολιτική για τους άστεγους (επιχειρησιακοί) είναι ιδιαίτερα σημαντικοί γιατί τους επηρεάζουν πολύ άμεσα. Επιπλέον, είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικός ο τρόπος με τον οποίο οι άστεγοι κατανοούν και περιγράφουν το «σπίτι», το γεγονός δηλαδή ότι δεν εμμένουν κυρίαρχα στα φυσικά του χαρακτηριστικά, προκειμένου να αντιληφθούμε την πολυπλοκότητα της στέρησης που βιώνουν.
vi26Η ανάλυση των στοιχείων που παραθέσαμε μας επισημαίνει ότι οι ανάγκες των αστέγων περιλαμβάνουν το σύνολο των βιολογικών και ψυχολογικών λειτουργιών που κάθε άνθρωπος επιζητά να ικανοποιήσει, ωστόσο είναι λανθασμένη μια εύκολη γενίκευση, καθότι δεν αποτελούν μια ομογενοποιημένη και ενιαία ομάδα ανθρώπων. Η πρόθεση αντιμετώπισης του φαινομένου της αστεγίας οφείλει αφενός να φωτίζει τη συνεκτική γραμμή που συνδέει αυτόν το τόσο ανομοιογενή πληθυσμό, δηλαδή την πολυεπίπεδη διαδικασία του κοινωνικού αποκλεισμού που δομείται απέναντι και εναντίον τους και αφετέρου να αναγιγνώσκει τις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης.  Η πιο πρόσφατη θεωρία υπό τον τίτλο “New Orthodoxy” φαίνεται να συνθέτει με ικανοποιητικό τρόπο τα δύο παραπάνω στοιχεία.
Ιδιαίτερη σημασία για το δικό μας γνωστικό αντικείμενο έχει το γεγονός ότι το φαινόμενο της αστεγίας είναι ένα φαινόμενο με έντονη χωρική διάσταση. Οι άστεγοι είναι εκείνο το κομμάτι της κοινωνίας που στερείται σχεδόν εξολοκλήρου τον «τυπικό» ιδιωτικό χώρο, όπως έχουμε μάθει να εννοούμε το «σπίτι», και λόγο αυτού είναι αναγκασμένοι να αναπτύσσουν όλες της πτυχές της καθημερινότητάς τους, ιδιωτικές και δημόσιες, στο δημόσιο χώρο και μάλιστα σε καθεστώς καταδίωξης. Αυτή τους η ιδιαιτερότητα τους κάνει να αποτελούν σημαντικό στοιχείο στο επίπεδο της πόλης, του χώρου που είμαστε όλοι κοινωνοί, ο οποίος τείνει να αποκτήσει ιδιαίτερο χαρακτήρα στη Μετανεωτερική Περίδο. Η επικράτηση των ιδιωτικών συμφερόντων και των καταναλωτικών προτύπων, κάνουν διάφορους μελετητές να μιλάνε για το «τέλος του δημόσιου χώρου», γεγονός που μετατρέπει το δημόσιο χώρο της πόλης σε εχθρικό περιβάλλον, ιδιαίτερα για όσους είναι αναγκασμένοι να ζουν αποκλειστικά σε αυτόν.
Όμως, οι άστεγοι, πέρα από παθητικοί δέκτες των πρακτικών που έξωθεν επιβάλλονται σε αυτούς, υπάρχουν στην πόλη και ως ενεργά υποκείμενα. Οι άστεγοι προσλαμβάνουν και αναδιαμορφώνουν την πόλη, βάσει των δικών τους ιδιαίτερων αναγκών και επιθυμιών και δημιουργούν τη δική τους πραγματικότητα, τη δική τους «πόλη των αστέγων». Σε αυτή συναντάμε χώρους διαμονής, σίτισης, υγιεινής ή κοινωνικοποίησης των αστέγων, χώρους που παρά των εξαναγκασμό και την αντιφατικότητα μας θυμίζουν χώρους της συμβατικής πόλης. Ο εντοπισμός της «πόλης των αστέγων» από την πλευρά μας, που γίνεται και συγκεκριμένα στο επίπεδο της Θεσσαλονίκης, θέλει να υπογραμμίσει ακριβώς μια οπτική που δεν βλέπει «ουδέτερη κανονικότητα», «μοιραία» γεγονότα ή «ανθρώπους – πιόνια σε σκακιέρα», αλλά ενεργά υποκείμενα στην πόλη και τον κόσμο, οι πρακτικές των οποίων επηρεάζουν την πόλη που ζούμε όλοι και φέρνουν στην επιφάνεια δυνατότητες ακόμα πιο καθοριστικού μετασχηματισμού της.
Στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, η όξυνση του φαινομένου των αστέγων είναι εμφανής τα τελευταία χρόνια, με όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού να πλήττεται και τη νέα κατηγορία των νεοαστέγων να αναδύεται. Κρίνοντας από τη διεθνή εμπειρία αλλά και από τον τρόπο που φαίνεται να διαμορφώνεται η γενικότερη κατάσταση σε επίπεδο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό στην Ελλάδα, τα σημάδια είναι μάλλον δυσοίωνα. Η ανυπαρξία ουσιαστικής κοινωνικής πολιτικής από πλευράς Κράτους, οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης και ο διαρρηγμένος κοινωνικός ιστός  συμβάλλουν στη συνεχή και με ανοδικό ρυθμό επιδείνωσης του φαινομένου. Όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι οι άστεγοι βιώνουν και ορίζουν την καθημερινότητά τους, μέσα από την έρευνά μας συμπεραίνουμε ότι η «πόλη των αστέγων» στη Θεσσαλονίκη είναι ακόμα σε πρωτόλειο στάδιο, αλλά υπό διαρκή εξέλιξη. Ακόμα η εξάρτησή τους από τους φορείς που παρέχουν υπηρεσίες είναι μεγάλη, ενώ οι μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις και κοινωνικές σχέσεις σπάνιες. Σημαντικό ρόλο παίζει το ότι οι νεοάστεγοι, οι οποίοι αποτελούν και το μεγαλύτερο και διαρκώς αυξανόμενο μέρος του πληττόμενου πληθυσμού, πολλές φορές αρνούνται να αποδεχτούν την ταυτότητα του άστεγου, με αποτέλεσμα να απομονώνονται και να αποφεύγουν να έρθουν αντιμέτωποι με την τωρινή τους κατάσταση.
Η ανάγκη, όμως, ανάπτυξης κοινωνικών επαφών και δικτύων για την ικανοποίηση μιας σειράς ψυχολογικών και βιολογικών αναγκών που αναγκαστικά εμπλέκουν τόσο τους ίδιους τους άστεγους όσο και την υπόλοιπη κοινωνία, θεωρούμε ότι πρόκειται στο μέλλον να αλλάξουν τα μέχρι τώρα δεδομένα, κρίνοντας και από τη διεθνή εμπειρία. Αν μας επιτρέπεται, λοιπόν, να κλείσουμε με μια πρόβλεψη, θα λέγαμε ότι η συνέχιση της ίδιας πολιτικής στη χώρα θα δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερους αριθμούς άστεγων και περιθωριοποιημένων ανθρώπων, από την άλλη, όμως, θα δημιουργεί και τις συνθήκες για την ανάδυση μιας πιο ώριμης «πόλης των αστέγων». Η συνειδητή δικτύωση και αλληλεπίδραση των αποκλεισμένων τόσο μεταξύ τους όσο κα με την υπόλοιπη κοινωνία γεννά τελικά τη δυνατότητα αλλαγής και μετασχηματισμούς της κοινωνίας και της πόλης συνολικά.

Βιβλιογραφία

Ξενόγλωσση:

Borden, I. (2003) The dissertation. An architecture student’s handbook. Oxford: Architectural Press
Castells, Μ. (2010) The information age: economy, society and culture. Volume III: End of Millennium. New Jersey, USA: Wiley-Blackwell
Cloke, P., May, J. & Johnsen, S. (2008) Performativity and affect in the homeless city, Environment and Planning D: Society and Space v. 26, pp. 241-263
Daly, G. (1998) Homelessness and the street: observations from Britain, Canada and the United States, στο Fyfe, N. (ed.) Images of the street. Planning, identity and control in public space. London: Routledge
Davis, M. (2010) Fortress L.A. στο Orum, A. & Neal, Z. Common ground? Readings and reflections on public space. New York: Routledge
Doherty, J. et al. (2006) The Changing Role of the State: Homelessness and Exclusion: regulating public space, FEANTSA
Doherty, J. et al. (2008) Homelessness and exclusion: regulating public space in european cities, Surveillance and Society v. 5, pp. 290-314
Dovey, K. (1985) Home and Homelessness, στο Altman, I. & Werner C. (ed.) Home Environments. New York: Plenum Press
Fitzpatrick S. (2000) Young Homeless People. Great Britain: Macmillan Press LTD
Fitzpatrick, S. (2005) Explaining homelessness: a critical realist perspective. Housing, theory and society v. 22, pp. 1-17
Fox, L. (2006) Conceptualising home : theories, laws and policies. Oxford: Hart Publishing.
Grunberg, 1998:241
Harris, L. (2012) The brain on homelessness, , Homeless in Europe winter 2012/2013, pp. 10-11
Karagianni, M. (2013) Homelessness, housing informality and policies for the homeless in Greece during the financial crisis: a comparative urbanism approach. Manchester: University of Manchester: Global Urban Development and Planning in the Faculty of Humanities: dissertation
Kawash, S. (1998) The homeless body, Public Culture v. 10, pp.319-339
Kennett, P. (1999) Homelessness, citizenship and social exclusion, στο Kennett,P. & Marsh, A. (ed.) Homelessness. Exploring the new terrain, Bristol: The Policy Press
Kim, J. (1987) Privatization of public open space: public process and private influence. Boston: Department of Urban Studies and Planning
Kusmer, K. (2001) Down and Out, on the Road: The Homeless in American History. New York: Oxford University Press
Levinson, D. (2004) Encyclopedia of homelessness. London: SAGE Publications
Lynch, K. (1960) The image of the city. Massachusetts, USA: The MIT press
MacDonald, R. (2001) Dangerous youth and the dangerous class, στο MacDonald, R. (ed.)  Youth, the ‘underclass’ and social exclusion. Great Britain: Taylor & Francis e-Library
Madanipour, A. (2003) Public and private spaces of the city. London: Routledge
Mason, C. & Robb, W. (2008) Journeys through homelessness – whose evidence?, Brisbane: Micah Projects Inc., ενημερωτικό φυλλάδιο
McNaughton, C. (2008) Transitions through homelessness. Lives on the edge. New York: Palgrave Macmillan
Meert, H. et al. (2006) The changing profiles of homeless people conflict, rooflessness and the use of public space. Brussels: FEANTSA
Misetics, B. (2012) Criminalisation, discourse and symbolic violence, Homeless in Europe winter 2012/2013, pp. 12-14
Mitchell, D. (1995) The End of Public Space? People’ s Park, Definitions of the Public, and Democracy. Department of Geography, University of Colorado.
Mitchell, D. and Staeheli, (2005) L.A. Clean and Safe? Property Redevelopment, Public Space, and Homelessness in San Diego, στο Low, S. and Smith, N. The Politics of Public Space. London: Routledge
Murphy, J. & Tobin, K. (2011) Homelessness comes to school. Thousand Oaks: Corwin
Ravenhill, M. (2008) The culture of homelessness. Hampshire: Ashgate Publishing Limited
Roberts, K. (2001) Is there an emerging British ‘underclass’? The evidence from youth research, στο MacDonald, R. (ed.) Youth, the ‘underclass’ and social exclusion. Great Britain: Taylor & Francis e-Library
Roy, A. (2007) Urban Informality: Toward an Epistemology of Planning. Journal of the American Planning Association, 71:2, 147-158
Saegert, S. (1985) The role of housing in the experience of dwelling, στο Altman, I. & Werner C. (ed.) Home Environments. New York: Plenum Press
Tosi, A. (2007) Homelessness and the control of public space – criminalizing the poor?, European Journal of Homelessness v. 1, pp. 225-236
Welshman, J. (2006) Underclass. A history of the excluded 1880-2000. London: Hambledon Continuum
Zanotto, J. (2012) Public spaces, homelessness, and neo-liberal urbanism: a study of ‘anti-homeless’ strategies on redeveloped public spaces. Cincinnati: School of Architecture and Interior Design, College of Design, Architecture, Art, and Planning, University of Cincinnati

Ελληνόγλωσση:

Baudrillard, J. (2005) Η καταναλωτική κοινωνία. Αθήνα: Νησίδες
Bauman, Z. (2002)[1] Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι. Αθήνα: Μεταίχμιο
Bauman, Z. (2002)[2] Η μετανεωτερικότητα και τα δεινά της. Αθήνα: Ψυχογιός
Burgel, G. (2008) Η σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη. Από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έωςσήμερα. Αθήνα: Πλέθρον
Harvey, D. (2007) Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας. Διερεύνηση των απαρχών της πολιτισμικής μεταβολής. Αθήνα: Μεταίχμιο
Harvey, D. (2013) Εξεγερμένες πόλεις. Από το δικαίωμα στην πόλη στην επανάσταση της πόλης. Αθήνα:ΚΨΜ
Γεωργάκης, Γ. (2009) Νεοφιλελευθερισμός. Αθήνα: ΔΠΜΣ Αρχιτεκτονική και Σχεδιασμός του Χώρου, Κατεύθυνση Β’, ΕΜΠ – Σπουδαστική εργασία
Ζαραφωνίτου, Χ. κ.α. (2012) Θυματοποίηση, ανασφάλεια και καταγραφή αναγκών των αστέγων του Δήμου Καλλιθέας. Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο – Έκθεση ερευνητικών πορισμάτων
Καζέρος, Ν. (2002), Tο ιδιωτικό και το δικό του, περιοδικό Αρχιτέκτονες, Νο 34: 81-83
Κωτσάκης Δ. (2008) Ανθρώπινη Επικοινωνία και Χώρος. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ-Διδακτικές Σημειώσεις
Μαλούτας, Θ. (2011) Χωρικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης στην Αθήνα. Από τις ρυθμίσεις του πελατειακού κράτους στην κρίση των ελλειμμάτων. Eπιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 134-135, Α´- Β´ 2011, 51-70
Μάσεν, Β. (2003) Χωρικός αποκλεισμός. ερευνητική εργασία Α.Π.Θ.
Σκραπαρλής Α. (2013) Σύγχρονο αστικό τοπίο, δημόσιος χώρος και άστεγοι. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ-Μεταπτυχιακή Διατριβή
Σταυρίδης, Σ. (2005) Η σύγχρονη πόλη και η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», ανακοίνωση στο συνέδριο: Γεωγραφίες της Μητρόπολης
Τουφεξή, Μ. (2013) Χωρίς καταφύγιο. Εστιά – ζοντας στο φαινόμενο των αστέγων στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης. Αθήνα: Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ – Διάλεξη
Τσαούσης, Δ. (2007) Πολιτισμός, ελεύθερος χρόνος και κοινωνικός αποκλεισμός, στο ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ (2007) Κοινωνικός αποκλεισμός: Η ελληνική εμπειρία, Αθήνα: Gutenberg
Φωτιάδη, Ι. (2012) Κοινωνικό φαινόμενο δεκαετιών στο εξωτερικό, εφημ. Η Καθημερινή, 14/1/2012
Χτενέλη, Κ. (2013) Στη σπηλιά του Ματθαίου Μονσελά, εφημ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, ένθ. Έψιλον, σελ. 36-39

Αρθογραφία (τύπος – διαδίκτυο)

EUROPEAN COMISSION (2012) The Second Economic Adjustment Programme for Greece: March 2012. Brussels: European Commission: Directorate-General for Economic and Financial Affairs
Αγνώστου Συγγραφέα [1] (2013) HOMELESS/EUROPE,http://www.youthxchange.net/main/b236_homeless-p.asp [προσπ. 23/6/2013]
Αγνώστου Συγγραφέα [2] (2013) Κομισιόν: δεν γνωρίζουμε πόσοι είναι οι άστεγοι στην Ευρώπη, http://www.real.gr/DefaultArthro.aspx?page=arthro&id=124533&catID=4[προσπ. 23/6/2013]
Αγνώστου συγγραφέα [3], (2012) Neil Smith. Νέος Παγκοσμισμός, Νέα Πολεοδομία: Το gentrification ως παγκόσμια στρατηγική των πόλεων, Κομπρεσέρ για την πόλη και το χώρο, Νο 4: 52-73
Κατσαδώρος, Κ. κ.α. (2006) Άστεγοι στην Ελλάδα: ψυχοκοινωνικό προφίλ και συνθήκες διαβίωσης στον δρόμο,http://www.klimaka.org.gr/newsite/downloads/astegi_congresspshycococial.pdf [προσπ. 23/6/2013]
Κατσαδώρος, Κ. κ.α. (2012) Η έλλειψη στέγης στην Ελλάδα του 2012,http://www.klimaka.org.gr/newsite/downloads/Research%202012_Homelessness.pdfπροσπ. 23/6/2013]
Κατσάκος, Π. (2012) Τρία εκατομμύρια οι άστεγοι στην Ευρώπη!,http://www.protothema.gr/greece/article/?aid=177354 [προσπ. 23/6/2013]
Συλλογικό έργο (2013) ETHOS Typology on homelessness and housing exclusion,http://www.feantsa.org/ [προσπ. 23/6/2013]

[1] Η λέξη αστεγία, αν και δεν είναι επίσημη λέξη της ελληνικής γλώσσας, είναι ο πιο διαδεδομένος όρος μεταξύ των φορέων που ασχολούνται με το φαινόμενο, για να περιγράψει την κατάσταση και τη συνθήκη ζωής των αστέγων. Πρόκειται για τη μετάφραση στα ελληνικά της αγγλικής λέξης “homelessness”.
[2] Διαρθωτική ανεργία: Όταν σε μια οικονομία υπάρχουν άνεργοι και  κενές θέσεις εργασίας, αλλά οι  άνεργοι δεν μπορούν να απασχοληθούν στις υπάρχουσες κενές θέσεις, επειδή υπάρχει αναντιστοιχία ανάμεσα  στα προσόντα και την εξειδίκευση των ανέργων και σε αυτά που απαιτούνται για την κάλυψη των κενών θέσεων , η ανεργία αυτή ονομάζεται διαρθρωτική. Οφείλεται σε τεχνολογικές μεταβολές, οι οποίες δημιουργούν νέα επαγγέλματα και αχρηστεύουν άλλα, και σε αλλαγές στη διάρθρωση της ζήτησης , οι οποίες αυξάνουν τη ζήτηση ορισμένων προϊόντων και ταυτόχρονα μειώνουν τη ζήτηση άλλων. Όπως είναι φανερό, η διαρθρωτική ανεργία δημιουργείται από την δυσαναλογία που υπάρχει προσφοράς και ζήτησης των διαφόρων ειδικεύσεων. Η μείωσή της απαιτεί επανεκπαίδευση των ανέργων, ώστε να αποκτήσουν τις ειδικεύσεις στις οποίες υπάρχει έλλειψη. Διαφορετικά, η διαρθρωτική ανεργία μπορεί να είναι μεγάλης διάρκειας.
[3] Ανεργία τριβής: είναι η ανεργία που οφείλεται στην αδυναμία της αγοράς να απορροφήσει άμεσα ανέργους, παρότι υπάρχουν κενές θέσεις εργασίας, για τις οποίες οι άνεργοι έχουν τα απαραίτητα προσόντα και επαγγελματική εξειδίκευση. Η  ανεργία τριβής οφείλεται στην αδυναμία των εργατών  να εντοπίσουν αμέσως τις επιχειρήσεις με τις κενές θέσεις και στην αδυναμία των επιχειρήσεων  να εντοπίσουν τους άνεργους εργάτες. Επίσης , μπορεί να οφείλεται στη γεωγραφική απόσταση μεταξύ της περιοχής όπου υπάρχει ανεργία και αυτής όπου υπάρχουν κενές θέσεις εργασίας.
[4] Μια προηγούμενη περίοδο με αναπτυγμένη την κοινωνική πολιτική, άλλου λιγότερο και αλλού περισσότερο, κάτι τέτοιο έβρισκε μεγαλύτερο έδαφος στο να το ισχυριστεί κανείς. Ωστόσο θεωρούμε ότι ακόμα και σήμερα η όποια κοινωνική πολιτική ακολουθείται για τους άστεγους, είναι κρίσιμη, αφού αφορά άμεσα τους ίδιους και τους επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό.
[5] O Harvey, αναφερόμενος στην έννοια του «συμβολικού κεφαλαίου», όπως την εισάγει ο Bourdieu, γράφει: «Μπορούμε να ορίσουμε ως συμβολικό κεφάλαιο τη συγκέντρωση αγαθών πολυτελείας που μαρτυρούν το γούστο και την ανωτερότητα του ιδιοκτήτη τους. Αυτό το κεφάλαιο είναι φυσικά μετασχηματισμένο χρηματικό κεφάλαιο, το οποίο παράγει το αποτέλεσμα του στο βαθμό και μόνο στο βαθμό που συγκαλύπτει το γεγονός ότι κατάγεται από ‘’υλικές‘’ μορφές του κεφαλαίου.[...] Αφού τα πιο επιτυχημένα ιδεολογικά αποτελέσματα είναι εκείνα που δεν λέγονται με λόγια και δεν ζητούν τίποτα παραπάνω από συνένοχη σιωπή, η παραγωγή του συμβολικού κεφαλαίου εξυπηρετεί ιδεολογικές λειτουργίες, επειδή οι μηχανισμοί μέσω των οποίων συμβάλλει στην αναπαραγωγή της κατεστημένης τάξης πραγμάτων και στη διαιώνιση της κυριαρχίας παραμένουν κρυμμένοι» (Harvey, 2007:116-120).
[6] Η έννοια της «κοινωνικής κατάστασης», όπως την ορίζει ο Max Weber, είναι μια έννοια που αποδίδεται σε κοινωνικές ομάδες (ομάδες γοήτρου), προσδιορίζεται κυρίαρχα από την κατανάλωση και παίρνει τη μορφή τρόπου ζωής (lifestyle), που ξεχωρίζει τη μια ομάδα από την άλλη. «Η κοινωνική κατάσταση, το στάτους, ως ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία μορφοποιείται από τη στιγμή που τα καταναλισκόμενα αγαθά ανάγονται σε σύμβολά της» (Τσαούσης, 2007:108).
[7] Η πολιτική της «μηδενικής ανοχής» αποτελεί έναν μηχανισμό μέσω του οποίου παραβάσεις ήσσονος σημασίας γίνονται αντιληπτές ως σοβαρά εγκλήματα, με άμεσο επακόλουθο την άκαμπτη και αυστηρή εφαρμογή της νομοθεσίας και των κατασταλτικών μέτρων σε συμπεριφορές άμεσα συσχετισμένες με τους άστεγους (Tosi, 2007:231).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου