9 Μαρτίου 2015

Λιωμένη στρατσιατέλα ή δημιουργική ασάφεια, βανδαλισμός ή έργο τέχνης? [ ...για το γκράφιτι στο Πολυτεχνείο στα Εξάρχεια]


της Ελένης Βαφειάδου

Το τεράστιο γωνιακό γκράφιτι στο κτίριο του Πολυτεχνείου στην Στουρνάρη και Πατησίων, την πύλη της γειτονιάς των Εξαρχείων, έγινε θέμα προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις. Αντιδράσεις, που σε ένταση και όγκο δείχνουν μικρότερες από αυτές που εκδηλώνονταν κατά τις καταστροφές που έγιναν σε νεοκλασικά κτίρια στις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις του λαού το 2012. Είχε σπεύσει να βγάλει ανακοίνωση και ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων τότε, με αντανακλαστικά που δεν επέδειξε σε άλλες περιστάσεις πολύ πιο έκτακτες. Είχε μιλήσει μόνο για τα κτίρια και όχι για τις πολιτικές που εξώθησαν στις καταστροφές. Οι σημερινές αντιδράσεις είναι ωστόσο μεγαλύτερες από τις ανύπαρκτες αντιδράσεις για τη σταθερή καταστροφή, είτε διά της εγκατάλειψης και αδιαφορίας, είτε δια της απουσίας της ουσιαστικής προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, κτιρίων –δημόσιων και ιδιωτικών- που είτε εγκαταλείπονται –ειδικά εν μέσω κρίσης-είτε ισοπεδώνονται χωρίς να στάξει σταγόνα μελάνης για αυτά.



Με αφορμή αυτές τις αντιδράσεις, λοιπόν, που επικοινωνούνται από αστικά μέσα και εφημερίδες lifestyle, ας γίνει μια μνεία για τα γοητευτικά ερείπια που είναι σπαρμένα μέσα στην Αθήνα και αλλού –όχι μόνο τα νεοκλασικά και μνημειώδη. Κτίρια, τα οποία δεν τα προστατεύει, αντίθετα τα καταδικάζει πολλές φορές, το άκαμπτο νομοθετικό πλαίσιο και ο χαρακτηρισμός τους σε «μνημείο» , «διατηρητέο», κλπ και η εγκατάλειψη που αυτό συνεπάγεται. Όταν βέβαια, τα κτίρια αυτά εμπίπτουν στις παραπάνω περιορισμένες κατηγορίες . Συνήθως αξιόλογα κτίρια δεν αναγνωρίζονται καθόλου ως αξιόλογα, οπότε και τα καταπίνει η μπουλντόζα με συνοπτικές διαδικασίες. Είναι διαδικασίες, που συμβάλουν στην κακώς εννοούμενη ανανέωση της πόλης –μέσω της ανέγερσης νέων κτιρίων – που μετέτρεψαν την Αθήνα σε μια ‘νέα’ πόλη από τη χούντα και μετά, παρά τους αιώνες ιστορίας και συνέχειας που κουβαλάει. Πρόκειται για διαδικασίες παραγωγής χώρου, που δεν διατήρησαν τη μνήμη και δε σεβάστηκαν την ιστορία της Αθήνας διαχρονικά και που το βάψιμο μιάς –ομολογουμένως μεγάλης και εμβληματικής όψης μόνο, θύμισαν δήθεν τώρα, την ανάγκη για διατήρηση και σεβασμό στην Ιστορία . Δεν είναι υποκριτικό?



Απ' έξω κούκλα από μέσα πανούκλα.


Ίσως αντανακλά σε ένα βαθμό την ελαφρότητα με την οποία συνήθως αντιμετωπίζονται τα διατηρητέα και τα μνημεία, των οποίων η διατήρηση εξαντλείται σε αυτή των εξωτερικών όψεων. Όχι στα εσωτερικά, όχι στις τυπολογίες, όχι στη τεχνολογία και τρόπο δόμησης, ούτε στα υλικά. Ούτε καν στα υλικά των όψεων, με αποτέλεσμα να προκύπτουν τα νεοκλασικά «κουφέτα» των πλαστικών χρωμάτων και των τσιμενταρισμένων μελών. Προφανώς οι ανάγκες αλλάζουν, ο τρόπος ζωής, κλπ και τα κτίρια οφείλουν να προσαρμοστούν στις καινούριες καταστάσεις. Στις συνήθεις κριτικές για τους όποιους «βανδαλισμούς» ωστόσο, αποκρύπτεται η ανάγκη αυτή της οικειοποίησης των παλαιότερων κτιρίων και η επανανοηματοδότησή τους εκτός κι αν είναι να γίνουν… εστιατόρια ή ξενοδοχεία. Μοιάζει να υπάρχουν δύο μέτρα και δυο σταθμά. Ένα για τις –πάρα πολλές φορές- αμφιβόλου ποιότητας και πιστότητας ‘αναπαλαιώσεις’ σοβαρών επενδυτών κι ένα για τις street παρεμβάσεις κάποιων ασεβών. Έτσι, τα γκράφιτι στη βίλα Αμαλίας παρουσιάστηκαν σαν καταστροφές, ενώ οι μπουλντόζες του Δήμου όχι. Η φλούδα της μπογιάς είναι πιο καταστροφική από τη νόμιμη καταστροφή, που απαιτεί όχι απλά βαριοπούλα, αλλά μπουλντόζες.

Οι γκραφιτάδες συνήθως παρεμβαίνουν σε κουφάρια, αλλά και πάλι ενοχλούν. Αυτός είναι ο σκοπός άλλωστε, να προκαλέσουν. Όπως κάνει η τέχνη, η οποία έχει διάφορες αναγνώσεις και αντιφάσεις...
Η εικόνα ενός κτιρίου αντικατοπτρίζει την εσωτερική ζωή του?

Το κτίριο του Καυταντζόγλου που το βάψανε, έχει την ιστορία του. Ένα μέρος του τουλάχιστον, ήταν εργαστήρι πλαστικής της αρχιτεκτονικής σχολής, το οποίο στις μεγάλες καταλήψεις του 1998 καταλήφθηκε. Έκτοτε εκεί μέσα έγιναν από συζητήσεις και συνελεύσεις μέχρι πάρτυ και προβολές, ζωντανές διαδικασίες που κάλυπταν κοινωνικές και πολιτικές ανάγκες των χρηστών. Τώρα μοιάζει πολύ πιο κλειστό στο κοινό, ακόμα και το φοιτητικό κοινό. Η σημερινή του εικόνα επομένως, θα ήταν αισθητικά ταιριαστή με το περιεχόμενο που κάποτε-τουλάχιστον- είχε το κτίριο. Όχι όμως και με το σημερινό.

Η σημερινή εικόνα του γκράφιτι, η ισχυρή χειρονομία της (που θα λέγαμε στη σχολή) είναι τέτοια που απορροφά το διαβάτη, που του λέει : Κοίτα, εδώ μέσα γίνονται πράματα και θάματα. Κατά πόσο γίνονται πράματα και θάματα στο Πολυτεχνείο πλέον όμως? Η εσωτερική ζωή του Κάτω Πολυτεχνείου έχει κατά πολύ αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Η απόλυση των 40 φυλάκων δεν έγινε μόνο λόγω προϋπολογισμού, όπως ισχυρίζεται ο Πρύτανης, αλλά συμβάδισε με τις ευθείες βολές στο πανεπιστημιακό άσυλο στα χρόνια του Μνημονίου με τους νόμους Διαμαντοπούλου- Αρβανιτόπουλου. Τα κτίρια πια κλειδώνουν νωρίς. Οι φοιτητές δεν ενθαρρύνονται να χρησιμοποιούν το χώρο, να εργάζονται συλλογικά, να ανταλλάσουν απόψεις πάνω στις εργασίες τους, αλλά και στα θέματα που τους απασχολούν. Το κτίριο Αβέρωφ, το στολίδι του campus δίνεται για πολύ ειδικές περιστάσεις και όχι για πολιτικές εκδηλώσεις σαν αυτές που γίνονται δίπλα στο Γκίνη, όπως δίνονταν παλιότερα. Το Γκίνη αντίθετα, δεν χρησιμοποιείται για εκπαιδευτικούς λόγους παρά μόνο στις εξεταστικές. Είναι το μοναδικό κτίριο που δίνεται για πολιτικές εκδηλώσεις έχοντας σοβαρά σημάδια παρακμής και εγκατάλειψης, και η περιστασιακή και μονοθεματική χρήση του δεν ευνοεί τη συντήρησή του, γιατί κανείς δε νοιάζεται. Ένα είδος zoning έχει εγκατασταθεί σε όλο το συγκρότημα, που το έχει απονεκρώσει σε σημαντικό βαθμό από την πλούσια εσωτερική ζωή του με επιπτώσεις και στο εσωτερικό –εντός του συγκροτήματος δηλαδή- εξωτερικό του.




Τελικά να αποκηρύξουμε το φαντεζί γκράφιτι από όποιον κι αν προέρχεται?




Αν το γκράφιτι -για να επιστρέψουμε στο συμβάν- είχε γίνει σεμνά σε ένα κομμάτι του τοίχου ανάλογου με τον πολιτικό ή κοινωνικό χώρο, που θα αντιστοιχούσε στη μειοψηφία που προφανώς το έφτιαξε, κανείς δε θα ασχολιόταν. Έπρεπε να είναι τέτοιο. Έπρεπε να ‘φωνάζει’ , μεγάλο, πάνω σε ιστορικό «καμβά», πάνω σε συμβολικό κτίριο, αφηρημένο, και ασπρόμαυρο. Έτσι προκάλεσε η μειοψηφία των δημιουργών του και δόθηκε τροφή για συζήτηση και προβληματισμό. Αν ήταν αλλιώτικο τα πιο πρωτοποριακά θα χασμουριόνταν παρέα με τα πιο συντηρητικά αντανακλαστικά. Έχει δικαίωμα η φιμωμένη στην πράξη νεολαία να φωνάζει με όποιον τρόπο μπορεί με όση αυθάδεια της βρίσκεται, παρά τα απανωτά στραπάτσα της? Ναι έχει. Πάντα έχει.




Και είναι τέχνη η μουντζούρα? 


Η ετυμηγορία καταλήγει μάλλον στο ότι το συγκεκριμένο γκράφιτι είναι τέχνη άσχετα από το αν το βρίσκει κανείς ωραίο ή άσχημο. Το εφήμερο του γκράφιτι σαν μορφή και λογική τέχνης σε αντίθεση με τη μονιμότητα της μαρμάρινης αρχιτεκτονικής του Καυταντζόγλου, το καθιστά έργο και όχι βανδαλισμό. Το κτίριο μπορεί εύκολα να επανέλθει στην προηγούμενη εμφανισιακά κατάστασή του, όταν έχει επιτελεστεί ο σκοπός του γκράφιτι. Όταν θα έχει συνδιαλλαγεί με τους κατοίκους και τους επισκέπτες της πόλης. Θα χρειαστούν χρήματα, ναι. Αλλά χρειάζονταν κι από πριν, όπως χρειάζονται πολλά περισσότερα για να επανέλθουν στη ζωή τα τόσα και τόσα άδεια κτίρια, μνημειακά ή καθημερινά. Εκεί όπου περιμένουν να καλυφθούν τόσες και τόσες ορφανές ανάγκες από τη στέγαση μέχρι τα νεολαιίστικα ελεύθερα στέκια , τους χώρους έκφρασης , τις κοινωνικές υποδομές, τους χώρους περίθαλψης και πολιτισμού και τόσους άλλους, που καταργήθηκαν βάναυσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου