20 Φεβρουαρίου 2014

Στις 24-25-26 Φλεβάρη μπλοκάρουμε την εξωτερική αξιολόγηση στην αρχιτεκτονική!



 

 

το κείμενο: 

Στις 24-26 Φεβρουαρίου, εν μέσω εξεταστικής και μάλιστα τις ημέρες παρουσίασης εργαστηρίων, ερευνητικών και διπλωματικών, έρχεται η εξωτερική αξιολόγηση στο τμήμα μας, χωρίς καμία φυσικά γνωστοποίηση στο φοιτητικό σύλλογο. Όπως πληροφορηθήκαμε στην τελευταία συνέλευση των καθηγητών, ολόκληρο το διδακτικό προσωπικό βρίσκεται σε φρενήρεις ρυθμούς προσπαθώντας να ετοιμάσει εκθέσεις έτσι ώστε το τμήμα μας να δείξει το καλύτερό του πρόσωπο, γι’ αυτό άλλωστε και επιλέγονται οι συγκεκριμένες ημερομηνίες. Και θα αναρωτιόταν κανείς: πώς θα υποδεχτούμε τους αξιολογητές μέσα στη στοίβα σκουπιδιών και τις βρώμικες τουαλέτες? Μα φυσικά εκείνες τις μέρες το κτίριο ως διά μαγείας θα γυαλίζει (η κ. Ανδρεάδου πρότεινε μάλιστα «να βάλουμε ένα χεράκι στο καθάρισμα», χωρίς να την απασχολεί εκείνη και κανέναν άλλον τι θα συμβεί την επομένη της αξιολόγησης).

Ας εξετάσουμε όμως πιο αναλυτικά τα βασικά επιχειρήματα-μύθους που μας πουλάνε για την αξιολόγηση.
Συγκεκριμένα:
Μύθος 1_ «οι εξωτερικοί εμπειρογνώμονες που θα διενεργήσουν την αξιολόγηση των τμημάτων θα δράσουν με ανεξαρτησία και ουδέτερη ματιά».
Μύθος 2_«τα κριτήρια με τα οποία προκύπτει η έκθεση της εξωτερικής αξιολόγησης αφορούν τα επιτεύγματα της Ακαδημαϊκής Μονάδας, τα σημεία που χρήζουν βελτίωσης ή διορθωτικών ενεργειών, την αποτελεσματικότητα των ενεργειών στις οποίες έχει ήδη προβεί η Μονάδα, προκειμένου να διασφαλίσει και να βελτιώσει την ποιότητα του επιτελούμενου έργου της, και
 γενικότερα, τη συνέπεια της Μονάδας ως προς την αποστολή και τους στόχους της.»
Μύθος 3_«η αξιολόγηση θα φέρει χρήματα στα τμήματα για να βελτιώσουν τις υποδομές τους και να διευκολύνουν τη διεξαγωγή του εκπαιδευτικού έργου»

Με λίγη προσοχή όμως μπορούμε να δούμε πως οι παραπάνω μύθοι μπορούν εύκολα να καταρριφθούν:

Όσον αφορά την «ανεξάρτητη» αρχή (διεθνείς εμπειρογνώμονες), αυτή προκύπτει από την Α.ΔΙ.Π (Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση) και χρησιμοποιεί ένα τυποποιημένο μοντέλο ερωτήσεων που συντάσσει η ίδια. Η Α.ΔΙ.Π. με τη σειρά της λογοδοτεί στον εκάστοτε υπουργό (σήμερα Αρβανιτόπουλος). Επομένως, είναι λίγο άστοχο να μιλάμε για «ανεξάρτητες και αντικειμενικές αρχές». Σε αυτό το σημείο αναρωτιόμαστε: Γιατί όλη αυτή η φασαρία, αν η αξιολόγηση γίνεται από ’’εμπειρογνώμονες’’ ακαδημαϊκούς που αμερόληπτα θα κρίνουν ποια είναι τα προβλήματα του κάθε τμήματος και θα βοηθήσουν να επιλυθούν? Η λογική απόληξη αυτού θα ήταν να δείξουμε στους αξιολογητές την πραγματική κατάσταση που επικρατεί στις σχολές και να αφεθούμε στα έμπειρα χέρια τους και όχι να την κρύψουμε σχεδιάζοντας για παράδειγμα συγκεκριμένη διαδρομή που θα ακολουθήσουν οι αξιολογητές κατά τη διαδικασία της αξιολόγησης για να μη δουν τις τουαλέτες- έκτρωμα και… «γίνουμε ρεζίλι!», όπως αναφέρθηκε και στη συνέλευση των καθηγητών.
Όσον αφορά τα κριτήρια και τους στόχους που θέτει η αξιολόγηση ας δούμε ποια ακριβώς είναι η πορεία που ακολουθείται για να μπορέσουμε να τα κατανοήσουμε.
Με την κρατική χρηματοδότηση μειωμένη στο ελάχιστο και με το ανώτατο επιτρεπτό όριό της να είναι πολύ μικρότερο από αυτό που είναι αναγκαίο για την εύρυθμη λειτουργία των ιδρυμάτων, τα πανεπιστήμια καλούνται να αναζητήσουν την [περεταίρω ή ολική] χρηματοδότηση τους από άλλες πηγές.
Πιο συγκεκριμένα η χρηματοδότηση των ΑΕΙ και ΤΕΙ συνδέεται πλέον άμεσα με την ανταπόκριση στα κριτήρια της αξιολόγησης. Δεν είναι άλλα από αυτά που λαμβάνονται υπόψη και στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, δηλαδή κριτήρια με βάση τους νόμους της αγοράς και της ανταγωνιστικότητας. Ας δώσουμε προσοχή στα λόγια του Υπουργείου: τι εννοεί εν τέλει όταν ζητά να αξιολογηθούν ’’τα επιτεύγματα’’ με τα οποία κάθε ακαδημαϊκή μονάδα ‘’διασφαλίζει και βελτιώνει την ποιότητα του επιτελούμενου έργου της’’?
Μάλλον η αξιολόγηση αποτελεί τον συνδετικό κρίκο προκειμένου τα τμήματα και οι σχολές να βρουν τη θέση τους στη διεθνή λίστα ανταγωνισμού των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, σχολών και τμημάτων [ranking], στην πορεία τους για άμεση σύνδεση με την αγορά και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Σκοπός της αξιολόγησης, είναι ο έλεγχος της ποιότητας και της [αντ]αποδοτικότητας των σχολών και των ιδρυμάτων με βάση την ανταγωνιστικότητά τους σε σχέση με άλλα. Η δημιουργία, τελικά, μιας λίστας σχολών, με κριτήρια ως επί το πλείστον επιχειρηματικά, και η κατάταξή τους ως αξιόλογες επενδυτικές ευκαιρίες .
Όταν ένα τμήμα αξιολογείται χαμηλά στην κλίμακα, οδηγείται σε περαιτέρω υποχρηματοδότηση. Αυτό σημαίνει είτε συγχώνευση-κατάργηση, είτε ότι ανοίγεται ο δρόμος της ιδιωτικής χρηματοδότησης και των διδάκτρων. Από την άλλη πλευρά, μία υψηλή αξιολόγηση θα σημάνει περαιτέρω χρηματοδότηση και θα προσελκύσει πολλούς νέους επενδυτές. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα από τη μία της αρχιτεκτονικής της Ξάνθης και του τμήματος των Μηχανολόγων Μηχανικών στο ΑΠΘ. Το πρώτο πήρε χαμηλή αξιολόγηση, καθώς το πρόγραμμα σπουδών του θεωρήθηκε ‘’απαρχαιωμένο’’ και πρέπει να ’’εξευρωπαϊστεί’’. Το δεύτερο, το οποίο αποτελεί το τμήμα με την υψηλότερη χρηματοδότηση στο ΑΠΘ, το 30-40% της οποίας προέρχεται από επιχειρήσεις, πήρε άριστη αξιολόγηση, με μόνο μελανό σημείο να αποτελεί η έντονη συνδικαλιστική δραστηριότητα των φοιτητών.
Σε κάθε περίπτωση ένα είναι σίγουρο: ό,τι βαθμό κι αν πάρει το τμήμα στην αξιολόγηση, είτε χαμηλό είτε υψηλό, όπως στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, η έκθεση που θα συντάξουν οι αξιολογητές θα αποτελέσει το ευαγγέλιο των ιδρυμάτων και θα δώσει τις κατευθύνσεις με βάσει τις οποίες θα κινηθούν, (βλέπε νέα προγράμματα σπουδών κλπ**).
Οι κατευθύνσεις αυτές ορίζονται από την αγορά, που θέλει να διεισδύσει στα πανεπιστήμια, προκειμένου αυτά να συμβάλλουν στην πολυπόθητη ανάπτυξη και το ξεπέρασμα της κρίσης. Αυτές οι ορέξεις του κεφαλαίου και της αγοράς, μπορούν να ικανοποιηθούν με την επιχειρηματική ανασυγκρότηση των ιδρυμάτων, με το να αποτελέσουν δηλαδή τα πανεπιστήμια νέο πεδίο κερδοφορίας για το κεφάλαιο και παράλληλα με το να δημιουργούν τον εργαζόμενο που έχει ανάγκη, στους τομείς που έχει ανάγκη.
Δεν είναι τυχαίο ότι τμήματα κοινωνικών επιστημών (φιλοσοφική, ξενόγλωσσα κλπ), είναι τα τμήματα των ΑΕΙ, τα οποία στόχευε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλα το σχέδιο Αθηνά που προέβλεπε σωρηδόν συγχωνεύσεις και κλεισίματα. Ούτε είναι τυχαίο ότι τα ίδια τμήματα χρηματοδοτούνται λιγότερο από όλα και ότι σε αυτά μειώνονται συνεχώς οι εισακτέοι, ενώ παράλληλα αυξάνονται σε φυσικομαθηματικές και πολυτεχνικές σχολές. Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι απλοί: οι σχολές κοινωνικών επιστημών δεν παράγουν κερδοφόρα έρευνα σε αντίθεση με πιο τεχνοκρατικές σχολές (όπως π.χ. τα πολυτεχνεία), άρα δε χρειάζονται.

Δεν είναι τυχαίο ότι αλλάζουν ριζικά τα προγράμματα σπουδών σε όλα τα τμήματα και τις σχολές της χώρας και αναδιαμορφώνονται με βάση τις επιταγές της Bologna και του Κ.Ε.Χ.Α.Ε. (Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης). Οι κατευθύνσεις που θέτουν εδώ και χρόνια είναι το σπάσιμο του ενιαίου κύκλου σπουδών σε bachelor και master. Οι διαφορετικοί κύκλοι θα χωρίζονται είτε με εξετάσεις είτε με δίδακτρα, με αποτέλεσμα σημαντική μερίδα κόσμου (συνήθως αυτή των πιο χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων) να πετιέται εκτός. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται πτυχία και εργαζόμενοι πολλών ταχυτήτων, χωρίς συνολική εποπτεία του γνωστικού τους αντικειμένου, χωρίς συλλογική κατοχύρωση στην αγορά εργασίας, με διαλυμένα εργασιακά και επαγγελματικά δικαιώματα. Όλα τα παραπάνω δημιουργούν τους καλύτερους όρους εκμετάλλευσης στην ούτως η άλλως έρημο της εργασιακής πραγματικότητας, δημιουργούν το αναλώσιμο, ελαστικό και πειθήνιο εργατικό δυναμικό.

Στο πανεπιστήμιο, την εποχή της κρίσης δεν υπάρχει πλέον χώρος μέσα στα ιδρύματα για έρευνα για τις κοινωνικές ανάγκες, για αμφισβήτηση στη γνώση, για πολιτική δράση. Πίσω απ’ τις διακηρύξεις για ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκού τύπου πανεπιστήμιο, δεν κρύβεται τίποτα παραπάνω, απ’ την προσπάθεια του κεφαλαίου να εισχωρήσει ενεργά στον τομέα της παιδείας, να εμπορευματοποιήσει τη γνώση και τη μόρφωση, ώστε άμεσα και έμμεσα να παράγει κέρδος.
Στη βάση των παραπάνω, επιλέγουμε να ταχθούμε ενάντια στην εξωτερική αξιολόγηση και σε κάθε αξιολόγηση που δεν υπολογίζει τις ανάγκες των φοιτητών και των εργαζομένων. Απέναντι στα επιχειρηματικά κριτήρια της αξιολόγησης, εμείς θέτουμε τα δικά μας κριτήρια, τα κριτήρια για ένα πανεπιστήμιο που θα λαμβάνει υπόψη την ποιότητα των σπουδών μας, τις συνθήκες εργασίας για τους εργαζομένους του, το δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της παιδείας με τα μάτια πάντα στραμμένα στις ανάγκες της κοινωνίας,. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με εργατικό και φοιτητικό έλεγχο, με αποφάσεις που θα παίρνονται από τους ίδιους τους φοιτητές και τους εργαζομένους μέσα από τις γενικές τους συνελεύσεις και το μεταξύ τους συντονισμό.

ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΜΑΣ ΔΕ ΧΩΡΑΝΕ ΣΤΑ ΜΕΤΡΑ ΤΟΥΣ!

ΣΤΙΣ 24-25-26 ΜΠΛΟΚΑΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ!


* Για τη διαδικασία: Η εξωτερική αξιολόγηση εφαρμόζεται με βάση το νόμο 3374/2005. Η διαδικασία υλοποιείται σε δύο στάδια: α. την εσωτερική αξιολόγηση (που διενεργείται από το ίδιο το προσωπικό του τμήματος - ...όσο έχει απομείνει...) και β. την εξωτερική αξιολόγηση, κατά την οποία η εν λόγω επιτροπή ελέγχει τις εγκαταστάσεις, συνομιλεί με καθηγητές και φοιτητές (κάτι σε ΔΑΠίτες και παρατρεχάμενους)


**Το τμήμα μας βέβαια ήδη προτρέχει! Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η παρουσίαση του ερευνητικού έργου του τμήματος θα δομηθεί στη λογική της ανάδειξης της σύνθεσης-αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, ως κεντρικού άξονα διάρθρωσης του προγράμματος σπουδών και της απλής πλαισίωσής του από τομείς όπως η πολεοδομία, η συντήρηση κλπ, γεγονός που τα υποβιβάζει σε συμπληρωματικά πεδία της αρχιτεκτονικής. Δεν είναι τυχαίο φυσικά ότι ακριβώς η ίδια κατεύθυνση τέθηκε και πέρυσι στο προτεινόμενο πρόγραμμα σπουδών, που δομείται πάνω στις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις για τα προγράμματα σπουδών (βλέπε ανάλυση του σχήματος για το πρόγραμμα σπουδών στο κείμενο «Κριτική της Αρχιτεκτονικής και Αρχιτεκτονική Κριτική, Μέρος 2ο»
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου