12 Δεκεμβρίου 2020

Η τηλεκπαίδευση τον καιρό της πανδημίας [άρθρο]

της Γιώτας Ιωαννίδου*

Η τηλεκπαίδευση ήρθε για να μείνει, δηλώνει με κάθε αφορμή το Υπουργείο Παιδείας τονίζοντας ότι η κυβέρνηση κατάφερε «να μετατρέψει την κρίση σε ευκαιρία». Ταυτόχρονα συνεχίζουν να αναπαράγουν τη ρητορική της πλατιάς αποδοχής του προϊόντος τηλεκπαίδευση από εκπαιδευτικούς και μαθητές με διθυραμβικά αθροιστικά στοιχεία συμμετοχής. Λες και δεν είναι πλατιά γνωστό ότι όποιος κλικάρει σε ένα λινκ για να εισαχθεί σε ένα εικονικό περιβάλλον, μπορεί απλά να είναι «ωσεί παρόν». Ωστόσο και με όλα αυτά, δύσκολα μπορούν να κρύψουν ότι πάνω από 30 – 40% κατά μέσο όρο (και σε υποβαθμισμένες περιοχές πολύ περισσότερο) των μαθητών δεν «υπήρξαν πουθενά» σε αυτή τη διαδικασία αλλά και οι περισσότεροι μαθητές που συμμετείχαν αρχικά, έβαιναν μειούμενοι. Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, στο πάνω από 85%  των χωρών παγκόσμια που ακολούθησαν την πολιτική κλεισίματος των σχολείων, μεταξύ των 1,6 δις μαθητών τους εμφανίστηκαν «βαθιά ψηφιακά χάσματα». Με βάση τα στοιχεία έρευνας στα πλαίσια του PISA, σε 82 χώρες η πρόσβαση των μαθητών σε κάποιου διαδικτυακού τύπου εκπαίδευση, την περίοδο του lokdown κυμάνθηκε από 35-70%, ενώ σε χώρες με μεσαίο ή χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης το ποσοστό αυτό ήταν κάτω από 50%.

Στην Ελλάδα (κι όχι μόνο) η διαδικασία αυτή έφερε στην επιφάνεια τα τεράστια προβλήματα της δημόσιας εκπαίδευσης, που έχει δημιουργήσει η εφαρμογή της αντιδραστικής πολιτικής όλων των κυβερνήσεων στη γραμμή ΕΕ – ΟΟΣΑ. Και τα παρόξυνε ακόμη περισσότερο σε συνδυασμό με  τα παιδαγωγικά και άλλα προβλήματα που έφερε (έλλειψη μέσων, προσωπικά δεδομένα, ασφάλεια πλοήγησης κλπ.). Για την αγοραία λογική της κυβέρνησης βέβαια και την ανάγκη εμπορικής προώθησης του προϊόντος τηλεκπαίδευση κι όλων των συνοδευτικών του, σημασία έχουν τα νούμερα. Όπως άλλωστε συμβαίνει και με κάθε εμπόρευμα που αποκτά αξία από το πόσοι το αγοράζουν κι όχι από το τι ακριβώς είναι. Σε αυτό συμβάλλει ο βομβαρδισμός του κοινού των πελατών με καταιγιστικές πληροφορίες υπεροχής του κι όχι η παροχή γνώσης της ουσίας του,  έτσι ώστε να μη νομιμοποιείται κανείς να το αμφισβητήσει. Μέχρι και διαγωνισμό καλύτερης ψηφιακής τάξης είδαμε –κατ’ αναλογία με τους ποικίλους διαγωνισμούς καλύτερου αγοραστή προϊόντων των εταιρειών.

Η Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση και η καπιταλιστική αναδιάρθρωση

Γενικά η θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου αντιμετωπίζει την εκπαίδευση σαν μηχανισμό μεγέθυνσης της οικονομικής ανάπτυξης. Συμπληρωμένη δε από το «δημόσιο managment» η εκπαίδευση αντιμετωπίζεται σαν επιχείρηση που μας ενδιαφέρουν οι εκροές – προϊόντα της σε σχέση με τις όσο το δυνατόν μειούμενες εισροές. «Doing best with fewer resources», όπως διακηρύσσει ο ΟΟΣΑ. Η κυβέρνηση πριν τις εκλογές είχε παρουσιάσει το πρόγραμμα της ΝΔ για την παιδεία, όπου αντιμετώπιζε την εκπαίδευση σαν «επένδυση», «σαν μηχανή που θα κινήσει την οικονομία». Η έμφαση από τότε είχε δοθεί στις δεξιότητες του εργατικού δυναμικού που απαιτεί η αγορά. Ήπιες δεξιότητες (soft skills) και ψηφιακές δεξιότητες (digital skills). Μάλιστα ως μέτρο ενίσχυσης του «κοινωνικού χαρακτήρα» της εκπαίδευσης προτείνεται η «εισαγωγή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης σε ορισμένα γνωστικά αντικείμενα (όπως π.χ. των ξένων γλωσσών) σε σχολεία απομακρυσμένων και δυσπρόσιτων περιοχών, όταν υπάρχει αδυναμία κάλυψης των θέσεων». Σύμφωνα με το special report του ΣΕΒ για την τηλεργασία (2/05/2019) το επάγγελμα του εκπαιδευτικού είναι ένα από τα επαγγέλματα που προσφέρονται για τηλεργασία. Η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση, με άκρως επιχειρηματικό τρόπο και ως ελιξήριο δια πάσαν νόσον, δεν αποτελεί ελληνική πατέντα. Αποτελεί κεντρική κατεύθυνση όλων των διεθνών οργανισμών (σχέδιο δράσης για την ψηφιακή εκπαίδευση, της ΕΕ, ειδικά υλικά της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Unesco κ.λπ.) και όχι νέα υπόθεση (Κοινωνία της Πληροφορίας, άπειρα πακέτα ΕΠΕΑΕΚ και ΕΣΠΑ, παροχή ολόκληρων μεταπτυχιακών και καταρτίσεων επί πληρωμή κλπ.). Ήδη από τη συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) η εξ Αποστάσεως εκπαίδευση θεωρήθηκε ως μια μορφή εκπαίδευσης που πρέπει να προωθηθεί. Αυτό δεν ήταν τυχαίο. Πρόκειται για την εποχή που με βάση την προτεραιότητα της ανταγωνιστικής οικονομίας της γνώσης, τα εκπαιδευτικά συστήματα αρχίζουν να προσαρμόζονται στο μοντέλο μιας υποχρεωτικής εκπαίδευσης που εξασφαλίζει δεξιότητες και ενός μετα-υποχρεωτικού εκπαιδευτικού πολυχώρου Πανεπιστημίων, Κολλεγίων, επαγγελματικής και Δια Βίου εκπαίδευσης, με κεντρικό νεύρο την κατάρτιση. Αφού μόνο τέτοια συστήματα με βάση τις κατευθύνσεις ΕΕ – ΟΟΣΑ, μπορούν να εξασφαλίσουν την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα του εργατικού δυναμικού.

Ο κος Λιοναράκης, καθηγητής του ΕΑΠ, ειδικός εισηγητής της τηλε-ημερίδας των δεκαεπτά ΠΕΚΕΣ, την περίοδο του κλεισίματος των σχολείων, θύμισε και τον ιδεολογικό μανδύα με τον οποίο έχει επενδυθεί όλη αυτή η προσπάθεια εφαρμογής της τηλεκπαίδευσης, που «ὤδινεν ὄρος καὶ ἔτεκεν μῦν». «Η διδασκαλία νοσεί και πεθαίνει» είπε.  Δεν υπάρχει πουθενά αυτή η λέξη στα ντοκουμέντα των Ευρωπαϊκών Οργανισμών. Ήταν παιδαγωγικό ερώτημα προηγούμενων εποχών. Δεν πρέπει να ενδιαφέρει το δάσκαλο να διδάξει καλά, αλλά να μετρήσει τα μαθησιακά αποτελέσματα, που συμπυκνώνονται στο τι είναι ικανοί να κάνουν οι μαθητές μετά. Γι’ αυτό η εξ αποστάσεως εκπαίδευση είναι μονόδρομος μαζί με το υπόλοιπο όραμα της κυβέρνησης για την παιδεία(!). Έτσι η εκπαίδευση αποκτά μοντέρνα φυσιογνωμία. Πρόκειται για την λεγόμενη θεωρία της αποτελεσματικότητας της εκπαίδευσης και των μετρήσιμων στόχων, καθόλου νέα στα εκπαιδευτικά πράγματα.

Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι να αλλάξουμε ή να βελτιώσουμε την κατάσταση της εκπαίδευσης (περιεχόμενο, διδασκαλία, παιδαγωγικοί και λοιποί όροι) αλλά να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματά της σαν ευκαιρίες για δουλειές. «Business as usual». Από την άλλη πλευρά η εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση, ως αντικατάσταση της ζώσας εκπαίδευσης, δεν είναι μια ουδέτερη επιλογή, χωρίς κοινωνικό και ιδεολογικό-πολιτικό φορτίο. Εξαιτίας των χαρακτηριστικών της μπορεί καλύτερα να βοηθήσει στην προώθηση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και των στόχων της. Γι’ αυτό μέχρι τώρα αναπτύχθηκε κατά κόρον στο πεδίο της κατάρτισης.

Εκπαίδευση και νέες τεχνολογίες: μια τοποθέτηση αρχών

Για να κατανοήσουμε τι επιδιώκεται μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία, για να τοποθετήσουμε το θέμα νέες τεχνολογίες και εκπαίδευση, ιδίως αν θέλουμε το βάρος να πέφτει στο σκέλος της εκπαίδευσης και την ενίσχυσή της, πρέπει πρώτα να απαντήσουμε τι είναι εκπαίδευση και για ποιον είναι κοινωνικά αναγκαία σήμερα. Η αποφυγή τοποθέτησης αυτού του ερωτήματος και οι γενικολογίες περί καινοτομίας γίνονται από όσους θέλουν να καλύψουν ότι πρακτικά συμφωνούν με την κυρίαρχη γραμμή και την υπάρχουσα κατάσταση και είναι εκτός των προθέσεών τους να την αλλάξουν.

Η εκπαίδευση δεν είναι μετάδοση τυποποιημένων πληροφοριών, ώστε να χρειάζεται απλά ένας πομπός κι ένας δέκτης κι ένα ικανοποιητικό μέσο σύνδεσής τους, αδιάφορο αν πρόκειται για τον αέρα της σχολικής τάξης, του αμφιθεάτρου ή μια ψηφιακή πλατφόρμα. Η τελευταία μπορεί να λειτουργήσει εξαιρετικά αποτελεσματικά στη μεταφορά τεράστιου όγκου δεδομένων, με πολύ χαμηλότερο κόστος, αλλά αυτό δεν είναι εκπαίδευση ούτε καν γνώση. Οι πληροφορίες χωρίς επεξεργασία από τη νόηση, τη συνείδηση των ανθρώπων είναι νεκρό υλικό. Γίνονται γνώση όταν εντάσσονται στη διανοητική, πρακτική δραστηριότητα κάθε ανθρώπινης προσωπικότητας, ως σκεπτόμενου υποκειμένου σε σχέση με άλλους σκεπτόμενους ανθρώπους, μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό, ιστορικό πλαίσιο που αυτή αναπτύσσεται και την καθορίζει. Κι όταν, τέλος, ενεργοποιείται μέσα από αυτή τη διαδικασία ένα ευρύτερο πλέγμα παραγόντων, όπως η αισθαντικότητα, η φαντασία, η δημιουργικότητα, ηθικές, αισθητικές πτυχές, φιλοσοφικές κοσμοθεωρίες, πολιτικές πεποιθήσεις και κοινωνικά ιδανικά.

Εκπαίδευση είναι η οργανωμένη, κλιμακούμενη, συστηματοποιημένη διδασκαλία των μορφωτικών, επιστημονικών και πολιτισμικών επιτευγμάτων που έχει μέχρι τώρα συγκεντρώσει ο ανθρώπινος πολιτισμός, ώστε να τα κάνει κτήμα της η νέα γενιά πέραν όσων μπορεί να ανακαλύψει με την άμεση βιωματική εμπειρία και να τη βοηθά να οικοδομήσει ουσιαστικές σχέσεις με την πολιτισμική παρακαταθήκη της ανθρωπότητας (Παυλίδης, «Η κοινωνική σημασία της μόρφωσης και ο ρόλος των εκπαιδευτικών», ημερίδα Παρεμβάσεων ΔΕ-ΠΕ, 2013). Μέσα σε ένα πλαίσιο και με τρόπο ώστε όχι απλά να ανοίξει για τους μαθητές ένα παράθυρο να δούνε τον κόσμο αλλά για να μπορούν να υπάρξουν ενεργητικά μέσα σε αυτόν, να τον κρίνουν, να τον κατανοούν, να τον αμφισβητούν και να τον αλλάζουν, θεωρώντας ότι αποτελούν μέρος του κι άρα αλλάζουν και οι ίδιοι αλλάζοντας τους γύρω τους. Επομένως η εκπαίδευση οφείλει να είναι δημοκρατική, να αναπτύσσει τις κλίσεις, τα ενδιαφέροντα, τη σωματική ευεξία, να καλλιεργεί συναισθηματικά, ηθικά, κοσμοθεωρητικά στοιχεία της προσωπικότητας (ιδανικά, αλληλεγγύη, συντροφικότητα, αυτοθυσία για το δημόσιο συμφέρον, γενναιότητα, υπέρβαση ατομικισμού κ.λπ.), να βοηθά στη διαμόρφωση ανθρώπων με ισόρροπη σωματική, γνωστική, ηθική και καλλιτεχνική ανάπτυξη.

Θεμελιώδες στοιχείο αυτής της εκπαιδευτικής διαδικασίας αποτελεί η παιδαγωγική σχέση μεταξύ των υποκειμένων της. Αυτή δεν μπορεί να είναι ούτε δασκαλοκεντρική ούτε μαθητοκεντρική, αλλά να υπερβαίνει με διαλεκτικό τρόπο τους όρους αυτού του διλήμματος, ως ζώσα και δυναμική σχέση. Η σχέση αυτή συνιστά μια ανώτερη ενότητα μαθητών και εκπαιδευτικών που βασίζεται στην κοινή συνεργατική προσέγγιση του περιεχομένου της εκπαίδευσης με σαφείς ρόλους. Αυτό προϋποθέτει το πλαίσιο της συλλογικότητας, της ζώσας τάξης ή ομάδας, που επιτρέπει τη συνεχή αλληλεπίδραση όλων των συμμετεχόντων, ώστε να διδάσκεται ο ένας από τον άλλον και να επιδρά ο ένας στη διαμόρφωση του άλλου. Προϋποθέτει την παιδαγωγική διαμόρφωση του υλικού, του τρόπου της διδασκαλίας, των πάσης φύσης εποπτικών, τεχνολογικών ή άλλων μέσων που θα επιλεχθούν να χρησιμοποιηθούν.

Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι καθοριστικός σε αυτή τη σχέση. Δεν μπορεί να περιορίζεται στο ρόλο του εκφωνητή – διορθωτή, του διευκολυντή, του εμψυχωτή ή του συντονιστή της εργασίας των μαθητών. Είναι ο ρόλος ενός μαχόμενου διανοούμενου που αναπτύσσει το εκπαιδευτικό του έργο για την επίτευξη των παραπάνω σκοπών της εκπαιδευτικής δραστηριότητας. Που κατέχει τις επιστημονικές γνώσεις, τις πλουτίζει, τις κρίνει και τις αναστοχάζεται πάνω στο κοινωνικό – οικονομικό, πολιτικό πλαίσιο που ζει, που προκαλεί και οργανώνει τις διανοητικές ενέργειες των μαθητών του, ώστε να μπορούν να προσοικειωθούν τις διδασκόμενες γνώσεις, που συμβάλλει με το σύνολο της προσωπικότητάς του και το προσωπικό του παράδειγμα στη διαμόρφωση στάσης ζωής και ιδανικών. Η διαμόρφωση κριτικής σκέψης δεν υπάρχει εκτός της κριτικής αντιμετώπισης της πραγματικότητας. Δεν μπορεί να διδαχθεί από ανθρώπους που δεν σκέφτονται κριτικά και δεν τολμούν να φανταστούν τον κόσμο από εναλλακτικές όψεις ώστε να τον αλλάξουν. Οι δημιουργικές ικανότητες του ανθρώπου δεν καλλιεργούνται εκτός της παιδαγωγικής αλληλεπίδρασης με ανθρώπους που διαθέτουν αυτές τις ικανότητες. Όπως έχει επισημανθεί από πολλούς, όταν οι άνθρωποι ερωτώνται για τις εκπαιδευτικές τους εμπειρίες, δεν θυμούνται τόσο τα μαθήματα ή τα θέματα, αλλά τους εκπαιδευτικούς που αισθάνονταν ότι άλλαζαν το μυαλό και τη ζωή τους. «Οι άνθρωποι έκαναν τη διαφορά, στην ανάπτυξη του αισθήματος του εαυτού».

Η σχέση μεταξύ των ανθρώπων κατείχε πάντα κεντρικό ρόλο στην εκπαιδευτική εμπειρία. Αυτό διατρέχει όλη την κλίμακα της εκπαίδευσης. Η εκπαίδευση -σε αντίθεση με την κατάρτιση- είναι μια διαδικασία που συνεπάγεται αναγκαστικά μια διαπροσωπική σχέση μεταξύ εκπαιδευτικών και εκπαιδευόμενων, που στοχεύει στην ατομική και συλλογική αυτογνωσία και καθοριστικός παράγοντας στην ποιότητά της είναι η δημιουργία και ο εμπλουτισμός αυτής της σχέσης.

Στο παραπάνω πλαίσιο οι τεχνολογικές καινοτομίες μπορούν να αξιοποιηθούν στη ζώσα εκπαίδευση, όχι για να την υποκαταστήσουν αλλά για να την πλουτίσουν με πρόσβαση σε όλα τα επιτεύγματα της επιστήμης και του πολιτισμού ή με διαμόρφωσή τους για να βοηθούν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Χρειαζόμαστε τα εκπαιδευτικά λογισμικά για να κάνουν πιο κατανοητό ότι είναι πέραν του άμεσου επιστητού αλλά όχι για να κοπούν τα εργαστήρια φυσικών επιστημών ή άλλων αντικειμένων. Χρειαζόμαστε τα επικοινωνιακά εργαλεία και πλατφόρμες για να βοηθήσουν στη διεύρυνση της ανθρώπινης επικοινωνίας κι όχι στην αντικατάστασή της από ένα εικονικό κακέκτυπο σχέσεων. Για να αυξάνουμε τα χρώματα και τις εικόνες στη ζωή μας κι όχι για να πάψουμε να χρωματίζουμε και να βλέπουμε. Για να συνεχίζουμε να μοιραζόμαστε πράγματα και σκέψεις κι όχι για να πάψουμε να σκεφτόμαστε. Για να συμβάλλουν στη διαμόρφωση τρόπων για να ελκύουμε τα παιδιά στην τάξη ή να λύνουμε μαθησιακά προβλήματα κι όχι για να τα βγάζουμε απ’ έξω, όπως με ένα mute στην ηλεκτρονική τάξη, που τόσο έχει ενθουσιάσει την υπουργό παιδείας.

Οι τεχνολογικές καινοτομίες, όπως και συνολικά η επιστήμη και η εκπαίδευση μπορούν να δράσουν χειραφετητικά στο πλαίσιο μιας κοινωνίας με κέντρο τον άνθρωπο κι όχι τη χρήση του σαν μέσο καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Σήμερα η εκπαίδευση αναπτύσσεται σε ένα κατεξοχήν αντιμορφωτικό περιβάλλον, που επιβάλλει η καπιταλιστική ανάπτυξη και η υποταγή των πάντων στην κερδοφορία και την κυριαρχία του κεφαλαίου. Περιβαλλοντική καταστροφή, φτώχεια, πενία συναισθημάτων και λέξεων, κοινωνική περιθωριοποίηση, επισφαλείς συνθήκες, φόβος αβεβαιότητας, ανταγωνιστικότητα, ατομικισμός, ξενοφοβία και ρατσισμός, νεοφασισμός. Ιδιαίτερα η προσπάθεια ξεπεράσματος των πολλαπλών οξυμένων κρίσεων της (σε όλα τα επίπεδα) σε βάρος της κοινωνίας και των εργαζόμενων, αποδεικνύει ότι δε διστάζει να σφαγιάσει κάθε είδους μορφωτικά δικαιώματα, επιστημονικές κατακτήσεις και ανθρώπους. Αντιμετωπίζει κάθε κρίση ως ευκαιρία για νέες Ιφιγένειες στον βωμό του κέρδους, αδιαφορώντας για τις «παράπλευρες απώλειες». Η πανδημία, τα δημόσια συστήματα υγείας και ό,τι αναπτύσσεται αυτή την περίοδο αποτελούν τραγική επιβεβαίωση. Η εκπαίδευση γίνεται όλο και περισσότερο αντικείμενο εμπορευματοποίησης. Τα εκπαιδευτικά συστήματα σε όλο τον κόσμο πλήττονται από τη λογική της επιχειρηματικότητας, της αποδοτικότητας – αξιολόγησης, του ανταγωνισμού, της ελαστικής εργασίας, της μέτρησης και του ελέγχου, των περικοπών και της λιτότητας. Η εισβολή των νέων τεχνολογιών με όρους επιχειρηματικότητας στην εκπαίδευση ενθουσιάζει τους αναπτυξιολάγνους υπερασπιστές της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων.

Όλα αυτά διαμορφώνουν ανθρώπους με χαώδη – κονιορτοποιημένη συνείδηση, γεννούν ανορθολογισμό, επιχειρούν να αλλοτριώσουν πλήρως τον κάθε εργαζόμενο από αυτό που είναι και αυτό που κάνει και να τον στρέψουν στον κανιβαλισμό και στην ατομική επιβίωση. Ενοχοποιούν τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς, τους εργαζόμενους, τη νεολαία και τους αντιμετωπίζουν ως άτομα προβληματικά που χρήζουν διαρκούς επιτήρησης και ελέγχου. Η γνώση, η επιστήμη και η εκπαίδευση όχι μόνο δεν μπορούν να αναπτυχθούν σε ένα τέτοιο περιβάλλον αλλά παρακμάζουν και απαξιώνονται ή γίνονται όπλο στα χέρια των κυρίαρχων κι όχι μέσο κοινωνικής χειραφέτησης και απελευθέρωσης. Όταν η εκπαιδευτική σχέση αλλοτριώνεται σε μονόλογο, απουσίες και τιμωρίες, η τηλεκπαίδευση φαντάζει ιδανική. Ο καπιταλισμός συνιστά επικίνδυνο αναχρονισμό για την ανθρωπότητα.

Η τηλεκπαίδευση στον αντιδραστικό σχεδιασμό Διεθνών Οργανισμών και κυβέρνησης

Από αυτή τη σκοπιά η έννοια της τηλεκπαίδευσης –πολύ περισσότερο του κακέκτυπου κοπής Κεραμέως- και μάλιστα σε πλήρη αυτονομία (μόνη της και ως υποκατάσταση του σχολείου), ειδικά για ανήλικους μαθητές, είναι αντίφαση εν τοις όροις. Στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για λύση έκτακτης ανάγκης, διατήρησης επαφής με μαθητές που έχουν πριν συγκροτηθεί σε πραγματικές συνθήκες ως «τάξη» ή συλλογικά και θα συνεχίσουν να λειτουργούν έτσι μετά, εργαλείο ανταλλαγής υλικού και πληροφοριών, κατάρτισης. Είναι σαφείς οι προθέσεις αυτών που θέλουν να δίνουν εύηχους τίτλους στα προϊόντα προς διαφήμισή τους, όπως και της κυβέρνησης που έχει αναλάβει να τα προωθήσει. Κύριος στόχος είναι η εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης και η διαμόρφωση μιας τεράστιας αγοράς προϊόντων -των οικογενειών του περίπου 1,3 εκατομμυρίων μαθητών και των 150.000 εκπαιδευτικών, αλλά και του μεγάλου φοιτητικού πληθυσμού- για τις εταιρείες πληροφορικής και των εταιρειών αντίστοιχων υπηρεσιών που τις συνοδεύουν (επιμόρφωσης, παραγωγής υλικού – προγραμμάτων, πιστοποίησης κ.λπ.). Σημαντική πλευρά εδώ είναι η συγκέντρωση δεδομένων, από τις διάφορες ανταγωνιζόμενες καπιταλιστικές ψηφιακές πλατφόρμες, που η κατακόρυφη αύξησή τους αποτελεί βασικό όρο για την ηγεμονία τους στην αγορά και την αύξηση της κερδοφορίας τους. (Λιντζέρης, «Με αφορμή τη μελέτη του βιβλίου του Nick Srnicek, καπιταλισμός της ψηφιακής πλατφόρμας», 2018).

Ταυτόχρονα επιχειρείται η πανοπτική επιτήρηση και χειραγώγηση εκπαιδευτικών και μαθητών, άμεσα και μακροπρόθεσμα, μέσα από το πλαίσιο της αξιολόγησης και της μετρησιμότητας, με παραβίαση κατ’ ουσίαν και της όποιας νομοθεσίας περί προσωπικών δεδομένων. Η απόκτηση από τους μαθητές ψηφιακών δεξιοτήτων συναρτάται με τη διαμόρφωση των εργασιακών ικανοτήτων που απαιτεί η αγορά, ενώ ακολουθούν και πολλοί άλλοι παράπλευροι στόχοι. Δεν είναι τυχαίο που στον δεκάλογο των αρχών «τηλεκπαίδευσης» της Διεθνούς Τράπεζας από τις πρώτες «εντολές» είναι αυτή που καλεί τις κυβερνήσεις να «αντιμετωπίσουν τους εκπαιδευτικούς και τα συνδικάτα τους».

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή! Η Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση, με διάφορες μορφές, αναπτύχθηκε αλματωδώς τα προηγούμενα χρόνια στον τομέα της κατάρτισης. Συνδύασε την πολιτική των κυβερνήσεων της μείωσης των δαπανών στην εκπαίδευση – κατάρτιση, με ταυτόχρονη αύξηση των σπουδαστών. Έγινε βασικό πεδίο επενδύσεων και κερδοφορίας των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στους τομείς των νέων τεχνολογιών, πληροφορικής και επικοινωνιών αλλά και ιδρυμάτων παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Έπαιξε και παίζει τον ρόλο ιδεολογικής νομιμοποίησης της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, μέσα από τη θεωρία του εκσυγχρονισμού και του τεχνοκρατισμού. Η συζήτηση για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, που οριοθετείται από τον τεχνολογικό φετιχισμό και τη σαγηνευτική γοητεία της τεχνολογικής υπέρβασης, αντιμετωπίζει την εκπαίδευση εργαλειακά. Υποστηρίζει ότι η κρίση της εκπαίδευσης θα αντιμετωπιστεί αν εκσυγχρονιστεί ψηφιακά και με αντικατάσταση λειτουργιών της. Γιατί οι νέες τεχνολογίες έχουν ντε φάκτο την αύρα της καινοτομίας και του τολμηρού βήματος απόκλισης από την παράδοση και θα αντιμετωπίσουν τους εκπαιδευτικούς αναχρονισμούς. Π.χ. είναι αναχρονισμός το να κάνει κάποιος κανονικό εργαστήριο χημείας αλλά καινοτόμο το να κάνει εικονικά εργαστήρια. Πάνω από τριάντα χρόνια τώρα αυτή η κατεύθυνση ευνόησε την τυποποίηση, τη μέτρηση, τη σκληρή αξιολόγηση αλλά και την επιχειρηματικοποίηση της εκπαίδευσης. Καμιά κρίση της δεν αναχαίτισε ή αντιμετώπισε.

Στην ουσία όλη αυτή η συζήτηση δεν αφορά κάτι νέο. Αφορά την εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης και οι νέες τεχνολογίες αποτελούν το παρόν χρησιμοποιούμενο μέσο.

Σύμφωνα με τον D. Nοble (Τεχνολογία και εμπορευματοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης, 2001) εμπόρευμα είναι κάθε αγαθό που δημιουργείται, καλλιεργείται, παράγεται με κύριο σκοπό του να ανταλλαχθεί στην αγορά. Η σκόπιμη μετατροπή της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε μορφές εμπορευμάτων απαιτεί τη διακοπή της θεμελιώδους εκπαιδευτικής διαδικασίας και την αποσύνθεση της σε μικρά ευπώλητα πακέτα. Αυτό σημαίνει ότι αρχικά η προσοχή μετατοπίζεται από την εμπειρία των ανθρώπων που εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία, στην παραγωγή και απογραφή μιας σειράς κατακερματισμένων υλικών μαθημάτων. Αυτά τα θραύσματα εκπαιδευτικού έργου αποξενώνονται από το αρχικό τους πλαίσιο, την ίδια τη ζώσα εκπαιδευτική διαδικασία και τους παραγωγούς τους, τους εκπαιδευτικούς. Συγκεντρώνονται σε μια πλατφόρμα, ανταλλάσσονται στην αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών επιδιώκοντας κέρδος για τον ιδιοκτήτη της και καθιστώντας τους εκπαιδευόμενους πελάτες. Πρόκειται για μια σκιά εκπαίδευσης όπου οι εκπαιδευτικοί γίνονται παραγωγοί και διανομείς εμπορευμάτων και οι εκπαιδευόμενοι καταναλωτές. Οι εκπαιδευτικοί σιγά-σιγά αντιμετωπίζουν τη σκληρή πραγματικότητα της παραγωγής εμπορευμάτων. Επιτάχυνση, ρουτίνα, εργασιακή πειθαρχία, διοικητικές πιέσεις για μείωση του κόστους εργασίας, ώστε να αυξηθεί το κέρδος. Αυτή η πλευρά έχει περάσει κυρίως σε κομμάτια της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Μάλιστα η διεύρυνση της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης με αφορμή την κρίση της πανδημίας επιδιώκεται να οδηγήσει στην προοπτική εξ ολοκλήρου εμπορεύσιμων ακαδημαϊκών προγραμμάτων εξ αποστάσεως, με τον εκβιασμό προσέλκυσης πελατών για αύξηση των οικονομικών εσόδων και τη συνακόλουθη μισθολογική κάλυψη των Πανεπιστημιακών.

Αντίστοιχη κατάσταση δρομολογείται με την περίφημη τηλεκπαίδευση και στην υπόλοιπη εκπαίδευση.

Προφανώς, χρειάζονται γι’ αυτό τα παρακάτω.

Μια αφορμή που να εξασφαλίζει την κοινωνική αποδοχή ή ανοχή και να επιβάλλει την τηλεκπαίδευση ως τη «μόνη» λύση καθώς και τη συντήρησή της. Αυτή ήταν η κρίση της πανδημίας!

Η εμφάνιση δηλαδή μιας πραγματικότητας που να δικαιολογεί κάτι τέτοιο, εκτός από τις έκτακτες καταστάσεις. Γι’ αυτό εκτός της πανδημίας χρησιμοποιείται η κρίση του σχολείου και η απαξίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αν ως τέτοια θεωρείται η εκφώνηση του μαθήματος και η πειθάρχηση ή απόρριψη των δύσκολων μαθητών, η ηλεκτρονική τάξη της σύγχρονης εκπαίδευσης είναι ιδανική.

Προωθείται λοιπόν η ανάπτυξη ενός κύκλου εργασιών που να στηρίζονται στην ικανοποίηση αυτής της ανάγκης, όπως η προμήθεια και ο εκσυγχρονισμός του εξοπλισμού, η διαφήμιση και υποστήριξη, αλλά και η επιμόρφωση εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων στη χρήση των νέων εργαλείων όπως και η συνεχής πιστοποίηση της ικανότητας χρήσης που να είναι προσόν κοκ.

Και τέλος χρειάζεται  η δημιουργία πελατών, που στην προκειμένη περίπτωση είναι τα σχολεία, οι μαθητές, οι εκπαιδευτικοί, φοιτητές, γονείς κλπ. Σε προχωρημένες εφαρμογές των παραπάνω, όπως π.χ. στην Αυστραλία ο μικρός μαθητής που πηγαίνει σχολείο εκτός από την τσάντα του οφείλει να έχει μαζί του και το προσωπικό του laptop.

Αντί επιλόγου…

Καταλαβαίνει κανείς ότι με όλα τα παραπάνω η εκπαιδευτική διαδικασία διαλύεται, προς όφελος βραχυπρόθεσμων δεξιοτήτων και της διαμόρφωσης ενός ευέλικτου και ευάλωτου εργατικού δυναμικού.

Ταυτόχρονα οι κοινωνικές ανισότητες οξύνονται ακόμη περισσότερο, αφού η διαδικασία αυτή πετάει απ’ έξω τα πιο φτωχά παιδιά, αυτά που έχουν περισσότερο από τον καθένα ανάγκη τη σχολική τάξη και την προσπάθεια του δασκάλου μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία να τα κρατήσει στο σχολείο, να τους δώσει γνώσεις αλλά και αυτοπεποίθηση, να ενεργοποιήσει τη δημιουργικότητά τους και να τους αλλάξει τη στάση απέναντι στη διεκδίκηση της ζωής, που η κυρίαρχη πολιτική υποδεικνύει. Προφανώς το πρώτο που φάνηκε και από την όλη διαδικασία «τηλεκπαίδευσης» ήταν η «εξαφάνιση» αυτών των παιδιών, λόγω έλλειψης τεχνολογικών μέσων και υποδομών. Αλλά αυτό είναι η κορυφή του παγόβουνου.

Σύμφωνα με τον Γ. Γρόλλιο η Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση, δεν είναι ούτε παιδαγωγικά ουδέτερη. Τα χαρακτηριστικά της ως εργαλείο για παράδειγμα, της επιτρέπουν να ισχυροποιήσει την παιδαγωγική της κοινωνικής αποτελεσματικότητας κι όχι την προοδευτική παιδαγωγική του J. Dewey. Πρόκειται για ρεύματα που εμφανίστηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα, αρχικά στις ΗΠΑ. Η θεωρία της κοινωνικής αποτελεσματικότητας και η κατοπινή ταξινομία των στόχων κατά Bloom, διαδόθηκε αργότερα και στα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής και επιστρέφει σήμερα με πιο αντιδραστικά χαρακτηριστικά. Θέτει ως προτεραιότητα την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εκπαίδευσης σχετικά με την ανταγωνιστικότητα της καπιταλιστικής οικονομίας, προτάσσει ως παιδαγωγικό σκοπό τη διαμόρφωση αντίστοιχων συμπεριφορών στους μελλοντικούς εργαζόμενους. Ως εκ τούτου ασχολείται με τη διατύπωση στόχων – στάνταρς και τρόπου μέτρησής τους ώστε να εξετάζεται η επίτευξη του παιδαγωγικού σκοπού ενώ τα Αναλυτικά Προγράμματα θεωρούνται τεχνικό ζήτημα. Οι μαθητές θεωρούνται άτομα προς κατεργασία. Οι εκπαιδευτικοί ανεπαρκείς (πρωτότυπο!)  και η επιστημονική διοίκηση, η αξιολόγηση και οι επόπτες απαραίτητοι όροι μεταξύ και άλλων μέτρων αυστηρής επίβλεψης. Η Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση «φυσικοποιεί» αρκετές από τις παραπάνω επιλογές. Για παράδειγμα βασικό χαρακτηριστικό της είναι  η διατύπωση μετρήσιμων στόχων μιας και υπάρχει απόσταση εκπαιδευτή εκπαιδευόμενου. Ταυτόχρονα αυτό εύκολα καθιστά τους μαθητές υλικό προς κατεργασία αφού δεν υπάρχει τάξη με τον πλούτο και την ποιότητα σχέσεων και αλληλεπιδράσεων ενεργών υποκειμένων.

Αν για το κεφάλαιο και όλο το αστικό προσωπικό, η κρίση αυτή αντιμετωπίζεται σαν ευκαιρία αντιδραστικοποίησης της εκπαίδευσης προς όφελος των κερδών και της κυριαρχίας τους, για τον κόσμο της εκπαίδευσης και της εργασίας  από την άλλη πρέπει να αποτελέσει «ευκαιρία» για να σκεφτεί έξω από αυτό το πλαίσιο. Να ιεραρχήσει τις ανάγκες του, ξεπερνώντας το στάδιο του φόβου και της αβεβαιότητας που η εξουσία και τα μέσα χειραγώγησης επιβάλλουν και οδηγεί σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία σε ακόμη μεγαλύτερο ζόφο. Να σκεφτεί αλλιώς για τη θέση του σε μια εκπαίδευση που αντί για διαδικασίες τυποποίησης και εμπορευματοποίησης, αντί για διαδικασίες μέτρησης και καταγραφής των ικανοτήτων των μαθητών θα αξιοποιήσει όλο τον πλούτο που παράγει η ανθρώπινη εργασία και επιστήμη, για να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της σε παιδαγωγικές και διδακτικές διαδικασίες ανάπτυξης αυτών των ικανοτήτων, ανάπτυξης της μόρφωσης και της παιδείας με όλο το απελευθερωτικό τους φορτίο. Ο κόσμος της εργασίας και της εκπαίδευσης οφείλουν να κοιτάξουν προς το μέλλον και να δράσουν για αυτό κι όχι να αφήσουν τη νέα παρόξυνση της καπιταλιστικής κρίσης να μας γυρίσει στο πιο σκοτεινό παρελθόν, έστω και πάνω σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες.

Βιβλιογραφία

Γρόλλιος, Γ. & Γούναρη, Π. (2016), Απελευθερωτική και κριτική παιδαγωγική στην Ελλάδα, Αθήνα: Gutenberg.

Γρόλλιος, Γ. (2020), «Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση, Παιδαγωγική και Νεοφιλελεύθερη Αναδιάρθρωση», Τετράδια Μαρξισμού, τχ. 12, Αθήνα: ΚΨΜ.

Λιντζέρης, Π. (2018), «Καπιταλισμός της ψηφιακής πλατφόρμας. Επισημάνσεις και σχόλια με αφορμή τη μελέτη του βιβλίου του Nick Srnicek», ερευνητικά κείμενα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, Νο 4.

Παυλίδης, Π. (2012), Η γνώση στη διαλεκτική της κοινωνικής εξέλιξης, Αθήνα: Επίκεντρο.

Παυλίδης, Π. (2013), «Η κοινωνική σημασία της μόρφωσης και ο ρόλος των εκπαιδευτικών», ομιλία στην ημερίδα των Παρεμβάσεων ΔΕ-ΠΕ.

Ρέππας, Χρ. (2020), «Παγκόσμια Τράπεζα και τηλεκπαίδευση στην εποχή του Covid 19», Ιστοσελίδα του περιοδικού Σελιδοδείκτης για την εκπαίδευση και την κοινωνίαhttps://selidodeiktis.edu.gr/

Noble, D. F. (2002), «Technology and the Commodification of Higher Education», Monthly Review Press, από το αντίστοιχο βιβλίο του Digital Diploma Mills: The Automation of Higher Education.

*Η Γιώτα Ιωαννίδου είναι Χημικός.

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στο 10ο τεύχος του Σελιδοδείκτη, Φθινόπωρο 2020.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου